Ένα παλιό ποδήλατο διηγείται την ιστορία του
« Είμαι πλέον πολύ παλιό ποδήλατο φίλε μου, μηχανάκι. Θυμάμαι σαν χθες την ημέρα που ο άντρας, τότε παιδί με αγόρασε από το μαγαζί. Το μαγαζί ήταν ένα μεγάλο κτήριο με ένα τεράστιο δωμάτιο, μια αποθήκη, μια βιτρίνα και το γραφείο του μαγαζάτορα. Στο κεντρικό δωμάτιο είχε πολλά παιχνίδια με πολλά σχήματα και χρώματα. Στην αποθήκη πήγαιναν τα παλιά πράγματα, εγώ ένα καινούργιο ποδήλατο ήμουν στην βιτρίνα δίπλα σε ένα πατίνι και μία μπάλα ποδοσφαίρου.
Ήμουν ένα μεγάλο ποδήλατο, με πολλά χρώματα όπως κόκκινο, μπλε, πράσινο κ.α. . Επίσης αέρα νικητή, δηλαδή ένα πολύ γρήγορο αυτοκίνητο με φοβερή αντοχή που μπορούσε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο που ερχόταν μπροστά του. Κατά τη γνώμη μου ήμουν ένα από τα καλύτερα ποδήλατα του κόσμου.
Μια μέρα ήρθε στο κατάστημα ένα παιδί με ένα ηλικιωμένο άνθρωπο και τότε ξαφνικά το παιδί ήρθε και με πήρε και με έδειξε στον παππού του. Ένιωσα πολύ ωραία, αλλά ένιωσα ακόμη καλύτερα, όταν άκουσα να λένε ότι θα με αγοράσουν. Το παιδί με πήρε σπίτι του και με έβαλε μαζί με τα άλλα παιχνίδια του. Εκείνη την ημέρα έμαθα ότι τον λένε Αναστάση και ότι έμενε σε ένα πολύ ωραίο σπίτι στην επαρχία.
Περνούσαμε καλά γιατί κάθε ημέρα με πήγαινε την καθορισμένη βόλτα σε όλο το χωριό. Αρχικά περνούσαμε από το σπίτι του παππού του, έπειτα από διάφορα σπίτια γειτόνων που κουτσομπόλευαν, μετά δίπλα από το σχολείο που καμιά φορά σταματούσε και έπαιζε ποδόσφαιρο με την φίλη μου την μπάλα. Στο τέλος περνούσαμε από το καφενείο, όπου ο παππούς του καθόταν σε μία γωνία του έδινε ένα κέρμα πηγαίναμε στο κατάστημα στο κατάστημα και αγόραζε καραμέλες. Τέλος γυρνούσαμε στο σπίτι και ξεκουραζόμασταν.
Μια μέρα καθώς πηγαίναμε στο κατάστημα για καραμέλες βγήκαμε καταλάθος από την πορεία και πέσαμε στον γκρεμό. Εκεί με μάζεψαν κάτι άνθρωποι και με πήγαν στον Αναστάση. Εκεί άκουσα ότι έπρεπε να μου αλλάξουν ρόδες και να με φτιάξουν. Για αυτό πήγαμε στην πόλη.
Στην πόλη με πήγαν σε ένα μηχανικό και άρχισε να με γυαλίζει και να με φτιάχνει. Όμως είπαν στον Αναστάση και στους γονείς του να φύγουν, διότι θα έπαιρνε λίγη ώρα. Εκεί πέρασα τα πιο εφιαλτικά λεπτά της ζωής μου, γιατί αφού με έφτιαξε με έβαλε δίπλα σε μία παρέα πολύ μεγάλων ποδηλάτων. Τα ποδήλατα όλα είχαν μαύρο χρώμα με ζωγραφιές παντού πάνω τους και πολύ άσχημες ζάντες. Με χτύπαγαν με τα τιμόνια τους, με κορόιδευαν και στο τέλος με άρπαξαν και με πέταξαν με φοβερή δύναμη. Ευτυχώς όμως ο Αναστάσης ήρθε και με πήρε μακριά από αυτούς και φύγαμε μαζί.
Το παιδί μεγάλωσε και έπρεπε να πάει γυμνάσιο. Στο γυμνάσιο επίσης μετακόμισε η οικογένεια στην πόλη και αυτό ήταν καλό και κακό. Το παιδί στην πρώτη χρονιά με πήγαινε μαζί του στο σχολείο, αλλά ποτέ δεν έμαθα τον δρόμο, γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλος και είχε πολλά σπίτια και καταστήματα. Όταν τελικά φτάναμε ο Αναστάσης μου έκανε κάτι ασυνήθιστο, με έδενε με αλυσίδες και λουκέτα, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί.
Τελικά τελείωσε το γυμνάσιο και το λύκειο και πήγε πανεπιστήμιο. Τότε άρχιζα να σκουριάζω και πέρναγαν μέρες, μήνες, εβδομάδες, χρόνια αλλά κανείς δεν ενδιαφερόταν για εμένα και από τότε έμεινα κολλημένο στη μούχλα και στη σκόνη παρατημένος, εδώ σε αυτή την σκοτεινή αποθήκη.
ANASTASHS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου