Εδώ Άργος: Ακριβό μου διθέσιο
Τελευταίο Σαββατόβραδο του Σεπτέμβρη. Ο καιρός ακόμα είναι καλοκαιρινός. Όλοι σουλατσάρουν αδιάφορα στο κέντρο, σε μια προσπάθεια να ξεχάσουν ότι η εβδομάδα που πέρασε, ήταν δύσκολη, πιο δύσκολη από την προηγούμενη. Όλοι θα ήθελαν να ξεχάσουν ότι η εβδομάδα που ερχόταν, ίσως είναι πιο απαιτητική, θλιβερά δυσοίωνη, γεμάτη αντιξοότητες και εμπόδια που δεν έχουν λύση.
Γιατί αυτή είναι πλέον η δεσπόζουσα φυσιογνωμία του Άργους. Μιας μικρής επαρχιακής πόλης που τη δέρνει η φτώχεια. Με εξαίρεση μερικές μετρημένες στα δάχτυλα εμπορικές επιχειρήσεις, το σύνολο της πόλης αγκομαχά κάτω από τον ζυγό της οικονομικής κρίσης. Ρακοσυλλέκτες ψάχνουν αποβραδίς στα σκουπίδια, οι μαγαζάτορες δεν ξέρουν γιατί πρέπει να συνεχίσουν να πουλάνε και οι μαθητές ονειρεύονται πότε θα φύγουν από εδώ. Την ίδια στιγμή, η πλειοψηφία των ανέργων νέων εκλιπαρεί για μια θέση 4ώρου των 280,00 ευρώ…
Σαββατόβραδο στην πλατεία. Ο Αργολικός Σύλλογος Οχημάτων Εποχής (ΑΡ.Σ.Ο.Ε.) διοργανώνει την «5η Έκθεση Κλασικών Οχημάτων». Το κέντρο της πόλης είναι ασφυκτικά γεμάτο. Παντού βλέπεις παλιά αυτοκίνητα, μηχανές, ποδήλατα. Οι εικόνες παραπέμπουν σε μιαν άλλη εποχή, σε ταξιδεύουν στα χρόνια των σημερινών 60άρηδων και 70άρηδων. Τα παιδιά δυσκολεύονται να καταλάβουν τις διαφορές με τα σημερινά αυτοκίνητα. Tους φαίνονται αστεία τα χρώματα. «Μοιάζουν με αυτά που έχουμε και παίζουμε στο σπίτι, μπαμπά», σου λένε.
Τι να τους πεις; Ότι δεν ξέρεις για πόσο ακόμα θα μπορείς να πληρώνεις για το δικό σου αυτοκίνητο; Ότι ο χρόνος μπορεί να κυλήσει σύντομα τόσο πίσω, ώστε αυτοκίνητο να διαθέτουν πλέον μόνο λίγοι; Ότι είναι σχεδόν σίγουρο πως όταν μεγαλώσουν, δε θα είναι σε θέση να προμηθευτούν το δικό τους, όσο τίμια κι αν εργαστούν, όσο δουλευταράδες κι αν γίνουν;
«Αμάν με τις μαύρες σου σκέψεις», διαμαρτύρεται η γυναίκα μου. «Πιες μια μπύρα να δροσιστείς και να ξεχάσεις». Πίνω μία αλλά δεν ξεχνώ. Στο μπουφέ της έκθεσης ψηλόλιγνα ξανθά κοριτσάκια, βγαλμένα λες κατευθείαν από περιοδικά ομορφιάς, προσφέρουν μπύρα με 3,00 ευρώ. Δώρο ένα ψάθινο καπελάκι.
Πώς να νιώθουν άραγε οι συμπολίτες μου που εδώ και καιρό «κατέβασαν» πινακίδες από τα Ι.Χ. τους, επειδή το κράτος σχεδόν ποινικοποιεί την ιδιοκτησία κινητών και ακινήτων; Τελικά, τι είναι το έρμο το αυτοκινητάκι; Τεκμήριο ενοχής ή είδος πολυτελείας;
Καμαρώνω όσους έχουν το μεράκι και συντηρούν παλιά μοντέλα. Μας ταξιδεύουν σε εποχές απονήρευτες, τότε που δεν έβαζε το μυαλό μας εφιάλτες με πρωταγωνιστές τεκμήρια και τέλη κυκλοφορίας. Δεν ξέρω αν θα ήθελα να μείνω καρφωμένος σε εκείνη την παλιά εποχή ή να ξυπνήσω στο παρόν αγκαλιά με ένα εκκαθαριστικό που βαραίνει στα χέρια σαν τη στήλη υδραργύρου στη χούφτα ενός γυμνασιόπαιδου. Το εκκρεμές του μυαλού είναι στιγμές που δε λέει να δώσει μιαν οριστική απάντηση.
Η πλατεία γέμισε κόσμο. Πολλοί φωτογραφίζονται δίπλα ή πάνω στη μηχανοκίνητη εκδοχή του παρελθόντος, φλας αναβοσβήνουν, επιφωνήματα θαυμασμού διαδέχονται το ένα το άλλο. Τα παιδιά γελούν και τρέχουν ανάμεσα σε ρόδες, γυαλισμένες σιδεριές και δερμάτινα καθίσματα. «Μπαμπά, ανέβασέ με πάνω στο μηχανάκι». Το μηχανάκι είναι μια ηλικιωμένη βέσπα σαν αυτή που οδηγούσε κάποτε ο πατέρας μου. Το τιμόνι μάς πέφτει λίγο μακριά και δεν το φτάνουμε. «Μη βιάζεσαι, μικρό μου αγγελούδι. Δεν είναι προνόμιο να μπορείς να σφίξεις στα χέρια σου το τιμόνι».
Αναρωτιέμαι: υπάρχει μήπως ανάμεσα στις λιμουζίνες και στα δίτροχα του χτες ένα παλιό μπακιρένιο λυχνάρι, σαν αυτά των παραμυθιών; Ένα λυχνάρι που θα με πάει πίσω. Στα χρόνια που η μηχανοκίνηση υποσχόταν ένα είδος απελευθέρωσης. Κι όχι ένα είδος αιχμαλωσίας.
Υ.Γ.: Παρά τον τόνο του πένθιμου εμβατηρίου οφείλω να ομολογήσω ότι οι υπεύθυνοι του ΑΡ.Σ.Ο.Ε. αξίζουν συγχαρητήρια. Πολλές φορές έχουν με τις πρωτοβουλίες τους ομορφύνει το μονότονο γκρίζο της πόλης και της ζωής μας. Μπορείτε να τους γνωρίσετε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου