Εδώ Άργος: Η Ελένη των λιμνών
Σε ποιον ανήκουν αυτά τα χέρια; Ας μη σπαζοκεφαλιάζουμε για πράγματα που δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία. Κι ας στραφούμε σε κάτι που ίσως αξίζει περισσότερο από όσο ζυγίζει η ανάλαφρη περιέργειά μας. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι τα χέρια αυτά ανήκουν σε μια γυναίκα. Ας την ονομάσουμε Ελένη. Και ας πούμε ότι είναι περίπου 47 φθινοπώρων.
Εκεί, στα μέρη της ορεινής Στυμφαλίας – πολύ μα πολύ κοντά στο πολυδίψιον Άργος – βαδίζει τη ζωή της ψηλαφώντας ένα πεπρωμένο με χαρές και λύπες, όπως όλοι μας. Η Ελένη έχει οικογένεια, σύζυγο και τρία παιδιά. Σπουδαγμένα και τα τρία. Το ένα μάλιστα το πάντρεψε πρόσφατα. Η Ελένη δεν ξέρει από τεχνολογία. Κι ούτε νοιάζεται να μάθει. Το κείμενο που γράφτηκε γι’ αυτήν στο protagon, θα της το μεταφέρουν πιθανότατα τα παιδιά της τυπωμένο σε ένα χαρτί, για να το διαβάσει απόψε το βράδυ κάτω από την κληματαριά. Δεν πίνει espresso ούτε γνωρίζει τις αμέτρητες ποικιλίες του. Δεν ονειρεύεται διακοπές κάθε καλοκαίρι, γαλάζιες ακτές και αναπαυτικές ξαπλώστρες κάτω από τον ήλιο. Χαίρεται οπωσδήποτε τη ζωή της αλλά έχει μάθει να την εκτιμά μέσα από το οξύ καλειδοσκόπιο του μόχθου. Και κυρίως, δεν πλάθει τα καρβέλια της πάνω από όσο της επιτρέπει ο φούρνος της…
Μπορεί, επομένως, η Ελένη να μην είναι πολύ… «εκμοντερνισμένη», έτσι όπως ίσως θα επιθυμούσαν τα ιλουστρασιόν περιοδικά που σερβίρουν γκλαμουριά με το τσουβάλι. Μπορεί να μην τη βλέπεις στις καφετέριες να σκοτώνει την ώρα της δίπλα σε μισογεμάτα ποτηράκια αφεψημάτων ή σε εκδρομικά λεωφορεία να χασμουριέται από την πλήξη σουλατσάροντας από μουσείο σε μουσείο. Ωστόσο, η Ελένη κρύβει μέσα της έναν θησαυρό – κι ας μην το γνωρίζει με απόλυτη ακρίβεια.
Ξυπνάει πρωί κάτω από τη σκέπη της Κυλλήνης, οδηγεί τα ζώα για βοσκή, τρέχει στο χωράφι, κορφολογεί τους βλαστούς, μαζεύει καρπούς, ξεβοτανίζει, λιπάρει, ραντίζει, σκαλίζει, σακιάζει, τελαρώνει, στέκεται να πάρει μια ανάσα. Γυρίζει σπίτι, τρώει δυο μπουκιές, πλένει, καθαρίζει και επιστρέφει στο χωράφι. Συγκεντρώνει με τον άντρα της τα καφάσια που την άλλη μέρα θα πάνε με το αγροτικό αυτοκίνητο στη λαϊκή αγορά, στα παράλια του Κορινθιακού. Το κοπάδι επιστρέφει, αρμέγει, συλλέγει το γάλα, αυτό που θα πουληθεί κι αυτό που θα βαστήξει για τυρί, μυζήθρα κ.λπ.
Λίγο πριν βραδιάσει, ακούγεται η παλιά μηχανή από το αγροτικό που ανηφορίζει τον δρόμο του χωριού. Όταν μπαίνει στην αυλή, παίρνει μια βαθιά ανάσα. Την υποδέχονται οι ηλικιωμένοι γονείς της και τα πιστά της σκυλάκια, ο Μπούμπι και η Κλαίρη. Διστάζεις να της μιλήσεις. Θα είναι, λες, πτώμα από την κούραση. Μα μόλις σε αντιλαμβάνεται, χαράζει στο πρόσωπό της ένα αστραφτερό χαμόγελο που καθρεφτίζεται στο μισοσκόταδο πέρα ως τη λίμνη. Πάντα έχει έναν καλό λόγο να σου πει. Απλόχερα σε φιλεύει ζαρζαβατικά από το περιβόλι. Παρά την καθημερινή εξουθένωση δεν βαρυγκωμάει, δηλώνει ευτυχισμένη. Ο κάμπος της Στυμφαλίας είναι αρκετός, για να χωρέσει τους καημούς και τα όνειρά της.
Ξέρω τι σκέφτεστε: υπάρχουν αναρίθμητες γυναίκες σαν την Ελένη που περιγράφεται εδώ. Ναι, ευτυχώς υπάρχουν. Η πραγματική μας δύναμη – όση μας έχει απομείνει – δε βρίσκεται στις γυαλιστερές λιμουζίνες, στις πλαζ και στις εσώκλειστες πισίνες, που λίγο πολύ κάθε ρημαγμένος συμπατριώτης μας λαχτάρησε, ακόμα και τούτο το καλοκαίρι της απελπισίας. Η πραγματική μας δύναμη βρίσκεται σε εκείνα τα χώματα που ποτίζει ο ιδρώτας της Ελένης – και της κάθε Ελένης. Αν θέλουμε να διδαχτούμε άκαμπτη υπομονή, αληθινή παραγωγική ικανότητα και εσωτερικό μεγαλείο, μπορούμε να σκύψουμε με ευλάβεια πάνω στα χνάρια της. Στα χνάρια της Ελένης. Της Ελένης των λιμνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου