Αναζητώντας τους πρώτους κατοίκους του σπηλαίου Φράγχθι στην Αργολίδα.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με τη δρ. Κατερίνα Δούκα, ερευνήτρια, η οποία από το 2005 ασχολείται με την εξέλιξη και εφαρμογή της μεθόδου χρονολόγησης με ‘Ανθρακα-14 στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Η ίδια μελέτησε χάντρες από θαλάσσια όστρεα που βρέθηκαν στο σπήλαιο, αναπτύσσοντας και εφαρμόζοντας νέες μεθόδους ραδιοχρονολόγησης με άνθρακα 14.
«Μέχρι πρόσφατα, πολλοί ερευνητές πίστευαν ότι οι πρώτοι σύγχρονοι άνθρωποι δεν έφτασαν στον ελληνικό χώρο την ίδια περίοδο που εξαπλώθηκαν στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά πολύ αργότερα, έως και 10.000 χρόνια πιο μετά. Ο κύριος λόγος ήταν η απουσία ενδείξεων (π.χ. λίθινα εργαλεία, ίχνη κατοίκησης) και βέβαια η έλλειψη χρονολογημένων καταλοίπων, που να τοποθετούνται στη συγκεκριμένη περίοδο. Η χρονολόγηση των κατώτερων στρωμάτων στο Φράγχθι, όπως και η επανεξέταση των λίθινων εργαλείων και η ασφαλής καταχώρησή τους στην Ωρινάκια πολιτισμική φάση των αρχών της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου, μας επιτρέπουν να συνδέσουμε τους κατοίκους του σπηλαίου με αντίστοιχους πληθυσμούς που έχουν βρεθεί σε άλλα σημεία της Ελλάδας και του ευρωπαϊκού χώρου», εξηγεί.
Με τα καινούργια δεδομένα, η γνώση μας για τους πρώτους Homo sapiens της Αργολίδας διευρύνονται. «Γνωρίζουμε πλέον ότι οι πρώτοι σύγχρονοι άνθρωποι κατοίκησαν την περιοχή περίπου ταυτόχρονα με την υπόλοιπη Ευρώπη -περίπου πριν από 40.000 χρόνια- και με αυτά τα στοιχεία μπορούμε να υπολογίσουμε τους ρυθμούς εξάπλωσης των σύγχρονων ανθρώπων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, να τη συνδέσουμε με συγκεκριμένες κλιματολογικές συνθήκες και παλαιοπεριβάλλον και να επανεκτιμήσουμε τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ αυτών των φαινομενικά απομακρυσμένων πληθυσμών», συμπληρώνει.
Με τα καινούργια δεδομένα, η γνώση μας για τους πρώτους Homo sapiens της Αργολίδας διευρύνονται. «Γνωρίζουμε πλέον ότι οι πρώτοι σύγχρονοι άνθρωποι κατοίκησαν την περιοχή περίπου ταυτόχρονα με την υπόλοιπη Ευρώπη -περίπου πριν από 40.000 χρόνια- και με αυτά τα στοιχεία μπορούμε να υπολογίσουμε τους ρυθμούς εξάπλωσης των σύγχρονων ανθρώπων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, να τη συνδέσουμε με συγκεκριμένες κλιματολογικές συνθήκες και παλαιοπεριβάλλον και να επανεκτιμήσουμε τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ αυτών των φαινομενικά απομακρυσμένων πληθυσμών», συμπληρώνει.
Νεάντερταλ και έρευνες
Η ανακάλυψη στο Φράγχθι είναι πολύ σημαντική και για έναν ακόμη λόγο. Θα βοηθήσει τους ειδικούς, που προσπαθούν να κατανοήσουν καλύτερα ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα της προϊστορικής έρευνας: τους λόγους που οδήγησαν στην εξαφάνιση των Νεάντερταλ και στην επικράτηση του είδους μας.
Στο σπήλαιο υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι χρησιμοποιήθηκε και από τον εξαφανισμένο πρόγονό μας. Ένας μικρός αριθμός εργαλείων μαρτυρά την παρουσία ανθρώπων Νεάντερταλ στα κατώτατα στρώματα του σπηλαίου.
Ωστόσο, η έρευνα στα στρώματα αυτά, που βρίσκονται περίπου 10 μέτρα κάτω από την τωρινή επιφάνεια του σπηλαίου, τελείωσε πρώιμα όταν η ανασκαφική σκαπάνη χτύπησε τον υδροφόρο ορίζοντα -στη συγκεκριμένη περίπτωση τη στάθμη της θάλασσας που βρίσκεται λίγα μέτρα από το στόμιο του σπηλαίου. “Εικάζεται ωστόσο πως υπάρχουν περίπου 7- 8 μέτρα μη ανασκαμμένων επιχώσεων, όπου είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν περαιτέρω ίχνη της Μέσης Παλαιολιθικής και των ανθρώπων Νεάντερταλ”, τονίζει η ερευνήτρια.
Η έρευνα της κ. Δούκα στο Φράγχθι αφορά τα θαλάσσια όστρεα, ένα σημαντικό υλικό που μαζί με τα χερσαία όστρεα, δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για την προϊστορική τοπική οικολογία, το περιβάλλον και τις θερμοκρασίες των περιοχών που βρέθηκαν. “Συχνά όμως παραβλέπονται παρά το γεγονός ότι διατηρούνται εξαιρετικά στις μεσογειακές θέσεις. Για εμένα αποτελούν μοναδικά εργαλεία χρονολόγησης ενός αρχαιολογικού συνόλου. Τα όστρεα είναι κατάλοιπα οργανισμών που έζησαν ταυτόχρονα με τους αρχαϊκούς ανθρώπους, οι οποίοι τα περισυνέλεξαν, τα μετέφεραν και τα χρησιμοποίησαν για διαφόρους σκοπούς (διατροφή, κόσμηση, αποθήκευση, εργαλεία κλπ.) και στη συνέχεια τα εναπόθεσαν στα σπήλαια ή στις βραχοσκεπές όπου κατοικούσαν. Τα οστρέινα κοσμήματα από το Φράγχθι, μαζί με μια ακόμη χάντρα από το γειτονικό σπήλαιο της Κλεισούρας, αποτελούν τα αρχαιότερα κοσμήματα στον ελληνικό και ίσως τον βαλκανικό χώρο”, συμπληρώνει με έμφαση.
Η συγκεκριμένη έρευνα έφερε στο φως την αρχαιότερη (ανασκαμμένη) φάση κατοίκησης του σπηλαίου που χρονολογείται στις αρχές της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου, δηλαδή πριν από περίπου 40-35.000 χρόνια. Στα συγκεκριμένα στρώματα βρέθηκαν, εκτός από εργαλεία και κοσμήματα, οστά ζώων (κόκκινο ελάφι, άλογο, άγριο βόδι, αγριόγατα, λαγός), τα οποία οι κυνηγοί της εποχής σκότωσαν και μετέφεραν στο σπήλαιο ως τροφή.
Η συγκεκριμένη έρευνα έφερε στο φως την αρχαιότερη (ανασκαμμένη) φάση κατοίκησης του σπηλαίου που χρονολογείται στις αρχές της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου, δηλαδή πριν από περίπου 40-35.000 χρόνια. Στα συγκεκριμένα στρώματα βρέθηκαν, εκτός από εργαλεία και κοσμήματα, οστά ζώων (κόκκινο ελάφι, άλογο, άγριο βόδι, αγριόγατα, λαγός), τα οποία οι κυνηγοί της εποχής σκότωσαν και μετέφεραν στο σπήλαιο ως τροφή.
Στα ανώτερα στρώματα του σπηλαίου, που αποτελούν τις νεότερες φάσεις, έχουν εντοπιστεί πολυάριθμα ευρήματα, όπως λίθινα εργαλεία, κοσμήματα, οστά θηλαστικών ζώων, κεραμικά σκεύη, βοτανικά κατάλοιπα (σπόροι, δημητριακά), οστά ψαριών, εργαλεία από εισηγμένα ορυκτά υλικά (π.χ. οψιδιανός Μήλου), καθώς και αρκετές ανθρώπινες ταφές και καύσεις, περίπου 30 ατόμων, οι οποίες βρέθηκαν στα Μεσολιθικά στρώματα του σπηλαίου και χρονολογούνται περίπου πριν από 10.000 χρόνια.
Οι συστηματικές ανασκαφές στο σπήλαιο σταμάτησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και από τότε το υλικό, το οποίο στεγάζεται στο Ναύπλιο, μελετάται και δημοσιεύεται από διεθνείς ερευνητικές ομάδες. Τα τελευταία χρόνια η καθηγήτρια της Σορβόννης Κατρίν Περλές, μέλος της αρχικής αποστολής που ανέσκαψε το σπήλαιο μεταξύ 1967-1979, δημιούργησε εκ νέου μια ομάδα ειδικών, που μελετά τα μη δημοσιευμένα κατάλοιπα και επανεξετάζει το αρχαιολογικό υλικό υπό το φως των νέων στοιχείων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Νοέμβριο ξεκίνησαν οι εργασίες ανάδειξης και αξιοποίησης του σπηλαίου, έργο ενταγμένο στο ΕΣΠΑ, που περιλαμβάνει την ήπια διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου με την κατασκευή χαμηλού διαδρόμου κίνησης, τον καθαρισμό των ανασκαφικών τομών και την τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων με πληροφορίες για την ιστορία του χώρου και των ανασκαφών.
Οι συστηματικές ανασκαφές στο σπήλαιο σταμάτησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και από τότε το υλικό, το οποίο στεγάζεται στο Ναύπλιο, μελετάται και δημοσιεύεται από διεθνείς ερευνητικές ομάδες. Τα τελευταία χρόνια η καθηγήτρια της Σορβόννης Κατρίν Περλές, μέλος της αρχικής αποστολής που ανέσκαψε το σπήλαιο μεταξύ 1967-1979, δημιούργησε εκ νέου μια ομάδα ειδικών, που μελετά τα μη δημοσιευμένα κατάλοιπα και επανεξετάζει το αρχαιολογικό υλικό υπό το φως των νέων στοιχείων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Νοέμβριο ξεκίνησαν οι εργασίες ανάδειξης και αξιοποίησης του σπηλαίου, έργο ενταγμένο στο ΕΣΠΑ, που περιλαμβάνει την ήπια διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου με την κατασκευή χαμηλού διαδρόμου κίνησης, τον καθαρισμό των ανασκαφικών τομών και την τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων με πληροφορίες για την ιστορία του χώρου και των ανασκαφών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου