Εδώ Άργος: Κυνηγώντας τις μέλισσες
Στην καρδιά του Φθινοπώρου. Αμέριμνες διαδρομές οδηγούν τα βήματά μας στο Κεφαλάρι Κορινθίας (παλιά ονομασία του χωριού ήταν το Ντούσια). Στα 750 μέτρα υψόμετρο, χτισμένο σε μια πλαγιά του όρους Ζήρεια ή Κυλλήνη. Μικρό ορεινό χωριό, από αυτά που οι κάτοικοί τους τον χειμώνα δεν ξεπερνούν τις μερικές εκατοντάδες ψυχές. Με αυτοκίνητο η διαδρομή από το Άργος δεν ξεπερνά τη μία ώρα περίπου.
«Τι γυρεύεις εδώ; Τι ψάχνεις να βρεις τόσα μέτρα πάνω από τη θάλασσα και τόσο κοντά σε μια κορφή που σε λίγους μήνες θα σε ατενίζει χιονοσκέπαστη και απρόσιτη, όσο ποτέ;»
Ηρεμία. Δε θέλω να σκέφτομαι, για λίγο, τίποτα. Δε θέλω να σκέφτομαι τους δυσβάστακτους φόρους που με κυνηγούν σαν τα μυθολογικά τέρατα που μάκρυναν το ταξίδι του Οδυσσέα. Δε θέλω να σκέφτομαι το άγ(χ)ος της απόλυσης που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας και σφραγίζει με τον πιο επαίσχυντο τρόπο το πεπρωμένο της γενιάς μας. Δε θέλω να σκέφτομαι τις άσχημες μέρες που θα ξημερώσουν στα παιδιά μας που τώρα παίζουν αμέριμνα στην αυλή κυνηγώντας μέλισσες από λουλούδι σε λουλούδι. Δε θέλω να σκέφτομαι το παρανοϊκό αιματοκύλισμα των συμπατριωτών μου ανάμεσα στη Σκύλλα του δογματισμού και στη Χάρυβδη της βίας. Δε θέλω, τέλος πάντων, να σκέφτομαι τη ζοφερή καθημερινότητα της πόλης με τις ατέλειωτες έγνοιες, το άγχος και την τρεχάλα για κάτι που ποτέ δεν απέκτησε ανάγλυφη, απτή φυσιογνωμία – τόσο που ποτέ μας δε μάθαμε για τι ακριβώς επρόκειτο.
Περπατώ στα δρομάκια του χωριού μέρα μεσημέρι. Δεν κουνιέται φύλλο. Δεν ακούγεται ο παραμικρός θόρυβος. Μονάχα ο ήχος των πατημασιών ενός ξένου. Από το πιο ερειπωμένο σπίτι ως τον κεντρικό πλάτανο της πλατείας (ηλικίας άνω των 130 ετών, αληθινό μνημείο της φύσης), τίποτα δε δείχνει να ενοχλείται από την παρουσία μου. Μόνο το απόγευμα η εγκαταλειμμένη παιδική χαρά θα αντηχήσει από το γέλιο των λιγοστών παιδιών και το μικρό καφενεδάκι θα χωρέσει τους μετρημένους στα δάχτυλα γέροντες. Το οξύμωρο είναι πως ο κόσμος μαζεύεται όχι στην πλατεία, κάτω από τον πελώριο πλάτανο αλλά λίγα μέτρα πιο πέρα, κάτω από μια κληματαριά. Έμαθα, χωρίς να το επιβεβαιώσω, ότι η τοπική επισκοπή δεν επιτρέπει κοσμικού χαρακτήρα συγκεντρώσεις δίπλα στην εκκλησία…
Τα πρωινά οι περισσότεροι κάτοικοι σε παραγωγική ηλικία εργάζονται στον κάμπο. Αλήθεια, πού βρέθηκε κάμπος σε τέτοιο υψόμετρο; Αμέτρητοι τόνοι ζαρζαβατικών καταλήγουν κάθε χρόνο στις αγορές της πρωτεύουσας. Λιγότεροι ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία. Το παλιό σχολείο του χωριού ανακαινίστηκε το καλοκαίρι αλλά παραμένει άδειο.
Στα μποστάνια των σπιτιών που κατοικούνται ακόμα, τα ανθισμένα μπουμπούκια προσφέρουν μερικές ανακουφιστικές εικόνες μικροσκοπικού φυσικού μεγαλείου. Κοιτάζω τώρα και ξανακοιτάζω τις φωτογραφίες στο γραφείο, στο Άργος. Τα παιδιά λένε πως θυμούνται ότι κάπου εκεί μέσα κρύβονταν οι μέλισσες. Δυσκολεύομαι να τους πω ότι κάπου εκεί μέσα κρύβεται και η δική μας κουτσή ελπίδα για μια άλλου είδους ανθοφορία στις καταποντισμένες ζωές μας. Όταν έφυγα, στο σακίδιο πήρα για φυλαχτό δυο βαζάκια ελατίσιο μέλι και μερικές πλάκες σαπούνι. Γιατί η γλύκα του μελιού κατανικά την πίκρα της διάψευσης και το σαπούνι ξεπλένει βαθιά από τις ενοχές μας.
«Τι, τέλος πάντων, γύρευες εκεί πάνω;»
Δεν ξέρω να σου πω ακριβώς. Ξέρω μόνο ότι αυτό που βρήκα, ήταν τόσο γενναιόδωρο, ώστε αρκούσε και με το παραπάνω η αναζήτηση. Αν αύριο-μεθαύριο στέκομαι ακόμα ορθός, θα ξαναπάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου