Μαθητευόμενος
- Λεπτομέρειες
- Δημοσιεύτηκε στις 12 Μαρτίου 2014
Διήγημα του Γιώργου Ρούβαλη
- Με συγχωρείτε κύριε. Εδώ βρισκόταν το κοσμηματοπωλείο του Μαστορίκου;
- Του Μαστορίκου; Όχι, είναι λίγο πιο πάνω στο Μεγάλο Δρόμο, όπως ανεβαίνεις αριστερά.
- Ζει ο Μαστορίκος ή ο αδερφός του;
- Με συγχωρείτε κύριε. Εδώ βρισκόταν το κοσμηματοπωλείο του Μαστορίκου;
- Του Μαστορίκου; Όχι, είναι λίγο πιο πάνω στο Μεγάλο Δρόμο, όπως ανεβαίνεις αριστερά.
- Ζει ο Μαστορίκος ή ο αδερφός του;
- Έχουνε πεθάνει όλοι, κύριέ μου. Μόνον ο γιος του Περικλή ζει, που έχει και το μαγαζί. Εσείς ποιος είστε, αν επιτρέπετε;
- Α, που να στα λέω... Εγώ ήμουνα μαθητευόμενος του Περικλή το 52. Είμαι από τη Στεμνίτσα. Είχα έρθει να μάθω χρυσοχόος. Ο πατέρας μου είχε γνωρίσει παλιότερα στο στρατιωτικό το Περικλή και του είπε αυτός να του στείλει το γιο του να τον μάθει ρολογά.
- Μα ο Περικλής δεν ήταν ρολογάς. Κοσμηματοπώλης ήτανε. Ρολογάς ήταν ο αδερφός του ο Στέλιος, που είχε το άλλο μαγαζί στον ίδιο δρόμο.
- Καλά λες... Το θέμα είναι ότι εγώ ήρθα με κοντά παντελονάκια από το χωριό μου να μάθω τη τέχνη εδώ. Όλοι στη Στεμνίτσα με την αργυροχοϊα καταγινόμαστε.
- Μα περάστε, ελάτε μέσα, καθίστε κυρία μου, και σεις κύριε. Εγώ είμαι παρολίγον συνάδελφός σας, γιατί άρχισα να δουλεύω στο Στέλιο το 55. Κι από τότε, είμαι σταθερά εδώ, στο Μεγάλο Δρόμο, τώρα με δικό μου μαγαζί.
- Από το 55 ε; Δεν σε πρόλαβα. Εγώ μόνο δυο χρόνια έμεινα κι έφυγα γιατί δεν μάθαινα τίποτα. Όλο θελήματα με βάζανε να κάνω και να σκουπίζω .Βέβαια η κυρία ήταν καλή, μου έβαζε να φάω και κοιμόμουν σε μια σοφίτα που είχαν. Απελπίστηκα λοιπόν και σηκώθηκα και πήγα στο Γύθειο, σε άλλον μάστορα εκεί πέρα.
- Αυτός στην έμαθε τη τέχνη;
- Ναι δόξα τω Θεώ. Βέβαια δεν ήταν εύκολο να ανοίξεις μαγαζί δικό σου. Έφτυσα αίμα μέχρι να τα καταφέρω. Πήγα και δεκαπέντε χρόνια Αυστραλία κι όταν γύρισα έστησα δικιά μου επιχείρηση στο Ελληνικό, στην Αθήνα.
- Και δουλεύεις ακόμα;
- Όχι, τώρα είμαι συνταξιούχος. Το μισό χρόνο τον περνάμε στο Ελληνικό και τον άλλο μισό στη Στεμνίτσα. Σήμερα ήρθα με την κυρά με το λεωφορείο, μόλις τώρα φτάσαμε, να ξαναθυμηθώ τα νιάτα μου στ' Ανάπλι.
- Τι τη θέλεις την Αθήνα; Παράτα την Αθήνα και γύρνα στο χωριό σου να ησυχάσεις.
.Αλλά για πέσμου: Τις αδερφές των παιδιών, τις θυμάσαι;
- Πώς δεν τις θυμάμαι. Τη Γεωργία και την Ανθούλα, που είχε πάρει έναν αξιωματικό. Ζει η Γεωργία;
- Πέθαναν όλοι σου λέω, κανέναν δεν θα βρεις ζωντανό, παρά μόνο τον Παναγιώτη, το γιο του Περικλή, που είναι κι ο μόνος που έκανε παιδιά.
- Μα και ο Στέλιος έμαθα ότι πέθανε πριν δύο χρόνια... Αυτός ήταν γλεντζές και του άρεσαν οι γυναίκες, έπαιζε και χαβάγια στις παρέες.
- Καλός ήτανε, μάλαμα άνθρωπος όπως κι ο αδερφός του, εξαιρετικοί και οι δύο. Κι η γυναίκα του Στέλιου πέθανε πέρυσι, άτεκνη.
- Τι μου λες, αυτή η ωραία γυναίκα; Αυτή που τη λέγανε Βόλβο;
- Πάνε, πάνε όλοι σου λέω. Αφού κι εμείς σε λίγο για παρτέντζα ετοιμαζόμαστε. Εμένα που με βλέπεις είμαι 71 ετών.
- Όπως και νάναι, θα χαρώ πολύ να δω το γιο του Περικλή. Και μετά να τριγυρίσω παντού, να πάω στην παραλία, να κάνω βόλτα στο λιμενοβραχίονα, να ξαναδώ την Αρβανιτιά που κάναμε μπάνιο, να πάω στα καφενεία... Έχει αλλάξει πολύ το Ναύπλιο όμως, πολύ τουριστικό έγινε.
- Βέβαια, όλο το λεκανοπέδιο Αττικής εδώ μαζεύεται κάθε Σαββατοκύριακο και μας βρωμίζουν. Πού η παλιά ησυχία και ομορφιά του τότε. Πού οι παρέες στα ταβερνάκια., οι καντάδες στις όμορφες, τα τραγούδια στην ταβέρνα του Σαββούρα, στου Κατσεχάμου, στην Πρόνοια, Τώρα παντού σερβίρουν γύρο και κρέπες και πατάτες τηγανητές, το δε ψάρι, πανάκριβο στην παραλία. Και για να παρκάρεις, Γολγοθάς ολόκληρος. Εγώ με ποδήλατο κυκλοφορώ.
- Θέλω όλα να τα ξαναδώ, γι αυτό ήρθα ειδικά από την Αθήνα, θα μείνουμε όλη την ημέρα. Για πότε πέρασε η ζωή μας, χτες κιόλας ήμουνα δεκαπεντάρης και σήμερα στα εβδομήντα...
- Ανθρώπους, δεν θα γνωρίσεις κανέναν. Αφού εγώ είμαι ο μοναδικός που έχω απομείνει στο Μεγάλο Δρόμο από τότε. Κτίρια και μαγαζιά, ορισμένα είναι περίπου τα ίδια. Γύρω στις δέκα το πρωί ανοίγει και το κοσμηματοπωλείο ο γιος του Περικλή. Θα χαρεί κι αυτός να σε δει και να θυμηθεί πάλι τον πατέρα του.
- Λοιπόν, να πηγαίνουμε. Σ΄ευχαριστώ για τις πληροφορίες και να σαι καλά. Καλή υγεία.
- Να πάτε στο καλό. Καλή τύχη.
- Α, που να στα λέω... Εγώ ήμουνα μαθητευόμενος του Περικλή το 52. Είμαι από τη Στεμνίτσα. Είχα έρθει να μάθω χρυσοχόος. Ο πατέρας μου είχε γνωρίσει παλιότερα στο στρατιωτικό το Περικλή και του είπε αυτός να του στείλει το γιο του να τον μάθει ρολογά.
- Μα ο Περικλής δεν ήταν ρολογάς. Κοσμηματοπώλης ήτανε. Ρολογάς ήταν ο αδερφός του ο Στέλιος, που είχε το άλλο μαγαζί στον ίδιο δρόμο.
- Καλά λες... Το θέμα είναι ότι εγώ ήρθα με κοντά παντελονάκια από το χωριό μου να μάθω τη τέχνη εδώ. Όλοι στη Στεμνίτσα με την αργυροχοϊα καταγινόμαστε.
- Μα περάστε, ελάτε μέσα, καθίστε κυρία μου, και σεις κύριε. Εγώ είμαι παρολίγον συνάδελφός σας, γιατί άρχισα να δουλεύω στο Στέλιο το 55. Κι από τότε, είμαι σταθερά εδώ, στο Μεγάλο Δρόμο, τώρα με δικό μου μαγαζί.
- Από το 55 ε; Δεν σε πρόλαβα. Εγώ μόνο δυο χρόνια έμεινα κι έφυγα γιατί δεν μάθαινα τίποτα. Όλο θελήματα με βάζανε να κάνω και να σκουπίζω .Βέβαια η κυρία ήταν καλή, μου έβαζε να φάω και κοιμόμουν σε μια σοφίτα που είχαν. Απελπίστηκα λοιπόν και σηκώθηκα και πήγα στο Γύθειο, σε άλλον μάστορα εκεί πέρα.
- Αυτός στην έμαθε τη τέχνη;
- Ναι δόξα τω Θεώ. Βέβαια δεν ήταν εύκολο να ανοίξεις μαγαζί δικό σου. Έφτυσα αίμα μέχρι να τα καταφέρω. Πήγα και δεκαπέντε χρόνια Αυστραλία κι όταν γύρισα έστησα δικιά μου επιχείρηση στο Ελληνικό, στην Αθήνα.
- Και δουλεύεις ακόμα;
- Όχι, τώρα είμαι συνταξιούχος. Το μισό χρόνο τον περνάμε στο Ελληνικό και τον άλλο μισό στη Στεμνίτσα. Σήμερα ήρθα με την κυρά με το λεωφορείο, μόλις τώρα φτάσαμε, να ξαναθυμηθώ τα νιάτα μου στ' Ανάπλι.
- Τι τη θέλεις την Αθήνα; Παράτα την Αθήνα και γύρνα στο χωριό σου να ησυχάσεις.
.Αλλά για πέσμου: Τις αδερφές των παιδιών, τις θυμάσαι;
- Πώς δεν τις θυμάμαι. Τη Γεωργία και την Ανθούλα, που είχε πάρει έναν αξιωματικό. Ζει η Γεωργία;
- Πέθαναν όλοι σου λέω, κανέναν δεν θα βρεις ζωντανό, παρά μόνο τον Παναγιώτη, το γιο του Περικλή, που είναι κι ο μόνος που έκανε παιδιά.
- Μα και ο Στέλιος έμαθα ότι πέθανε πριν δύο χρόνια... Αυτός ήταν γλεντζές και του άρεσαν οι γυναίκες, έπαιζε και χαβάγια στις παρέες.
- Καλός ήτανε, μάλαμα άνθρωπος όπως κι ο αδερφός του, εξαιρετικοί και οι δύο. Κι η γυναίκα του Στέλιου πέθανε πέρυσι, άτεκνη.
- Τι μου λες, αυτή η ωραία γυναίκα; Αυτή που τη λέγανε Βόλβο;
- Πάνε, πάνε όλοι σου λέω. Αφού κι εμείς σε λίγο για παρτέντζα ετοιμαζόμαστε. Εμένα που με βλέπεις είμαι 71 ετών.
- Όπως και νάναι, θα χαρώ πολύ να δω το γιο του Περικλή. Και μετά να τριγυρίσω παντού, να πάω στην παραλία, να κάνω βόλτα στο λιμενοβραχίονα, να ξαναδώ την Αρβανιτιά που κάναμε μπάνιο, να πάω στα καφενεία... Έχει αλλάξει πολύ το Ναύπλιο όμως, πολύ τουριστικό έγινε.
- Βέβαια, όλο το λεκανοπέδιο Αττικής εδώ μαζεύεται κάθε Σαββατοκύριακο και μας βρωμίζουν. Πού η παλιά ησυχία και ομορφιά του τότε. Πού οι παρέες στα ταβερνάκια., οι καντάδες στις όμορφες, τα τραγούδια στην ταβέρνα του Σαββούρα, στου Κατσεχάμου, στην Πρόνοια, Τώρα παντού σερβίρουν γύρο και κρέπες και πατάτες τηγανητές, το δε ψάρι, πανάκριβο στην παραλία. Και για να παρκάρεις, Γολγοθάς ολόκληρος. Εγώ με ποδήλατο κυκλοφορώ.
- Θέλω όλα να τα ξαναδώ, γι αυτό ήρθα ειδικά από την Αθήνα, θα μείνουμε όλη την ημέρα. Για πότε πέρασε η ζωή μας, χτες κιόλας ήμουνα δεκαπεντάρης και σήμερα στα εβδομήντα...
- Ανθρώπους, δεν θα γνωρίσεις κανέναν. Αφού εγώ είμαι ο μοναδικός που έχω απομείνει στο Μεγάλο Δρόμο από τότε. Κτίρια και μαγαζιά, ορισμένα είναι περίπου τα ίδια. Γύρω στις δέκα το πρωί ανοίγει και το κοσμηματοπωλείο ο γιος του Περικλή. Θα χαρεί κι αυτός να σε δει και να θυμηθεί πάλι τον πατέρα του.
- Λοιπόν, να πηγαίνουμε. Σ΄ευχαριστώ για τις πληροφορίες και να σαι καλά. Καλή υγεία.
- Να πάτε στο καλό. Καλή τύχη.
Από τη συλλογή «Αναζητώντας την Σαλώμη», εκδ. Στοχαστής, 2010
http://argolika.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου