Θεοδόσιος Μαυρόγιαννης
Αγαπημένη διατροφική συνήθεια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού έχει γίνει το ελληνικό γιαούρτι τα τελευταία χρόνια. Επιτυχία που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι μεγάλες πολυεθνικές εντάσσουν η μία μετά την άλλη στο δυναμικό τους σειρές προϊόντων με την επωνυμία «Greek yogurt», αλλά και ελληνικές εταιρείες κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην αμερικανική αγορά. «Πώς είναι όμως πραγματικά το ελληνικό παραδοσιακό γιαούρτι;»αναρωτήθηκε η αρθρογράφος του περιοδικού «New Yorker» Ρεμπέκα Μιντ, η οποία θέλησε να το διαπιστώσει το καλοκαίρι στη διάρκεια των διακοπών της στη χώρα μας.
Οπως μαρτυρεί το άρθρο της, στη μικρή οικογενειακή μονάδα του κ. Θεοδόσιου Μαυρόγιαννη στο χωριό Καρυά της Αργολίδας απόλαυσε το καλύτερο γιαούρτι που έχει δοκιμάσει ποτέ. «Δροσερό, γλυκό, με ήπια γεύση και υφή σαν αυτή της πανακότας, που κρατάει το σχήμα της σαν ένα πολύ μαλακό ζελέ, αλλά παραμένει κρεμώδες στο στόμα» περιγράφει χαρακτηριστικά τη γευστική εμπειρία της η δημοσιογράφος, συγκρίνοντάς το με το «στραγγιστό» γιαούρτι που κυκλοφορεί στην Αμερική. Τι κάνει λοιπόν τόσο ξεχωριστό το γιαούρτι της Καρυάς;

«Το σημαντικότερο για να φτιάξει κανείς καλό παραδοσιακό γιαούρτι, όπως και τυρί, είναι να έχει καλές πρώτες ύλες. Εμείς κάνουμε και κάτι ακόμη· φτιάχνουμε το γιαούρτι με το μάτι και όχι με το θερμόμετρο, όπως κάνουν οι βιομηχανίες»
 λέει στο «Βήμα» ο κ. Μαυρόγιαννης, γιος κτηνοτρόφου ο ίδιος και με εμπειρία ως εργαζόμενος σε τυροκομεία της περιοχής από το 1985. Πριν από έξι χρόνια πήρε την απόφαση να στήσει τη δική του μονάδα με όπλο τα μυστικά που είχε μάθει τόσα χρόνια, αλλά και το μεράκι όλης της οικογένειας για τα παραδοσιακά γαλακτοκομικά προϊόντα που δεν περιλαμβάνουν σταθεροποιητές και συντηρητικά.
Σήμερα εφοδιάζει τα δύο καταστήματα που διατηρεί η οικογένεια, ένα στο Αργος, όπου εργάζεται η σύζυγός του, και ένα στην περιοχή του Βύρωνα στην Αθήνα, το οποίο κρατούν οι δύο γιοι του, με την επωνυμία Γαλακτοκομικά Καρυάς. Ενας ακόμη γιος είναι καθημερινά δίπλα του στην παραγωγή. «Ξεκινήσαμε με ένα μικρό δάνειο, χωρίς κρατικές επιδοτήσεις, αλλά και με πολλή προσωπική δουλειά. Βάλαμε μόνοι μας τα πλακάκια, τις γυψοσανίδες, φτιάξαμε τη μάντρα» περιγράφει ο ίδιος, ανακουφισμένος που σήμερα δεν έχει στην πλάτη του δάνεια να τον βαραίνουν.
Η οικογένεια Μαυρόγιαννη αγοράζει γάλα από κτηνοτρόφους του χωριού και της ευρύτερης περιοχής, φροντίζοντας να έχει πάντα την καλύτερη πρώτη ύλη και στην εποχή της, όπως εξηγεί ο εμπνευστής μιλώντας στο «Βήμα». Ο παραγωγικός κύκλος σταματά γύρω στον Ιούνιο και ξεκινά πάλι τον Οκτώβριο, μόλις δροσίσει ο καιρός. Αυτό είναι και ένα από τα σχόλια της δημοσιογράφου του «New Yorker», η οποία, όπως γράφει χαρακτηριστικά, βλέποντας τα προϊόντα που «διαγκωνίζονται» στα ράφια των σουπερμάρκετ, δεν μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι το γιαούρτι έχει και αυτό την εποχή του.
Θα μπορούσε όμως μια παραγωγική μονάδα, όπως αυτή στην Καρυά, να εφοδιάσει περισσότερα καταστήματα ή να προχωρήσει σε εξαγωγές; «Για εμάς ακόμη και ο διπλασιασμός της δυναμικότητας θα απαιτούσε σχεδόν διπλάσιες εγκαταστάσεις, αλλά και προσωπικό που τώρα δεν χρειαζόμαστε» τονίζει ο κ. Μαυρόγιαννης, επισημαίνοντας πως όταν κάποιος υπογράφει εμπορικές συμφωνίες δεν μπορεί να πει ότι τρεις μήνες το καλοκαίρι δεν έχει γιαούρτι ή τυρί γιατί τα ζώα δεν παράγουν γάλα. Υπάρχουν όμως, όπως επισημαίνει, και στην περιοχή της Αργολίδας αξιόλογα τυροκομεία μεγαλύτερης δυναμικότητας που συνεργάζονται με καταστήματα και σουπερμάρκετ, διατηρώντας βασικές αρχές των παραδοσιακών μεθόδων.
Φωτογραφία: Ο Θεοδόσιος Μαυρόγιαννης επί το έργον
Πηγή: tovima.gr/Γράφει η Όλγα Κλώντζα