Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Ένας ασθενής στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου

19 Statue of god Asclepius
του Κωνσταντίνου Χ. Τζιαμπάση (αρχαιολόγου)
Ο Μάρκος Ιούλιος Απελλάς ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, νοικοκύρης. Ζούσε σε μια μικρή πόλη της Μικράς Ασίας, την Ιδριάδα, κοντά στα Μύλασα.
Κοιτούσε το σπίτι του, την οικογένειά του, δεν πολυανακατευόταν με τα πολιτικά, αγαπούσε την καλή παρέα και το καλό φαγητό. Θα έλεγε κανείς πως ήταν ευτυχής, αλίμονο όμως, ο Απελλάς ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος. Υπερευαίσθητος μάλλον. Εδώ και πολύ καιρό τον ταλαιπωρούσαν διάφορες ασθένειες, πάθαινε όλο μικροατυχήματα, κυρίως όμως τον βασάνιζαν δυσπεψίες. Δοκίμαζε διάφορες θεραπείες των γιατρών, αλλά δεν έβρισκε ίαση. Δεν τους είχε βέβαια και μεγάλη εμπιστοσύνη. Με τα μαντζούνια που του έδιναν επιδείνωναν την κατάστασή του και το χειρότερο δεν έπαιρναν στα σοβαρά τις τόσες ευαισθησίες του. Τι ήξεραν αυτοί. Κομπογιαννίτες πρακτικοί γιατροί, μόνο η αμοιβή τους ένοιαζε.
Μόνο καταφύγιο του Απελλά απέμενε ο μέγιστος ιατρός, ο θεός Ασκληπιός. Μόνον εκείνος θα έδινε την απαραίτητη προσοχή στις τόσες του αδιαθεσίες. Μόνον εκείνος θα έδειχνε κατανόηση στο μαρτύριο ενός ανθρώπου που δεν μπορούσε πια να απολαύσει ούτε ένα γεύμα, όσο λιτό κι αν ήταν, χωρίς να βαρυστομαχιάσει -πράγμα που του δημιουργούσε τρομερά μεγάλο εκνευρισμό.
Ο Ασκληπιός ήταν σημαντικός θεός και λατρευόταν σε πολλά ιερά του αρχαίου κόσμου. Τα διασημότερα ήταν αυτό της Επιδαύρου, των Αθηνών, της Τρίκκης, της Κω και της Περγάμου. Ο Απελλάς έβλεπε ήδη τον θεό στον ύπνο του συχνά να του δίνει δύναμη και κουράγιο. Είχαν αναπτύξει πια πολύ στενή σχέση.
Ο ίδιος ο Ασκληπιός τον συμβούλευσε να κάνει προσκύνημα στην Επίδαυρο να βρει την υγειά του. «Θεούλη μου, να μην έρθω καλύτερα στην Πέργαμο ή στην Κω που είναι πιο κοντά;» Ο Ασκληπιός ήταν κάθετος «στην Επίδαυρο θα έρθεις, εκεί θα σε περιμένω». Το ταξίδι με το πλοίο ήταν μια αφάνταστη ταλαιπωρία για την κλονισμένη υγεία του Απελλά. Βουνίσιος αυτός, δεν άντεχε με τίποτα τους κλυδωνισμούς του καραβιού. Άσε που κάθε γεύμα ήταν ένα μαρτύριο. Είχε βαρεθεί να τρώει μπαγιάτικο ψωμί, παστό ψάρι και ξερά σύκα. Λαχταρούσε η ψυχούλα του ορτύκια τηγανητά με μπόλικη σαλτσούλα. Τον έπιαναν τα νεύρα του όσο δεν έβλεπε να φτάνουν και τα έβαζε με τους ναύτες, όλη μέρα τους ρώταγε πότε θα φτάσουν. Ακόμη όμως και μέσα στο καράβι ο θεός δεν τον εγκατέλειψε. Καθώς περνούσαν από την Αίγινα ήρθε στον ύπνο του και του είπε «Απελλά, κάνε υπομονή, μην έχεις τόσα νεύρα». Και μόλις έφτασε στην Επίδαυρο, πάλι ο θεός τον συμβούλεψε «μην ξεχάσεις να φορέσεις αδιάβροχο». Και πράγματι, έβρεχε δύο μέρες. Είναι μετά να μην πιστεύεις;
Στο Ασκληπιείο ο Απελλάς έκανε κατά γράμμα ότι τον πρόσταζε ο θεός. Ήταν αποφασισμένος να ξανακερδίσει την χαμένη του υγεία. Είχε βέβαια και κάποιες αναποδιές η θεραπεία του, αλλά στο τέλος όλα πήγαν καλά. Φεύγοντας, ως όφειλε, δεν ξέχασε να αφηγηθεί την πορεία της ίασής του, να την καταγράψει λεπτομερώς στο μάρμαρο να την διαβάσουν κι άλλοι. Είχε μείνει στο ιερό πάνω από εννέα μέρες. Το ταξίδι της επιστροφής ευτυχώς του φάνηκε συντομότερο.
