Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ
Ελλογιμώτατοι Καθηγηταί,
Ελλόγιμοι Εκπαιδευτικοί,
Αγαπητά μας παιδιά,
Συνεχίζοντας τήν καλήν παράδοσιν τών μαθητικών συνεδρίων πρός τιμήν εξεχόντων Ελλήνων λογοτεχνών, ποιητών καί πεζογράφων, τό Ζωγράφειον Λύκειον τής Πόλεώς μας καί τά Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη τής Θεσσαλονίκης ανέλαβον καί εφέτος τήν λαμπράν πρωτοβουλίαν νά εορτάσουν τήν συμπλήρωσιν εκατόν πενήντα ετών από τήν γέννησιν τού μεγάλου μας ποιητού Κωνσταντίνου Καβάφη μέ τήν διοργάνωσιν ενός ακόμη ωραίου μαθητικού συνεδρίου, τό οποίον μάλιστα τελεί καί υπό τήν αιγίδα τού Οικουμενικού ημών Πατριαρχείου.
Η πρωτοβουλία αύτη προσφέρει εις ημάς πολλήν χαράν καί συγκίνησιν πρωτίστως διότι τό συνέδριον πραγματοποιείται μέ τήν συμμετοχήν πολλών μαθητών καί μαθητριών τόσον από τά διοργανούντα αυτό σχολεία όσον καί από εκπαιδευτικά Ιδρύματα τής Ελλάδος, τής Κύπρου, τής εν Αιγύπτω καί τής εν Αμερική Ομογενείας.
Διά τούτο καί μέ πολλήν αγάπην καί στοργήν χαιρετίζομεν τήν παρουσίαν όλων σας εις τήν αίθουσαν αυτήν τού Ζωγραφείου καί σάς καλωσορίζομεν εγκαρδίως εις τήν Πόλιν μας, τήν Πόλιν όχι μόνον τών παραδόσεων καί τών θρύλων αλλά καί τών ποιητών, ένας εκ τών οποίων είναι καί ο τιμώμενος Κωνσταντίνος Καβάφης.
Διότι, όπως ήδη καλώς γνωρίζετε, ο επονομαζόμενος Αλεξανδρινός ποιητής εγεννήθη μέν εις τήν Αλεξάνδρειαν, οι γονείς του όμως κατήγοντο εντεύθεν, καί ο ίδιος εκαυχάτο διά τήν τοιαύτην καταγωγήν του εκ τής πόλεως τού Κωνσταντίνου καί εξ επιφανών προγόνων, ως ο προπάππος του Πέτρος Καβάφης, διατελέσας γραμματεύς τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, καί οι έτεροι προπάπποι του, Ιωάννης Καβάφης καί Μιχαήλ Σκαρλάτος, διατελέσαντες κυβερνήται τού Ιασίου.
Τόν ισχυρόν τούτον σύνδεσμον μέ τήν Κωνσταντινούπολιν είχε τήν ευκαιρίαν νά ανανεώση ο Κωνσταντίνος Καβάφης ελθών ενταύθα μετά τής μητρός καί τών αδελφών του εις ηλικίαν δεκαεννέα ετών καί παραμείνας επί τρία περίπου έτη, δραστηριοποιηθείς εις τά κοινά, αναζητήσας τάς ρίζας του καί αναδιφήσας εις τήν ιστορίαν καί τό ένδοξον ιστορικόν παρελθόν της.
Η καταγωγή του από τήν Αλεξάνδρειαν καί τήν Κωνσταντινούπολιν θά διαμορφώσουν καί θά καθορίσουν τόν οικουμενικόν χαρακτήρα τής προσωπικότητος καί τής ποιήσεώς του. Η ιστορία καί ο πολιτισμός τού οικουμενικού Ελληνισμού καί τής Ρωμηοσύνης θά εύρουν εις τήν ποίησιν τού Κωνσταντίνου Καβάφη ένα εξαίρετον εκφραστήν, ο οποίος αφ᾽ ετέρου δέν διστάζει νά εγκωμιάση μέ γλαφυρόν τρόπον τήν φυσικήν ωραιότητα τού Βοσπόρου καί τών χωριών του, όπως τό Νιχώρι, από τό οποίον κατήγετο η μητέρα του καί εις τό οποίον υπήρχε τό εξοχικόν τού παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη.
Γράφει, λοιπόν, διά τό Νιχώρι ο νεαρός Κωνσταντίνος Καβάφης τό 1885:
Τό Νιχώρι
Ξένε σάν 'δής ένα χωριό όπου γελάει η φύσις,
κ' εις κάθε πλάτανο κοντά πού κρύπτεται μιά κόρη
ωραία σάν τό τριαντάφυλλο - εκεί νά σταματήσης•
έφθασες, ξένε, στό Νιχώρι.
Κι' όταν τό βράδυ έλθη, άν βγής έξω νά περπατήσης
καί βρής εμπρός σου καρυδιαίς, στόν δρόμο μή προχώρει
τού ταξειδιού σου πιά. Αλλού ποιόν τόπο θά ζητήσης
καλλείτερον απ' τό Νιχώρι.
Τέτοια δροσιά δέν έχουνε αλλού στόν κόσμο η βρύσεις,
τών λόφων του τήν αρχοντιά αλλού δέν έχουν όρη•
καί μέ τής γής τήν μυρωδιά μονάχα θά μεθύ[σης,]
ολίγο άν μείνης στό Νιχώρι.
Εάν στής Κουμαριώτισσας τής Παναγίας θελήσης
τήν εκκλησία νά μπής μ' εμέ, φανατικός συγχώρει
άν ήμ' εκεί. Άλλην θαρρώ χάριν η παρακλήσεις
έχουνε στό πιστό Νιχώρι.
Καί παρότι βεβαίως αι οικογενειακαί συνθήκαι τόν αναγκάζουν νά επιστρέψη, μετά πολυετή απουσίαν, εις τήν Αλεξάνδρειαν, από τήν οποίαν δέν απομακρύνεται πλέον σχεδόν ποτέ, ο Καβάφης ουδέποτε ξεχνά τήν Κωνσταντινούπολιν. Τήν φέρει μέσα του, μέσα εις τήν ψυχήν του, μέσα εις τήν ύπαρξίν του. Η Πόλις τόν ακολουθεί, όπως καί η πόλις εις τήν οποίαν αναφέρεται εις τό ομώνυμον ποίημά του γράφοντας: «Η πόλις θά σέ ακολουθεί. Στούς δρόμους θά γυρνάς τούς ίδιους … Πάντα στήν πόλι αυτή θά φθάνεις».
Η ποίησίς του επιβεβαιώνει τούς λόγους του, καθώς ένα εκ τών σημαντικοτέρων χαρακτηριστικών της αποτελεί ο διαρκής καί αδιάρρηκτος σύνδεσμός της μέ τήν παράδοσιν καί τήν ιστορίαν τού Γένους μας, τήν οποίαν είχε μελετήσει ο Καβάφης εις βάθος, ώστε θά ηδύνατο νά καυχάται διά τάς γνώσεις του, όπως ο εξόριστος βυζαντινός άρχων τόν οποίον παρουσιάζει λέγοντα:
«Στά σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε/ επιμελέστατος. Καί θά επιμείνω,/ ότι κανείς καλλίτερά μου δέν γνωρίζει/ Πατέρας ή Γραφάς, ή τούς Κανόνας τών Συνόδων. / Εις κάθε αμφιβολίαν του ο Βοτανειάτης, / εις κάθε δυσκολίαν στά εκκλησιαστικά, / εμένα συμβουλευόταν, εμένα πρώτον.»
Ενδεχομένως εις τήν ψυχήν τού Κωνσταντίνου Καβάφη τό παρελθόν, άν καί ένδοξον, νά φαίνεται όπως τό περιγράφει: «μιά θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων»• δέν τού λείπει όμως η αισιοδοξία διά τίς ημέρες τού μέλλοντος οι οποίες «στέκοντ᾽ εμπροστά μας / σά μιά σειρά κεράκια αναμένα – / χρυσά, ζεστά, καί ζωηρά κεράκια». Δέν απογοητεύεται, διότι αισθάνεται πλούσιος από αυτήν τήν ιστορίαν, πλούσιος από τό παρελθόν, δι᾽ αυτό καί συστήνει εις τό ποίημα του «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» νά μήν θρηνήση «ανωφέλετα», αλλά «σάν έτοιμος από καιρό, σά θαρραλέος,/ σάν πού ταιριάζει σε πού αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,» νά ακούση μέ συγκίνησιν «αλλ᾽ όχι / μέ τών δειλών τά παρακάλια καί παράπονα / … / τά εξαίσια όργανα τού μυστικού θιάσου».
Αυτά «τά εξαίσια όργανα τού μυστικού θιάσου», τά οποία ηχούν μέσα από τά ποιήματα τού Κωνσταντίνου Καβάφη συγκινούσαν ανέκαθεν τήν ψυχήν μας. Δι᾽ αυτό καί μαθητής εις τήν πρώτην τάξιν τού Λυκείου τής Θεολογικής Σχολής τής Χάλκης ηρχίσαμεν νά τά αντιγράφωμεν εις έν απλούν τετράδιον, μαζί μέ ποιήματα άλλων ποιητών.
Τό μαθητικόν αυτό τετράδιον τού 1954 κυκλοφόρησε πρό ετών, όπως ενδεχομένως γνωρίζετε, εις φωτοστατικήν έκδοσιν, καί αποτελεί γλυκείαν ανάμνησιν τών μαθητικών μας χρόνων αλλά καί απόδειξιν τής αγάπης μας διά τόν Αλεξανδρινόν καί Κωνσταντινουπολίτην ποιητήν Κωνσταντίνον Καβάφην, τά έργα τού οποίου συνεχίζομεν νά αναγινώσκωμεν καί ως Πατριάρχης, όταν ευρίσκωμεν ολίγον χρόνον εν μέσω τών πολλών απασχολήσεων καί υποχρεώσεών μας.
Τόν αγαπούμε, διότι καί εκείνος ηγάπησε τόν τόπον αυτόν πολύ, ως προκύπτει τόσον εκ τών ποιημάτων του όσον καί εκ τών ολίγων πεζών κειμένων του, ως τού ολίγον γνωστού κειμένου του «Μία νύξ εις τό Καλιντέρι», τό οποίον είναι, όπως ο ίδιος γράφει, «μία εκτεταμένη ακρογιαλιά μεταξύ Νεοχωρίου καί Θεραπείων, τών δύο ωραιοτέρων χωρίων τού Βοσπόρου».
Τόν αγαπούμε καί μάς συγκινεί, διότι καί εκείνος ηγάπησε τήν ιστορίαν, τάς παραδόσεις καί τήν πίστιν τού ευσεβούς μας Γένους, τάς οποίας καί ημείς αγαπώμεν καί στηρίζομεν καί φυλάττομεν όση ημίν δύναμις, φυλάσσοντες «Θερμοπύλες … ποτέ από τό χρέος μή κινούντες». Διότι αυτό είναι τό χρέος μας, χρέος τό οποίον μάς δίδει χαράν καί ικανοποίησιν. Καί είμεθα αισιόδοξοι ότι τό μέλλον θά δικαιώση τάς ελπίδας, τάς προσδοκίας καί τάς προσπαθείας μας. Είμεθα αισιόδοξοι καί δι᾽ αυτό συνεχίζομε τόν αγώνα μας.
Τόν αγαπούμε καί χαιρόμεθα διότι έχομεν σήμερον τήν ευκαιρίαν νά τόν μνημονεύωμεν καί νά τόν απολαμβάνωμεν μέ αυτό τό ωραίον συνέδριον, τό οποίον μάς δίδει καί τήν χαράν τής επικοινωνίας μαζί σας, μέ τόσα νέα παιδιά, όπως εσείς, πού αγαπάτε τόν Καβάφην καί αγαπάτε μαζί του ό,τι αναδεικνύει η ποίησίς του, τόν πλούτον τής παραδόσεως καί τής ιστορίας τού Γένους μας.
Δι᾽ αυτό καί συγχαίρομεν ολοψύχως τόσον τούς διοργανωτάς καθηγητάς όσον καί τούς συμμετέχοντες μαθητάς καί μαθητρίας εντεύθεν καί εκ τής Ελλάδος, τής Κύπρου καί τής Αλεξανδρείας καί τής Αμερικής, τούς οποίους καί ιδιαιτέρως καλωσορίζομεν καί πάλιν καί τούς ευχόμεθα καλήν παραμονήν εις τήν Πόλιν μας καί καλήν επιτυχίαν εις τό ωραίον αυτό συνέδριον. Κατακλείομεν δέ τήν σύντομον αυτήν ομιλίαν μέ τούς λόγους μέ τούς οποίους καί ο τιμώμενος ποιητής κατακλείει ένα μελέτημά του περί τών βυζαντινών ποιητών. «Ευμενής τις μοίρα επροίκισε τήν φυλήν μας διά τού θείου δώρου τής ποιήσεως.
Η ευρεία καί ανθοστεφής χώρα τών στίχων είναι ως πατρίς τού πνεύματός μας. Οφείλομεν οι Έλληνες νά μελετώμεν τήν ποίησίν μας επισταμένως – τήν ποίησιν πάσης εποχής τού εθνικού μας βίου. Εν αυτή θά εύρωμεν τήν μεγαλοφυΐαν τού γένους μας, καί όλην τήν τρυφερότητα, καί όλους τούς τιμιωτέρους παλμούς τής καρδίας τού ελληνισμού».
Ελλόγιμοι Εκπαιδευτικοί,
Αγαπητά μας παιδιά,
Συνεχίζοντας τήν καλήν παράδοσιν τών μαθητικών συνεδρίων πρός τιμήν εξεχόντων Ελλήνων λογοτεχνών, ποιητών καί πεζογράφων, τό Ζωγράφειον Λύκειον τής Πόλεώς μας καί τά Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη τής Θεσσαλονίκης ανέλαβον καί εφέτος τήν λαμπράν πρωτοβουλίαν νά εορτάσουν τήν συμπλήρωσιν εκατόν πενήντα ετών από τήν γέννησιν τού μεγάλου μας ποιητού Κωνσταντίνου Καβάφη μέ τήν διοργάνωσιν ενός ακόμη ωραίου μαθητικού συνεδρίου, τό οποίον μάλιστα τελεί καί υπό τήν αιγίδα τού Οικουμενικού ημών Πατριαρχείου.
Η πρωτοβουλία αύτη προσφέρει εις ημάς πολλήν χαράν καί συγκίνησιν πρωτίστως διότι τό συνέδριον πραγματοποιείται μέ τήν συμμετοχήν πολλών μαθητών καί μαθητριών τόσον από τά διοργανούντα αυτό σχολεία όσον καί από εκπαιδευτικά Ιδρύματα τής Ελλάδος, τής Κύπρου, τής εν Αιγύπτω καί τής εν Αμερική Ομογενείας.
Διά τούτο καί μέ πολλήν αγάπην καί στοργήν χαιρετίζομεν τήν παρουσίαν όλων σας εις τήν αίθουσαν αυτήν τού Ζωγραφείου καί σάς καλωσορίζομεν εγκαρδίως εις τήν Πόλιν μας, τήν Πόλιν όχι μόνον τών παραδόσεων καί τών θρύλων αλλά καί τών ποιητών, ένας εκ τών οποίων είναι καί ο τιμώμενος Κωνσταντίνος Καβάφης.
Διότι, όπως ήδη καλώς γνωρίζετε, ο επονομαζόμενος Αλεξανδρινός ποιητής εγεννήθη μέν εις τήν Αλεξάνδρειαν, οι γονείς του όμως κατήγοντο εντεύθεν, καί ο ίδιος εκαυχάτο διά τήν τοιαύτην καταγωγήν του εκ τής πόλεως τού Κωνσταντίνου καί εξ επιφανών προγόνων, ως ο προπάππος του Πέτρος Καβάφης, διατελέσας γραμματεύς τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, καί οι έτεροι προπάπποι του, Ιωάννης Καβάφης καί Μιχαήλ Σκαρλάτος, διατελέσαντες κυβερνήται τού Ιασίου.
Τόν ισχυρόν τούτον σύνδεσμον μέ τήν Κωνσταντινούπολιν είχε τήν ευκαιρίαν νά ανανεώση ο Κωνσταντίνος Καβάφης ελθών ενταύθα μετά τής μητρός καί τών αδελφών του εις ηλικίαν δεκαεννέα ετών καί παραμείνας επί τρία περίπου έτη, δραστηριοποιηθείς εις τά κοινά, αναζητήσας τάς ρίζας του καί αναδιφήσας εις τήν ιστορίαν καί τό ένδοξον ιστορικόν παρελθόν της.
Η καταγωγή του από τήν Αλεξάνδρειαν καί τήν Κωνσταντινούπολιν θά διαμορφώσουν καί θά καθορίσουν τόν οικουμενικόν χαρακτήρα τής προσωπικότητος καί τής ποιήσεώς του. Η ιστορία καί ο πολιτισμός τού οικουμενικού Ελληνισμού καί τής Ρωμηοσύνης θά εύρουν εις τήν ποίησιν τού Κωνσταντίνου Καβάφη ένα εξαίρετον εκφραστήν, ο οποίος αφ᾽ ετέρου δέν διστάζει νά εγκωμιάση μέ γλαφυρόν τρόπον τήν φυσικήν ωραιότητα τού Βοσπόρου καί τών χωριών του, όπως τό Νιχώρι, από τό οποίον κατήγετο η μητέρα του καί εις τό οποίον υπήρχε τό εξοχικόν τού παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη.
Γράφει, λοιπόν, διά τό Νιχώρι ο νεαρός Κωνσταντίνος Καβάφης τό 1885:
Τό Νιχώρι
Ξένε σάν 'δής ένα χωριό όπου γελάει η φύσις,
κ' εις κάθε πλάτανο κοντά πού κρύπτεται μιά κόρη
ωραία σάν τό τριαντάφυλλο - εκεί νά σταματήσης•
έφθασες, ξένε, στό Νιχώρι.
Κι' όταν τό βράδυ έλθη, άν βγής έξω νά περπατήσης
καί βρής εμπρός σου καρυδιαίς, στόν δρόμο μή προχώρει
τού ταξειδιού σου πιά. Αλλού ποιόν τόπο θά ζητήσης
καλλείτερον απ' τό Νιχώρι.
Τέτοια δροσιά δέν έχουνε αλλού στόν κόσμο η βρύσεις,
τών λόφων του τήν αρχοντιά αλλού δέν έχουν όρη•
καί μέ τής γής τήν μυρωδιά μονάχα θά μεθύ[σης,]
ολίγο άν μείνης στό Νιχώρι.
.........................................
Εάν στής Κουμαριώτισσας τής Παναγίας θελήσης
τήν εκκλησία νά μπής μ' εμέ, φανατικός συγχώρει
άν ήμ' εκεί. Άλλην θαρρώ χάριν η παρακλήσεις
έχουνε στό πιστό Νιχώρι.
Καί παρότι βεβαίως αι οικογενειακαί συνθήκαι τόν αναγκάζουν νά επιστρέψη, μετά πολυετή απουσίαν, εις τήν Αλεξάνδρειαν, από τήν οποίαν δέν απομακρύνεται πλέον σχεδόν ποτέ, ο Καβάφης ουδέποτε ξεχνά τήν Κωνσταντινούπολιν. Τήν φέρει μέσα του, μέσα εις τήν ψυχήν του, μέσα εις τήν ύπαρξίν του. Η Πόλις τόν ακολουθεί, όπως καί η πόλις εις τήν οποίαν αναφέρεται εις τό ομώνυμον ποίημά του γράφοντας: «Η πόλις θά σέ ακολουθεί. Στούς δρόμους θά γυρνάς τούς ίδιους … Πάντα στήν πόλι αυτή θά φθάνεις».
Η ποίησίς του επιβεβαιώνει τούς λόγους του, καθώς ένα εκ τών σημαντικοτέρων χαρακτηριστικών της αποτελεί ο διαρκής καί αδιάρρηκτος σύνδεσμός της μέ τήν παράδοσιν καί τήν ιστορίαν τού Γένους μας, τήν οποίαν είχε μελετήσει ο Καβάφης εις βάθος, ώστε θά ηδύνατο νά καυχάται διά τάς γνώσεις του, όπως ο εξόριστος βυζαντινός άρχων τόν οποίον παρουσιάζει λέγοντα:
«Στά σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε/ επιμελέστατος. Καί θά επιμείνω,/ ότι κανείς καλλίτερά μου δέν γνωρίζει/ Πατέρας ή Γραφάς, ή τούς Κανόνας τών Συνόδων. / Εις κάθε αμφιβολίαν του ο Βοτανειάτης, / εις κάθε δυσκολίαν στά εκκλησιαστικά, / εμένα συμβουλευόταν, εμένα πρώτον.»
Ενδεχομένως εις τήν ψυχήν τού Κωνσταντίνου Καβάφη τό παρελθόν, άν καί ένδοξον, νά φαίνεται όπως τό περιγράφει: «μιά θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων»• δέν τού λείπει όμως η αισιοδοξία διά τίς ημέρες τού μέλλοντος οι οποίες «στέκοντ᾽ εμπροστά μας / σά μιά σειρά κεράκια αναμένα – / χρυσά, ζεστά, καί ζωηρά κεράκια». Δέν απογοητεύεται, διότι αισθάνεται πλούσιος από αυτήν τήν ιστορίαν, πλούσιος από τό παρελθόν, δι᾽ αυτό καί συστήνει εις τό ποίημα του «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» νά μήν θρηνήση «ανωφέλετα», αλλά «σάν έτοιμος από καιρό, σά θαρραλέος,/ σάν πού ταιριάζει σε πού αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,» νά ακούση μέ συγκίνησιν «αλλ᾽ όχι / μέ τών δειλών τά παρακάλια καί παράπονα / … / τά εξαίσια όργανα τού μυστικού θιάσου».
Αυτά «τά εξαίσια όργανα τού μυστικού θιάσου», τά οποία ηχούν μέσα από τά ποιήματα τού Κωνσταντίνου Καβάφη συγκινούσαν ανέκαθεν τήν ψυχήν μας. Δι᾽ αυτό καί μαθητής εις τήν πρώτην τάξιν τού Λυκείου τής Θεολογικής Σχολής τής Χάλκης ηρχίσαμεν νά τά αντιγράφωμεν εις έν απλούν τετράδιον, μαζί μέ ποιήματα άλλων ποιητών.
Τό μαθητικόν αυτό τετράδιον τού 1954 κυκλοφόρησε πρό ετών, όπως ενδεχομένως γνωρίζετε, εις φωτοστατικήν έκδοσιν, καί αποτελεί γλυκείαν ανάμνησιν τών μαθητικών μας χρόνων αλλά καί απόδειξιν τής αγάπης μας διά τόν Αλεξανδρινόν καί Κωνσταντινουπολίτην ποιητήν Κωνσταντίνον Καβάφην, τά έργα τού οποίου συνεχίζομεν νά αναγινώσκωμεν καί ως Πατριάρχης, όταν ευρίσκωμεν ολίγον χρόνον εν μέσω τών πολλών απασχολήσεων καί υποχρεώσεών μας.
Τόν αγαπούμε, διότι καί εκείνος ηγάπησε τόν τόπον αυτόν πολύ, ως προκύπτει τόσον εκ τών ποιημάτων του όσον καί εκ τών ολίγων πεζών κειμένων του, ως τού ολίγον γνωστού κειμένου του «Μία νύξ εις τό Καλιντέρι», τό οποίον είναι, όπως ο ίδιος γράφει, «μία εκτεταμένη ακρογιαλιά μεταξύ Νεοχωρίου καί Θεραπείων, τών δύο ωραιοτέρων χωρίων τού Βοσπόρου».
Τόν αγαπούμε καί μάς συγκινεί, διότι καί εκείνος ηγάπησε τήν ιστορίαν, τάς παραδόσεις καί τήν πίστιν τού ευσεβούς μας Γένους, τάς οποίας καί ημείς αγαπώμεν καί στηρίζομεν καί φυλάττομεν όση ημίν δύναμις, φυλάσσοντες «Θερμοπύλες … ποτέ από τό χρέος μή κινούντες». Διότι αυτό είναι τό χρέος μας, χρέος τό οποίον μάς δίδει χαράν καί ικανοποίησιν. Καί είμεθα αισιόδοξοι ότι τό μέλλον θά δικαιώση τάς ελπίδας, τάς προσδοκίας καί τάς προσπαθείας μας. Είμεθα αισιόδοξοι καί δι᾽ αυτό συνεχίζομε τόν αγώνα μας.
Τόν αγαπούμε καί χαιρόμεθα διότι έχομεν σήμερον τήν ευκαιρίαν νά τόν μνημονεύωμεν καί νά τόν απολαμβάνωμεν μέ αυτό τό ωραίον συνέδριον, τό οποίον μάς δίδει καί τήν χαράν τής επικοινωνίας μαζί σας, μέ τόσα νέα παιδιά, όπως εσείς, πού αγαπάτε τόν Καβάφην καί αγαπάτε μαζί του ό,τι αναδεικνύει η ποίησίς του, τόν πλούτον τής παραδόσεως καί τής ιστορίας τού Γένους μας.
Δι᾽ αυτό καί συγχαίρομεν ολοψύχως τόσον τούς διοργανωτάς καθηγητάς όσον καί τούς συμμετέχοντες μαθητάς καί μαθητρίας εντεύθεν καί εκ τής Ελλάδος, τής Κύπρου καί τής Αλεξανδρείας καί τής Αμερικής, τούς οποίους καί ιδιαιτέρως καλωσορίζομεν καί πάλιν καί τούς ευχόμεθα καλήν παραμονήν εις τήν Πόλιν μας καί καλήν επιτυχίαν εις τό ωραίον αυτό συνέδριον. Κατακλείομεν δέ τήν σύντομον αυτήν ομιλίαν μέ τούς λόγους μέ τούς οποίους καί ο τιμώμενος ποιητής κατακλείει ένα μελέτημά του περί τών βυζαντινών ποιητών. «Ευμενής τις μοίρα επροίκισε τήν φυλήν μας διά τού θείου δώρου τής ποιήσεως.
Η ευρεία καί ανθοστεφής χώρα τών στίχων είναι ως πατρίς τού πνεύματός μας. Οφείλομεν οι Έλληνες νά μελετώμεν τήν ποίησίν μας επισταμένως – τήν ποίησιν πάσης εποχής τού εθνικού μας βίου. Εν αυτή θά εύρωμεν τήν μεγαλοφυΐαν τού γένους μας, καί όλην τήν τρυφερότητα, καί όλους τούς τιμιωτέρους παλμούς τής καρδίας τού ελληνισμού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου