Το καπηλειό του Μαρίνου, Ηρακλέους και Διομήδους γωνία (Γράφει η Μαίρη Κουλεντιανού)
11 Ιανουαρίου 2016
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΝΩΣΤΗ ΤΑΒΕΡΝΑ – ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ ΠΟΥ ΕΔΩΣΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΣΕ ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ…
της Μαίρης Κουλεντιανού –Γαλάνη
Φωτογραφίες: Aρχείο Γιώργου Παν. Μαρίνου
Φωτογραφίες: Aρχείο Γιώργου Παν. Μαρίνου
Θα σας μιλήσω για το ταβερνάκι του Μαρίνου, το μικρό καπηλειό, τις δόξες και τα μεγαλεία του. Όσα θυμάμαι και όσα άκουγα να λεν οι άλλοι…
Το 1894 ο Παναγιώτης Μαρίνος νοικιάζει από κάποιον Βαγενά ένα μαγαζί, στην οδό Ηρακλέους στο Άργoς και φτιάχνει ένα καπηλειό. Το 1897 το κλείνει και φεύγει εθελοντής να πολεμήσει τους Τούρκους στο τάγμα των Γαριβαλδινών. Στο τέλος του πολέμου επιστρέφει και ανοίγει το μαγαζί, όμως το 1912 το ξανακλείνει γιατί φεύγει εθελοντής στον Βαλκανικό Πόλεμο. Το 1914 άρχισε να δουλεύει ξανά. Εγώ τον Παναγιώτη Μαρίνο δεν τον γνώρισα. Γνώρισα τον γιο του, τον Γιώργο τον Μαρίνο, συνεχιστή του Καπηλειού και μετέπειτα θείο μου.
O ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΠΗΛΕΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ
Απ” όταν το θυμάμαι εγώ, δεν ήταν μόνο ταβερνάκι αλλά και μπακάλικο. Με τον μακρύ ξύλινο πάγκο του, που πάνω του θρόνιαζαν τα βάζα με τις καραμέλες, τα κουτιά με τις ρέγκες και τις σαρδέλες, ενώ από κάτω, τα σακιά στη σειρά, σαν μικρά ανθρωπάκια, με τα λογής-λογής όσπρια. Για να μπεις στο ταβερνάκι κατέβαινες δυο σκαλάκια. Δεξιά και αριστερά είχε δυο μεγάλα παράθυρα. Όπως έμπαινες, δεξιά, ήταν δύο σειρές από βαρέλια, τρία απάνω και τρία κάτω, θυμάμαι. Γεμάτα κοκκινέλι και ρετσίνα, και για όσους ήθελαν ροζέ θυμάμαι την κίνηση του θείου μου να μπερδεύει τα χρώματα. Από την μισή στην οκά, να ρίχνει το κρασί και από ψηλά να κάνει το χρώμα που ήθελε.
Αριστερά έβαζε τα λιγοστά τραπεζάκια.. Μεταλλικά, στρογγυλά και βαμμένα σκούρο πράσινο. Το καλοκαίρι τα έβγαζε έξω, αφού πρώτα κατάβρεχε τον χωμάτινο δρόμο να κάτσει η σκόνη. Και ένα γύρω μετά, έβαζε τις καρέκλες τις ψάθινες. Τι πειράζει αν σε μερικές είχε ξεφτίσει το ψαθί, λεπτομέρεια…
Το Καπηλειό ήταν στέκι των φτωχών μεροκαματιάρηδων και μερακλήδων, που, γυρνώντας το βράδυ από τη δουλειά, έκαναν στάση να πιουν ένα κατοστάρι κρασί, ξεροσφύρι τις πιο πολλές φορές, και με την γλυκιά του ζάλη να ξεχάσουν την κούραση της ημέρας και τα βάσανα της ζωής. Και συχνά ερχόταν το κέρασμα από τον Μαρίνο, -όπως δείχνει και η φωτογραφία- κατευθείαν από την νταμιτζάνα στο ποτήρι, σε τύπους όμορφους και γραφικούς, όπως ήταν και ο μπάρμπα-Κώστας ο Μάντρας, πιστός φίλος του Θεού Διόνυσου. Και γέμιζαν τα τραπέζια από γέρους και νιους, το ένα ποτήρι έφερνε το άλλο και δεν αργούσαν να έρθουν στο κέφι. Τότε έπιανε ο νιος το μπουζούκι και πλημμύριζε η γειτονιά από τον γλυκό του ήχο.
Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ (ΑΡΙΣΤΕΡΑ), ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΥΣ ΘΑΜΩΝΕΣ ΤΟΥ ΜΑΓΑΖΙΟΥ ΤΟΥ, ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΚΑΤΩ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ Ο ΜΙΜΗΣ.
Σαν μαγνήτης η μουσική και το τραγούδι μάς τραβούσε, μικρά παιδιά ήμασταν. Σταματούσαμε το παιχνίδι και μαζευόμασταν όλα μαζί σε μια γωνιά κατάχαμα. Ακούγαμε τις νότες που φάνταζαν στα παιδικά μας αυτιά σαν ήχοι σταλμένοι από τα ουράνια για να μας ταξιδεύουν στην ηρεμία και στην ξενοιασιά. Ώσπου, με μιας όλα χάνονταν όταν ακούγονταν οι φωνές των μανάδων μας που μας καλούσαν γιατί ήταν αργά και το πρωί είχε σχολείο.
Το πηγάδι
Δίπλα στο καπηλειό του Μαρίνου ήταν το πηγάδι του Δημόβαση, που όμως οι πιο πολλοί το ήξεραν ως το πηγάδι του Μαρίνου. Θυμάμαι που πηγαίναμε για νερό με τη μητέρα μου, μαζί με τις υπόλοιπες νοικοκυρές και με τους κουβάδες στο χέρι. Έπιαναν κάτι κουβέντες για τα νέα της γειτονιάς που τελειωμό δεν είχανε. Δεν έλειπαν και οι παρεξηγήσεις, όταν κάποια πήγαινε να πάρει τη σειρά της άλλης. Όλα όμως ξεχνιούνταν αμέσως και την επομένη όλες ήταν μαζί για να συνεχίσουν το κουτσομπολιό τους. Εμείς τα μικρά τσαλαβουτούσαμε στα νερά και προσπαθούσαμε να σηκώσουμε τον κουβά στα αδύναμα μικρά χέρια μας. Αφού φυσικά κατά τη διαδρομή το μισό είχε χυθεί στον δρόμο.
Τα παιχνίδια μας τα απογεύματα, το κυνηγητό και το κρυφτό πίσω από το πηγάδι. Με μάγουλα ξαναμμένα από το τρέξιμο πίναμε νερό να ξεδιψάσουμε. Θυμάμαι τις κοπελιές που κάθονταν στο πέτρινο μπαστούνι του πηγαδιού να συζητούν, ποιος ξέρει τι; Εμάς τα μικρά μας έδιωχναν να μην ακούμε τα μυστικά τους. Αλλά, βλέπαμε τα αγόρια να περνούν, να ανταλλάσσουν ματιές και να κρυφογελούν στα πειράγματά τους.
Τα χρόνια όμως περνούν. Με μια γρήγορη σκληράδα και παίρνουν μαζί τους πολλά. Έφυγε το πηγάδι, γκρεμίστηκε. Μαζί του όμως πήρε σκιρτήματα νεανικά, ατέλειωτους πόθους και ένα σωρό ιστορίες.
Και συνεχίζει η ανέμη της μνήμης να γυρνά όλο και πιο γρήγορα και το χέρι τρέχει πάνω στο χαρτί να προλάβει να τα γράψει όλα. Και φτάνω στην ημέρα του Αη-Γιάννη του Ριγανά και βλέπω τις κοπέλες να κρατούν τον καθρέπτη στα χέρια να σκεπάζουν το κεφάλι με μια μαντίλα στις 12 ακριβώς το μεσημέρι και να κοιτάζουν τον βυθό του πηγαδιού μέσα στο νερό. Έλεγαν ότι θα καθρεπτιζόταν αυτός που θα παντρεύονταν.
ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΠΗΛΕΙΟ, ΣΕ ΜΙΚΡΗ ΗΛΙΚΙΑ Η ΓΡΑΦΟΥΣΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΦΕΣΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ. ΠΙΣΩ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΝΤΕΦΙ ΚΑΙ ΔΙΠΛΑ Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ
Θυμάμαι τις Απόκριες. Τι ήταν αυτό! Το ταβερνάκι του Μαρίνου κατάμεστο από λογής-λογής κύκλους ανθρώπων. Τον θείο μου με την καρό ποδιά ζωσμένο στη μέση, με ένα πετσετόπανο κρεμασμένο να καθαρίζει τα τραπέζια και με τον δίσκο στα χέρια. Με τα ποτήρια, τα κατοστάρικα και τις μισάδες και το κρασί να ρέει άφθονο από τις κάνουλες των βαρελιών.
Κι εγώ να καμαρώνω στις φίλες μου γιατί ο θείος μου με άφηνε να κουρντίζω το γραμμόφωνο που ήταν πάνω στο περβάζι του δεξιού παραθυριού, να αλλάζω βελόνες και να βάζω τους δίσκους. Κι όχι μόνο αυτό: Η χαρά μου ήταν ανείπωτη καθώς η γιαγιά η Μήτσαινα που ήταν στο κουζινάκι και έφτιαχνε τους μεζέδες, μου εμπιστευόταν τον μύλο για να τρίβω το πιπέρι. Και μας ξετρέλαινε η μυρωδιά από το τηγανητό μπακαλιαράκι, που τηγάνιζε η γιαγιά μου. Ο χορός 5 κύκλους και εμείς να στριμωχνόμαστε και να μπερδευόμαστε με τους μεγάλους. Να χορεύουμε και να μην πατάμε στην γη.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΕ ΡΟΛΟ ΜΠΑΚΑΛΗ. ΤΟ ΚΑΠΗΛΕΙΟ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΤΑΒΕΡΝΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ
Να γελάμε, να κοιτάζουμε τον ουρανό και να βλέπουμε τα άστρα να λάμπουν και να μας ζαλίζουν με την λάμψη τους. Να γυρίζουν σαν μεθυσμένα και να χορεύουν μαζί μας κάτω από το φως του φεγγαριού. Κι αυτός ο ήχος του νταουλιού, ο μονότονος και ρυθμικός συνάμα, πώς έκανε τις παιδικές μας καρδούλες να χτυπούν περίεργα…
Και στα χέρια πέφτει άλλη φωτογραφία. Μας δείχνει Μεγάλη Παρασκευή, μικρούς και μεγάλους, κρατώντας πανέρια με πολύχρωμα χαρτιά κομμένα ομοιόμορφα σε τρίγωνα. Τα παιδιά κρατούσαν την καλούμπα και κολλάγαμε τα χαρτιά με κόλα της στιγμής (με αλεύρι και νερό). Και φυσικά οι χάρτινοι χρωματιστοί πολυέλαιοι, που με τόση τέχνη μας έφτιαχνε ο μπαρμπα-Γιώργης ο Μαρίνος. Καθόταν έξω από το μαγαζί, δίπλα στο τραπέζι που είχε στρώσει η θεία με το κάτασπρο κεντητό τραπεζομάντιλο, με τα κεριά και τις λαμπάδες της Αναστάσεως. Και παραδίπλα το τραπέζι με τα Σαρακοστιανά.
ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΛΙΓΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΣΩΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΠΟΥ ΑΠΑΘΑΝΑΤΙΖΕΙ ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΤΑΒΕΡΝΑΣ. ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ, ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΕΣ, Η ΠΑΡΕΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΕΙ ΕΧΟΝΤΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΗΣ ΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΗ
Εποχές όμορφες, εποχές περασμένες, ανεξίτηλα όμως φωλιασμένες στην μνήμη μου. Ίσως γιατί τότε όλα ήταν διαφορετικά και καλύτερα. Μια γουλιά κρασί ήταν ικανή να ξεδιψάσει όλους τους καημούς και να γεμίσει αισιοδοξία την ψυχή και κουράγιο για την επόμενη μέρα επιβίωσης. Οι άνθρωποι, αυτοί που πάλευαν με νύχια και με δόντια για το μεροκάματο, για να τα φέρουν πέρα και να ζήσουν ολόκληρες οικογένειες , είχαν στα μάτια τους μια φλόγα που δεν κατόρθωναν τα βάσανα να την σβήνουν. Έκαιγε ζωντανή, αφού προερχόταν από καρδιές που είχαν μέσα τους αποθέματα τρομερών δυνάμεων. Ήταν άνθρωποι ωραίοι, που όμως έφυγαν, μεταξύ αυτών και ο πατέρας μου.
Τα χρόνια περνούν, το ταβερνάκι αλλάζει χέρια, έρχεται στην τρίτη γενιά, στον εγγονό Παναγιώτη Μαρίνο, που συνέχισε να λειτουργεί το καπηλειό ανακαινισμένο αλλά παραδοσιακό. Κρατώντας στοιχεία που πρόβαλλαν την ιστορία του και με μοναδική διακόσμηση παλιές φωτογραφίες αλλοτινών εποχών και πίνακες φτιαγμένους από το μεράκι και την αγάπη του ιδίου του συνεχιστή. Με ποικιλία μεζέδων και πάντα γεμάτο από φίλους που τους άρεσε το καλό κρασί, η καλή παρέα και η όμορφη μουσική.
Ο ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ ΤΑΚΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΙ ΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ, ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΞΙΟΣ ΣΥΝΕΧΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΠΗΛΕΙΟΥ, ΜΕ ΤΟ ΤΡΙΚΥΚΛΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ
Ένας κόμπος μου κάθεται στο λαιμό. Προσπαθώ να σταματήσω την ανέμη να γυρίζει. Το καταφέρνω. Έρχομαι στο παρόν και αναρωτιέμαι: Τι έχει μείνει από όλα αυτά; Έρχεται μια στιγμή και πάει. Λες και ζήλεψε η κακιά μάγισσα το κέφι, τις χαρές, που μοίραζε για έναν ολόκληρο αιώνα το ταβερνάκι και έφερε το κακό. Ήταν απόγευμα του Μάη, η φύσις μοσχοβολούσε και τα πουλιά κελαηδούσαν. Και έπαψαν με μιας και ο ήλιος χάθηκε, τον έπνιξαν οι καπνοί και τα λουλούδια έγειραν από την λάμψη της φωτιάς. Ανεξήγητο πώς, γυρίζοντας από το πατρικό του ο Παναγιώτης Μαρίνος βλέπει το ταβερνάκι τυλιγμένο στις φλόγες.
Προσπάθησαν, δεν μπόρεσαν να το σώσουν. Κάηκαν δόξες, κάηκαν όνειρα, μα ο εγγονός δεν το βάζει κάτω. Κάνει αγώνα, βρίσκει εμπόδια, ξαναχτίζει ένα μέρος του, που βέβαια δεν ήταν αρκετό για να καλύψει τις βασικές βιοποριστικές του ανάγκες. Τον πολεμούν όμως και τελικά κλείνει.
Ο Γιώργος Μαρίνος έφυγε από την ζωή χωρίς να μάθει ποτέ ότι κάηκε το ταβερνάκι, του το έκρυψαν.
Και εσύ που διάβασες αυτές τις γραμμές, αν σε φέρει ο δρόμος σου στην οδό Ηρακλέους και Διομήδους γωνία, θα δεις το ταβερνάκι να στέκει σιωπηλό, σκοτεινό και μόνο. Θυμήσου και ζήσε μια από τις στιγμές του. Είναι και αυτό ένα απομεινάρι από το Άργος που χάνεται.
Υ.Γ.1: Αξίζει να αναφέρω για την ιστορία ότι το Καπηλειό έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο ως οίκημα και ως χρήση.
Υ.Γ.2: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ματιές στην Αργολίδα», Τεύχος 5, Οκτώβριος 2001.
Υ.Γ.2: Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ματιές στην Αργολίδα», Τεύχος 5, Οκτώβριος 2001.
ομολογώ οτι συγκινήθηκα!!!!ήμουν τακτικός θαμώνας επί εποχής Τάκη.
ΑπάντησηΔιαγραφήομολογώ οτι συγκινήθηκα!!!!ήμουν τακτικός θαμώνας επί εποχής Τάκη.
ΑπάντησηΔιαγραφή