Το κείμενο λέει τα εξής:
Όταν ήταν ιερέας ο Πόπλιος Αίλιος Αντίοχος, εγώ ο Μάρκος Ιούλιος Απελλάς, από την Ιδριάδα κοντά στα Μύλασα, προσκλήθηκα από το θεό, διότι πολύ συχνά έπεφτα άρρωστος και υπέφερα από δυσπεψίες. Μάλιστα κατά την διάρκεια του ταξιδιού με το πλοίο, στην Αίγινα, μου έδωσε την οδηγία να μην εξοργίζομαι πολύ. Και όταν έφτασα στο ιερό μου έδωσε την οδηγία επί δύο μέρες να έχω το κεφάλι μου καλυμμένο γιατί τις μέρες αυτές έβρεχε.
Μου είπε να τρώω τυρί και ψωμί και σέλινο με μαρούλι, να λούζομαι μόνος μου, να τρέχω, να γυμνάζομαι, να παίρνω λεμονόκουπες και να τις μουσκεύω σε νερό, να τρίβομαι στον τοίχο του βαλανείου κοντά στις «ακοές» (*σημείο του ιερού όπου θα ακούγονταν απόκοσμες φωνές), να κάνω περίπατο στην άνω στοά, να κάνω ασκήσεις αιώρησης, να πασαλείβομαι με λάσπη, να περπατάω ξυπόλητος, πριν μπω στο θερμό λουτρό του βαλανείου να περιχύνομαι με κρασί, μόνος μου να κάνω λουτρό και να δίνω μια Αττική δραχμή στον λουτράρη, να θυσιάσω από κοινού στον Ασκληπιό, την Ηπιόνη και τις Ελευσίνιες θεές, να τρώω γάλα με μέλι. Και μια μέρα που ήπια μόνο γάλα, μου είπε «βάλε και μέλι στο γάλα για να μπορέσει να διαπεράσει».
Κι όταν προσευχήθηκα στο θεό πιο γρήγορα να με γιατρέψει, είδα λέει ότι περπατούσα έξω από το άβατο κατά τις «ακοές» αλειμμένος με σινάπι και αλάτι και με οδηγούσε ένα αγοράκι που κρατούσε θυμιατήριο που κάπνιζε και ο ιερέας μου είπε «έχεις θεραπευθεί, αλλά πρέπει να πληρώσεις την αμοιβή του γιατρού». Και έκανα πράγματι αυτά που είδα, και όταν αλείφτηκα με το υγρό σινάπι και το αλάτι με έπιασε πόνος, όταν όμως πλύθηκα μου πέρασε. Αυτά όλα μέσα σε εννέα μέρες από τότε που ήρθα. Ο θεός με άγγιξε στο δεξιό μου χέρι και στο στήθος και την επόμενη μέρα καθώς έκανα θυσία η φλόγα αναπήδησε και μου έκαψε το χέρι και έβγαλα φλύκταινες. Όμως μετά από λίγο το χέρι μου γιατρεύτηκε. Καθώς επέμεινα, μου είπε για τον πονοκέφαλο να παίρνω άνηθο με λάδι. Δεν με πονούσε συνήθως το κεφάλι, αλλά επειδή είχα μελετήσει φιλολογικά έπαθα πλήρωση του εγκεφάλου.
Χρησιμοποιώντας το λάδι απαλλάχτηκα από την κεφαλαλγία. Μου είπε επίσης να κάνω γαργάρες με κρύο νερό για τη σταφυλή μου –γιατί και γι' αυτό παρακάλεσα το Θεό- και το ίδιο για τις αμυγδαλές μου. Μου έδωσε τέλος την οδηγία να τα καταγράψω όλα αυτά. Αναχώρησα γεμάτος ευγνωμοσύνη και κερδίζοντας την υγεία μου".
Εικ.1: Ρωμαϊκό Άγαλμα του Ασκληπιού, Αρχαιολογικό Μουσείο Επιδαύρου.
Εικ.2: Η επιγραφή του Μάρκου Ιουλίου Απελλή, που δημοσιεύτηκε το 1883 και χρονολογείται το 2ο αι. μ.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Επιδαύρου)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου