Να μας ζήσει η πατρίδα
«Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός», ακούμε αυτές τις μέρες. Το πιο γνωστό, το κατεξοχήν μιλιταριστικό άσμα, θα βοηθήσει πάλι τη νεολαία μας να περάσει μπροστά από τους επισήμους με τον τρόπο που πρέπει η νεολαία μας να περπατά. Δηλαδή: ψηλά το κεφάλι, η ματιά προς το μέλλον αισιόδοξη, έξω το στήθος με καμάρι, μέσα η κοιλιά, τα χέρια τεντωμένα με σφιγμένη γροθιά και να φτάνει η αιώρησή τους μέχρι τους ώμους. Μετά θα περάσει ο στρατός, αλλά κανείς δεν τον κρίνει αυτόν. Η δουλειά του είναι να περπατά στρατιωτικά. Όλοι θα κρίνουν τη μαθητιώσα και τη σπουδάζουσα νεολαία, αυτήν θα ελέγξουμε αν παρελαύνει με στρατιωτικό παλμό και ύφος.
Αχ, ευτυχώς που όλα αυτά είναι στα ψέματα, εννοώ ότι τα εμβατήρια είναι για μια παρέλαση κι όχι για πόλεμο ή για κάτι άλλο. Γιατί εμένα μου φέρνουν στη σκέψη ένα πρωινό του Απρίλη του 1967, όταν στο ραδιόφωνο παιάνιζε η μπάντα της ΑΣΔΕΝ. Μα τότε δεν ήταν στ’ αστεία: τα τανκς που βγήκαν στους δρόμους εκείνη τη μέρα δεν έκαναν παρέλαση, δεν υπήρχε μοκέτα κόκκινη σε κάποιο βάθρο με επισήμους. Τα άρματα μάχης ανακάτεψαν την άσφαλτο της Πατησίων και σκόρπισαν στους πρωινούς περιπατητές την απορία πρώτα και μετά τον τρόμο. Εμείς από τότε κι ύστερα όποτε ακούμε εμβατήρια κάτι μας πιάνει, ένα σύγκρυο, μια ανατριχίλα, κάτι τέτοιο. Τώρα είμαι υποχρεωμένος να δω τα παιδιά μου να παρελαύνουν, να τα μαλώσω ίσως αν δεν έχουν σωστό βήμα, να τους φωνάξω να προσέχουν αν δω ότι κουβεντιάζουν στη γραμμή. Θέλω τα παιδιά μου στρατιώτες; Όχι! Μήπως πρέπει να είναι αυτά τα δωδεκάχρονα και τα δεκατριάχρονα ετοιμοπόλεμα; Όχι! Μήπως πρέπει να συνηθίζουν σιγά-σιγά στη στρατιωτική ζωή; Και πάλι όχι! Μήπως είναι κι αυτό ένα στοιχείο παιδείας, να τα υποχρεώνεις να περπατούν έτσι όπως περιέγραψα πιο πριν, για να αποκτά ίσως το κορμί τους ρυθμό και να αρμόζεται η κίνηση με τη μουσική; Μπορούν να το καταφέρουν αυτό και με άλλους τρόπους, με τη γυμναστική, με την κολύμβηση, με τον αθλητισμό γενικότερα. Μήπως αυτή η παρέλαση αποτελεί στοιχείο της παράδοσής μας, του πνεύματος που θέλουμε να εμφυσήσουμε στους νέους ανθρώπους, σπαρτιατικό ίσως ήθος και σκληρή εκπαίδευση; Κανείς δε θα συμφωνούσε μ’ αυτό! Μήπως χρειάζονται και οι παρελάσεις για να θυμόμαστε το παρελθόν, τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων; Αν συμφωνούμε σ’ αυτό, ότι δηλαδή με τις παρελάσεις τα παιδιά μας θυμούνται, η μνήμη του έθνους παραμένει με αυτές ζωντανή κι ανεξίτηλη, δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Θα μπορούσα όμως να σκεφτώ έναν σωρό άλλους τρόπους για να διατηρηθεί η μνήμη, για να μάθουν οι νέοι μας το παρελθόν μας. Τι σόι δάσκαλος είμαι αν δεν είχα τρόπους να μάθω στα παιδιά μας να σκέφτονται την πατρίδα τους και να την αγαπούν, να τιμούν τους προγόνους τους και να σέβονται τα ιδανικά για τα οποία εκείνοι πολέμησαν; Όμως, δεν κάνω μάθημα τώρα, μερικές ερωτήσεις θέτω για προβληματισμό.
Αυτό πάντως που θυμάμαι εγώ από τα μαθητικά μου χρόνια δεν είναι οι παρελάσεις, δεν είναι τα μαθήματα της Ιστορίας και η Πολιτική Αγωγή που διδασκόμασταν τότε, αλλά μια θερμή χειραψία του φιλολόγου μου που κόντεψε να μου ξεκολλήσει το χέρι και μια κουβέντα του. Ήταν 27 Οκτωβρίου του 1972. Ήμουν τότε στην τελευταία τάξη και μπαίνοντας στην αυλή του σχολείου για τη γιορτή πέρασα δίπλα του. Με σταμάτησε με το ένα του χέρι πάνω στον ώμο μου και μου άρπαξε το άλλο σφίγγοντάς το και λέγοντάς μου: «Να μας ζήσει η πατρίδα, Λεφτέρη μου», έτσι με είπε, με το μικρό μου όνομα, για πρώτη και τελευταία φορά. Και τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Αυτό ήταν το μεγάλο του μάθημα, η μεγάλη του ώρα. Δε θυμάμαι τίποτα άλλο απ’ αυτόν. Μόνο τα δακρυσμένα του μάτια, το φοβερό σφίξιμο στο χέρι και το μικρό μου όνομα να βγαίνει με έναν λυγμό από τα χείλη του. Να μας ζήσει η πατρίδα, Λεφτέρη μου.
Να μας ζήσει, να μας ζήσει, κύριε Νίκο, όπου και να ’σαι τώρα.
Να μας ζήσει, να μας ζήσει, κύριε Νίκο, όπου και να ’σαι τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου