Μύλοι της Αργολίδας
Ο λαϊκός μας πολιτισμός του χθες, υλικός και πνευματικός, αποτελεί σήμερα καταφύγιο ανθρωπιάς, απάγκιο και βάλσαμο απέναντι στα σύγχρονα κοινωνικά αδιέξοδα που μέρα τη μέρα γίνονται όλο και πιο ασφυκτικά. Η απλότητα και η αλήθεια, που χαρακτηρίζουν τα λαϊκά έργα ως δημιουργήματα έκφρασης και επιβίωσης, μπορούν σήμερα να διαμορφώσουν συνειδήσεις, ν’ αποκαταστήσουν τη λαϊκή μνήμη, ν’ αποτελέσουν σπουδαίες ιστορικές πηγές, αφού τα μνημεία αποτελούν μέρος του πολιτισμού άλλων παλαιότερων μορφών κοινωνικής οργάνωσης ικανά να δώσουν πληροφορίες γι’ αυτή, για τις κοινωνικές συνθήκες και ασχολίες, τις κοινωνικές σχέσεις, τις τεχνικές δυνατότητες των ανθρώπων του απώτερου και πρόσφατου παρελθόντος. Για έναν κόσμο που λειτούργησε σε ισορροπία με τη φύση, ικανό σήμερα όχι μόνο να υπενθυμίσει, αλλά και να εμπνεύσει και να νουθετήσει.
Οι νερόμυλοι και ανεμόμυλοι και στο νομό μας, ταπεινοί, ερειπωμένοι και εγκαταλελειμμένοι σήμερα, αποτελούν σημαντικά μνημεία της προβιομηχανικής περιόδου με πολλαπλή σημασία, ιστορική, αρχιτεκτονική, οικονομική, κοινωνική και λαογραφική. Η αναζήτηση, ο εντοπισμός και η καταγραφή των μύλων της Αργολίδας – που διήρκεσε περί τα δύο χρόνια – έφερε στο φως 185 μύλους (131 νερόμυλους και 54 ανεμόμυλους) που βρίσκονται σε 57 πόλεις, χωριά και οικισμούς του νομού. Προφανώς θα υπήρξαν κι άλλοι, οι οποίοι δεν εντοπίστηκαν.
Ανεμόμυλος Γιάννη Ζερβού, Κουρτάκι Άργους, χτίστηκε τη δεκαετία του 1840.
Τα ξεχασμένα αυτά κτίσματα, που δεν κεντρίζουν εύκολα το ενδιαφέρον, αναζητήθηκαν στις παρυφές των χωριών, μα κυρίως έξω από αυτά, σε ερημικές – κατά βάση- περιοχές, σε χείμαρρους και ποταμιές πνιγμένες στη βλάστηση (οι νερόμυλοι) ή σε υψώματα και λόφους, αλλά και σε πεδινές περιοχές (οι ανεμόμυλοι). Άλλα κτίσματα από αυτά κρατούν με δυσκολία όρθιο το κορμί τους, άλλα έχουν λυγίσει από το βάρος του χρόνου, άλλα δίνουν το στίγμα τους με ένα λιθοσωρό, ενώ κάποια – άγνωστο πόσα – δεν άφησαν κανένα ίχνος τους, κατέρρευσαν παίρνοντας μαζί τους τα μυστικά τους και μόνο το τοπωνύμιο μαρτυρά την ύπαρξή τους (π.χ. Παλιόμυλος, Μυλόλακα, Μυλόρρεμα, Μύλος κλπ.).
Διασκορπισμένοι σ’ όλη την Αργολίδα οι
νερόμυλοι συγκροτούν σε αρκετές περιοχές μυλοτόπια. Πρόκειται για ομάδες μύλων που λειτουργούσαν με την
υδροκίνηση που παρείχε η διαδοχική εκμετάλλευση του νερού του ίδιου χειμάρρου. Οκτώ νερόμυλοι ήταν συγκεντρωμένοι στο Κεφαλάρι, έντεκα κατά μήκος του χειμάρρου που συνδέει τη Δήμαινα με τη Νέα Επίδαυρο, οκτώ στη Φρουσιούνα, επτά στο Κεφαλόβρυσο, οκτώ στο χείμαρρο Ξοβριός από το Κιβέρι ως την Ανδρίτσα, επτά στην
Καρυά, επτά στην Προσύμνη, πέντε στον
Αχλαδόκαμπο, πέντε στην Άνω Επίδαυρο, τέσσερις στη Τζιρίστρα και στο χείμαρρο Ράδο στα Καρνεζέϊκα, ενώ στις παρυφές δεκάδων άλλων χωριών λειτούργησαν κατά καιρούς από ένας έως τρεις νερόμυλοι.
Μύλος Μπούζιου (Ελευθερογιάννη), Λέρνα
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους
ανεμόμυλους, οι οποίοι έχουν διαφορετική πηγή ενέργειας, την
αιολική. Από τους 57 συνολικά ανεμόμυλους που εντοπίστηκαν οι περισσότεροι ήταν στην
Ερμιονίδα. Δεκατρείς τουλάχιστον λειτούργησαν στο
Κρανίδι (οι τέσσερις έχουν αναστηλωθεί), εννέα στην Ερμιόνη (από τους οποίους οι περισσότεροι κατεδαφίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1930-1940, ενώ υπάρχει ένας αναστηλωμένος στο Μπίστι). Σώζονται επίσης από δύο στα Δίδυμα και τους Φούρνους, ένας στην Κοιλάδα και υπάρχουν ίχνη δύο ανεμόμυλων στον Ίναχο, τριών στην Πουλακίδα και άλλων τριών ΒΑ του
Άργους (ενός υπάρχει μισοερειπωμένο το κτίσμα).
Επίσης υπάρχουν τα κτίσματα δύο ανεμόμυλων στο Κουτσοπόδι, δύο στο Κουρτάκι και στο Ανυφί. Ένας έως πέντε λειτούργησαν κατά καιρούς στην Ακροναυπλία, δύο στο Αραχναίο, ενώ ένας υπήρξε στην Πυργέλα, το Δρέπανο, την Ασίνη, δύο στο Λιγουριό και ο μοναδικός της δυτικής ορεινής Αργολίδας υπήρξε μεταξύ Φρουσιούνας και Αλέας.
Με βάση γραπτές μαρτυρίες, ο παλαιότερος μύλος στο νομό μας πρέπει να είναι αυτός που κτίστηκε στην έπαυλη του Όθωνα ντε λα Ρος, Μέγα Κύρη των Αθηνών, λίγο μετά το 1212 μετά την παραχώρηση σε αυτόν της Αργολιδοκορινθίας από το Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο.
Ο Δημήτριος Λαμπρόπουλος, (Δημητρίου Α. Λαμπρόπουλου, Η Λέρνα, Αθήνα 1959, σ. 81), επισημαίνει σχετικά: «Ήρξατο και εις την Λέρνην η κατασκευή στρατιωτικών οχυρωματικών έργων και η ίδρυσις παραθαλασσίων υδρόμυλων κινουμένων δια των υδάτων των πηγών της δια την άλεσιν σιτηρών. Επίσης έκτισαν επί του Ποντίνου Φρούριον – Κάστρον και πλησίον της οικοδομής του υδρόμυλου κατοικίας μικρόν καθολικόν ναόν».
Επίσης ο ίδιος συγγραφέας, περιγράφοντας τη θερινή έπαυλη του Όθωνα ντε λα Ρος στην παραλία του Κιβερίου, αναφέρει ότι «…οικοδόμησαν οχυρόν πύργον μεθ’ υπογείων στοών. Εν τη παραλία πλησίον της επαύλεως ανώρυξαν τα φρέατα ποσίμου ύδατος και οικοδόμησαν τον παραθαλάσσιον θολωτόν υδρόμυλον δια την άλεσιν σιτηρών και εκ του οποίου διατηρείται μικρόν τμήμα και λειτουργεί και νυν ως υδρόμυλος δια του ύδατος πηγής του Πανός» (στο σημείο αυτό υπήρχε ο νερόμυλος Νταβέλου, ο οποίος λειτούργησε ως τη δεκαετία του 1970).
Αναφορά σε μύλους της περιοχής μας συναντάμε και το 1479 στο κείμενο συνθήκης μεταξύ Ενετών και Τούρκων επί Μωάμεθ του Β’: « Το δε Τσιβέριν όπερ έστι κεχαλασμένον νυν έστω μεν τη αυθεντία των Βενετών μη κτισθήτω δε ομοίως και όσοι μύλοι ευρεθώσι εις την περιοχήν αυτού ήτις μέλλει γενήσεσθαι, έστωσαν και ούτοι της αυθεντίας των Βενετών».
Επίσης σε έκθεση του συνδίκου της Ενετίας Μαρίνου Μικέλλι το 1691 προς το Δόγη της Ενετίας μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «Η πεδιάς αύτη – του Άργους – αρδεύεται δε υπό πηγής, ήτις έρχεται υπογείως εκ της κοιλάδος του Καίσαρι και δι’ ης κινούνται οι πλείστοι μύλοι…».
Άλλη γραπτή αναφορά που χρονολογείται το 1715 μαρτυρά την ύπαρξη νερόμυλων στον Αχλαδόκαμπο. Πρόκειται για απόσπασμα από το ημερολόγιο Γάλλου, διερμηνέα της γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος αναφέρει, (Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, Η ιστορία του Αχλαδοκάμπου, Αθήνα 1961): «εγένετο καταυλισμός – των δυνάμεων του Μεγάλου Βεζύρη- εις τόπον αρκούντως ευρύχωρον καλούμενον “Achlado Campo”, όπου υπήρχεν δροσερότατον ύδωρ και μύλοι τίνες εις ερείπια…».
Πληθαίνουν βέβαια τα στοιχεία για την ύπαρξη και λειτουργία μύλων κατά τις επόμενες χρονικές περιόδους. Για παράδειγμα σημαντική οικονομική αλλά και ιστορική σημασία διαδραμάτισαν οι μύλοι της Λέρνης. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο
Μακρυγιάννης για τη μάχη των Μύλων του 1825:
«…τότε έπιασα τους Μύλους και έφτιασα ταμπούρια κι έκλεισα τους μύλους μέσα. Τον τοίχο τον έχτισα ως μέσα στη θάλασσα και τον ασφάλισα καλά με όλα με όλα τα μαζγάλια… έκοψα και νερό από το μυλαύλακο … δυνάμωσα τη θέση των Μύλων να πολεμήσουμε εκεί όσο να λειώσουμε…». Ο λόγος γίνεται βέβαια για τους «
αυθεντικούς» ή «
αφεντικούς» λεγόμενους μύλους της
Λέρνας ή αλλιώς τους «εθνικούς» ή «
μύλους του Ναυπλίου», γιατί οι μύλοι του Κεφαλαρίου αναφέρονται και ως «
Αργείτικοι μύλοι». Τους «αυθεντικούς» μύλους διεκδίκησε το 1823 ομάδα 32 Αργείων, (Θεοδώρου Γιαννακόπουλου, Ναυπλιακά Ανάλεκτα 3 (1998), έκδ. Δήμου Ναυπλιέων, σ. 60). οι οποίοι με σχετική αναφορά τους προς την Υπέρτατη Διοίκηση αιτιολογούν το αίτημά τους γράφοντας ότι:
«εκ νεαράς ηλικίας ηξεύρομεν κάλλιστα ότι οι αυθεντικοί μύλοι και όσα περιβόλια και χωράφια ευρίσκονται από το νερόν και εδώθεν, όλα ανήκουν εις το Άργος, καθότι επί Τουρκίας τα χωράφια εδεκατίζοντο από το Άργος…».Με την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους βρέθηκαν περίπου 6.000 νερόμυλοι πανελλαδικά κατά τα 3/4 κατεστραμμένοι. Από αυτούς οι 5.500 ήταν τούρκικοι και περιήλθαν στο Δημόσιο που τους νοίκιασε σε ιδιώτες. Σήμερα τα παλιά υδροκίνητα προβιομηχανικά εργαστήρια, συνολικά υπολογίζονται σε 30.000 (μύλοι, νεροτριβές κλπ), εκ των οποίων ελάχιστα δουλεύουν. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μύλων ποικίλει, αφού ακολουθεί τις κοινωνικό-πολιτικές αλλαγές και συνθήκες κάθε εποχής.
Διακρίνουμε τους μύλους που κατασκεύασαν
οι κατά καιρούς κατακτητές, Φράγκοι, Ενετοί, Τούρκοι, εκείνους που κατείχε το Δημόσιο και η Εκκλησία και τους αυτοδιαχειριζόμενους, από
καλόγερους – μυλωνάδες, μύλους («καλογερικοί» μύλοι). Ως
καλογερικούς μύλους αναφέρουμε ενδεικτικά το μύλο του Αντωνόπουλου στον Αχλαδόκαμπο, που λειτούργησε ως τις αρχές του 20ου αι. από καλόγερους της Μονής Βαρσών, τρεις μύλους της Καρυάς, της Επιδαύρου κ.ά. Πολλοί από τους μύλους του Δημοσίου αλλά και της εκκλησίας νοικιάζονταν, ενώ κάποιοι παραχωρήθηκαν σε αξιωματούχους της εποχής (
Τσώκρης,
Περρουκαίοι,
Νικηταράς κ.ά.). Πολλοί βέβαια μύλοι ανήκαν σε ιδιώτες. Επρόκειτο για οικογενειακές επιχειρήσεις με συγκεκριμένες παραγωγικές δυνατότητες.
Οι νερόμυλοι στην περιοχή μας προτιμήθηκαν έναντι των ανεμόμυλων εκτός από την περιοχή της Ερμιονίδας, όπου υπερτερούν οι ανεμόμυλοι (20 ανεμόμυλοι έναντι 10 νερόμυλων).
Ο μύλος αποτελούσε σημαντικό περιουσιακό στοιχείο και προϋπέθετε μεγάλη – για την εποχή – επένδυση. Σωζόμενα κτίσματα νερόμυλων, π.χ. οι μύλοι των Μπαρμπουλέτου και Ελευθερόγιαννη στον Ξοβριό Κιβερίου, του Σωτηρίου και ο μύλος «Σαραβάκο» στην Πρόσυμνα, ο μύλος στο Μετόχι Θερμησίας, οι μύλοι του Κεφαλόβρυσου, της Φρουσιούνας, του Κεφαλαρίου και της Τζιρίστρας ήταν έργα μεγάλης έκτασης.
Να σημειωθεί δε ότι η δαπάνη κατασκευής των υδραυλικών εγκαταστάσεων που συνόδευαν ένα νερόμυλο (μυλαύλακα, κρεμάσεις, στέρνες, βαγένια, νεροκράτες κλπ.) ξεπερνούσε κατά πολύ το κόστος της κατασκευής του κτίσματος του ίδιου του μύλου. Υπήρχαν μύλοι των οποίων το μυλαύλακο ξεκινούσε από πολύ μεγάλη απόσταση προκειμένου να μεταφερθεί το νερό στον αλεστικό μηχανισμό. Παράλληλα έπρεπε να κατασκευαστεί και ένα – έστω στοιχειώδες – δίκτυο οδοποιίας για την απρόσκοπτη προσπέλαση των φορτωμένων ζώων και των ανθρώπων.
Μυλόπετρα έξω από το μύλο Παπαμπόμπου (Άργος)
Το δικαίωμα που εισέπραττε ο μυλωνάς για τα αλεστικά, το λεγόμενο ξάι, κυμαινόταν σε ποσοστό από 3% έως 12% ανάλογα με την περιοχή, ενώ σε κάποιες περιοχές υπήρχε και το «κεφαλιάτικο» (χρέωση για άλεσμα ενός χρόνου). Με ένα μέρος από το αλεύρι που έπαιρναν οι μυλωνάδες κάλυπταν τις οικογενειακές διατροφικές τους ανάγκες και το υπόλοιπο το πουλούσαν σε ακτήμονες, κυρίως, χωρικούς.
Το εισόδημα που απέφεραν οι μύλοι στους ιδιοκτήτες τους ήταν αρκετά σημαντικό, αν σκεφτεί κανείς ότι η αλεστική ικανότητα του μύλου έφτανε και τις 100 οκάδες την ώρα. Για να κατανοηθεί καλύτερα ο ρόλος και το οικονομικό στίγμα των μύλων στην Αργολίδα αρκεί να αναφέρουμε ότι – με βάση τον Αντώνη Μηλιαράκη, ( Γεωγραφία Πολιτική Νέα και Αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας, Αθήναι 1886) – το 1885 η παραγωγή δημητριακών μόνο στην περιοχή του Άργους ανέρχονταν σε 150.000 κιλά σιτάρι και 130.000 κιλά κριθάρι. Ανάλογη παραγωγή παρατηρείται την ίδια χρονιά και στις υπόλοιπες περιοχές του νομού αφού η συνολική παραγωγή άγγιξε τα 330.000 κιλά σιτάρι που πέρασε κατά βάση από τους μύλους.
Αν κάνουμε ένα χρονικό άλμα και μεταφερθούμε στο 1938, (Ν. Αναγνωστόπουλου – Γ. Γάγαλη, Η Αργολική Πεδιάς, Αθήνα 1938), βλέπουμε μια παραγωγή πολλαπλάσια αυξημένη που φτάνει τα 350.000 κιλά σιτάρι ή το 30% της συνολικής αγροτικής παραγωγής και 1.500.000 κιλά κριθάρι.
Το σύνολο σχεδόν της παραγωγής αυτής πέρασε από τους νερόμυλους και ανεμόμυλους της περιοχής, ενώ ένα πολύ μικρό μέρος αλέστηκε από τους χειρόμυλους ή χερόμυλους που διέθεταν τότε πολλά νοικοκυριά προκειμένου να καλύψουν συμπληρωματικές ανάγκες άλεσης για την παρασκευή τραχανάδων κλπ. Οι μύλοι ανάλογα με τις συνθήκες δεν άλεθαν μόνο σιτάρι και κριθάρι, αλλά και σιμιγδάλι, καλαμπόκι, βίκο, λαθούρια, κουκιά, ρεβίθια, ενώ στα δύσκολα χρόνια της κατοχής άλεσαν και ξυλοκέρατα (χαρούπια), γκόρτσα, σάρωμα κ.ά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κατασκευαστικό – αρχιτεκτονικό αλλά και τεχνολογικό μέρος των μύλων. Οι νερόμυλοι κτίζονταν συνήθως έξω από οικισμούς. Ήταν μεμονωμένα, ανεξάρτητα κτίσματα μέσα σε ποταμιές, ενώ αρκετοί συγκροτούσαν μυλοτόπια (ομάδες μύλων).
Πετρόκτιστοι στο σύνολό τους, οι μύλοι – συχνά με προσεγμένη λιθοδομή – κτίζονται σύμφωνα με τις τοπικές κατασκευαστικές – αρχιτεκτονικές συνήθειες και με ανάλογα υλικά. Ήταν μονώροφοι ή διώροφοι (μυλόσπιτα που στον επάνω όροφο στέγαζαν την οικογένεια του μυλωνά) με κεραμοσκεπές μονόριχτες, δίριχτες ή τετράριχτες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και μύλοι με πολυεπίπεδες κατασκευές και πολλούς χώρους, όπως στο Μετόχι της θερμησίας, ο μύλος του Μπαρμπουλέτου στο Κιβέρι και του Παναγόπουλου στο Μπόρσα). Συνήθως στη μία γωνία βρίσκονταν ο αλεστικός μηχανισμός, ενώ στον υπόλοιπο χώρο ήταν τα αποθηκευμένα σακιά με τα δημητριακά ή το αλεύρι, η πλάστιγγα, ο χώρος συναλλαγών κλπ. Το πάτωμα ήταν συνήθως πλακόστρωτο ή χωμάτινο. Κάποιοι από τους νερόμυλους διέθεταν τζάκι, ενώ σε πολλά από τα κτίσματα που σώζονται έως σήμερα διακρίνονται χωνευτά ντουλάπια, μικρά παράθυρα και πεζούλια. Κάποιοι διέθεταν και χώρο για το σταυλισμό των ζώων και αυλή για τη φορτοεκφόρτωση τους.
Μέρος του αλεστικού μηχανισμού (Άγιος Νικόλαος)
Οι μεγαλοπρεπείς συχνά κρεμάσεις των μύλων ήταν λιθοδομή κτισμένη με κουρασάνι (υλικό το οποίο περιείχε τριμμένο κεραμίδι ακόμη και ασπράδι αυγών). Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ενώ σε αρκετούς μύλους έχει καταρρεύσει το κυρίως κτίσμα τους οι κρεμάσεις παραμένουν αλώβητες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν σήμερα οι σωζόμενες τοξωτές κρεμάσεις ορισμένων νερόμυλων (στο Κιβέρι, στην Πρόσυμνα, στο Λιγουριό).
Ανάλογο είναι και το ενδιαφέρον για το ζουργιό ή χούρχουρη που βρίσκονταν στο υπόγειο του μύλου. Ήταν ένας θολωτός χώρος στον οποίο ήταν τοποθετημένη η φτερωτή (μεταλλικό στεφάνι με πτερύγια), η οποία γύριζε με τη δύναμη του νερού και ο κεντρικός της κάθετος άξονας μετέδιδε την κίνηση στις μυλόπετρες που βρίσκονταν στο ισόγειο του μύλου. Από ‘κει μέσω της τοξωτής εξόδου το νερό συνέχιζε το ταξίδι του για άλλο μύλο ή για το πότισμα των καλλιεργειών. Να σημειωθεί δε ότι η χρήση του νερού αποτελούσε συχνά αιτία αντιδικιών μεταξύ του μυλωνά και κατοίκων της περιοχής.
Το ότι οι νερόμυλοι αποτελούσαν σημαντικά κοινωνικο-οικονομικά κέντρα της περιοχής αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι κοντά τους δημιουργούνταν και χώροι αρκετών άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Έτσι συνυπάρχουν μύλοι με νεροτριβές, όπως στο Κεφαλάρι όπου οι πέντε από τους οκτώ συνολικά μύλους διέθεταν νεροτριβή.
Συχνά η μεταφορά δημητριακών συνδυάζονταν με τη μεταφορά μάλλινων υφασμάτων, που χρησιμοποιούνταν για γυναικείες τοπικές ενδυμασίες (σιγκούνια, γιουρτιά) για ανδρικές ποιμενικές κάπες κλπ. Νεροτριβές σε μύλους συναντάμε επίσης στο Κεφαλόβρυσο, στον Αχλαδόκαμπο κ.α. Συνηθισμένη ήταν επίσης η συνύπαρξη νερόμυλου με λιοτρίβι (Μύλοι του Μπαρμπουλέτου και Νταβέλου στο Κιβέρι, στην Άνω Επίδαυρο κλπ). Σε άλλες περιπτώσεις ο μύλος συνυπήρχε με ταβέρνα, καφενείο, πηγάδι, αλώνι, τυροκομείο και χάνι.
Ανεμόμυλοι
Εντελώς διαφορετικά ήταν τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των ανεμόμυλων. Κυλινδρικοί, με κωνική στέγη, ήταν κτισμένοι συνήθως σε ανεμόδαρτα υψώματα ή σε πεδινές εκτάσεις με προσανατολισμένες τις πελώριες ξύλινες φτερωτές τους προς το συνηθέστερο άνεμο της κάθε περιοχής. Σε σχέδιο του Ναυπλίου (G. F. Camocio, 1571-1575) της περιόδου της πρώτης Βενετοκρατίας διακρίνονται πέντε ανεμόμυλοι στο σημερινό χώρο της Ακροναυπλίας. Στην περιοχή του Ναυπλίου υπήρχε ένας ακόμη μεμονωμένος ανεμόμυλος (μύλος Ταμπακόπουλου) στη θέση «Γλυκειά».
Ο ανεμόμυλος Ντουνέτα (Κρανίδι)
Χαρακτηριστικό της επιλογής του τόπου ανέγερσης των ανεμόμυλων είναι το γεγονός ότι στη νοητή ευθεία Αγ. Αδριανός – Κουτσοπόδι λειτούργησαν κατά περιόδους περίπου 20 ανεμόμυλοι (2 στο Κουρτάκι, 2 στο Ανυφί, 1 στον Αγ. Αδριανό, 5 στο Άργος, 1 στην Πυργέλα, 3 στην Πουλακίδα, 3 στον Ίναχο, και 2 στο Κουτσοπόδι), προφανώς επειδή υπήρχε ευνοϊκό ρεύμα αέρα, ενώ στη δυτική ορεινή Αργολίδα εντοπίστηκε μόνο 1 ένας στην Αλέα.
Οι ανεμόμυλοι ήταν δίπατοι και χωρίζονταν με ξύλινο πάτωμα. Οι χώροι τους ήταν περιορισμένοι. Στο ισόγειο ήταν η πρόχειρη αποθήκη με τα σακιά ενώ στον επάνω όροφο ήταν ο αλεστικός μηχανισμός, ο οποίος από τους ιστορικούς της τεχνολογίας θεωρείται ως το πιο σύνθετο δείγμα μηχανισμού ευρείας χρήσης της προβιομηχανικής περιόδου. Σημειωτέον ότι ο πολύπλοκος αυτός μηχανισμός ήταν χειροποίητος και συναρμολογημένος από 550 περίπου κομμάτια κατεργασμένου ξύλου.
Εσωτερικός και εξωτερικός μηχανισμός χωρίζονταν σε τρία βασικά μέρη. Στον αλεστικό που προαναφέραμε (μυλόπετρες, σκαφίδα κλπ.) στον κινητικό (τεράστια φτερωτή, αξόνι, αντένες) και στο μηχανισμό προσανατολισμού της φτερωτής.
Μέρος του μηχανισμού του ανεμόμυλου Ντουνέτα (Κρανίδι)
Οι ανεμόμυλοι άρχισαν να φθίνουν μαζικά και στην Αργολίδα λίγο μετά το 1920 και έως τον πόλεμο είχαν σταματήσει να λειτουργούν σχεδόν όλοι. Πολλοί κατεδαφίστηκαν – ιδιαίτερα αυτοί των πεδινών περιοχών – και οι πέτρες τους χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή σπιτιών, αποθηκών, πηγαδιών κλπ.
Με βάση την προαναφερθείσα σύντομη περιγραφή του τεχνολογικού μέρους των ανεμόμυλων και νερόμυλων αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα τη σημασία τους ως μνημεία της προβιομηχανικής εποχής. Οι πολύπλοκοι ξύλινοι – κατά βάση – μηχανισμοί τους ήταν δημιούργημα του ίδιου του μυλωνά, ενός απλού καθημερινού ανθρώπου χωρίς ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις.
Και όμως ο άνθρωπος αυτός στην προσπάθεια επιβίωσής του και στηριγμένος στη συλλογική πείρα και τη γνώση που απορρέει από αυτή, επινόησε ένα μηχανισμό, που στις βασικές τουλάχιστον αρχές του, στηρίχτηκε και η δημιουργία ανάλογων μηχανισμών στις νεότερες εποχές. Επομένως οι μύλοι αποτέλεσαν σταθμό στην εξέλιξη της τεχνολογίας και με την κατάργησή τους τελείωσε μια ολόκληρη εποχή. Αμέσως μετά εμφανίζονται οι κυλινδρόμυλοι με τους μεταλλικούς, ντιζελοκίνητους και στη συνέχεια ηλεκτροκίνητους μηχανισμούς τους.
Σήμερα η παραμελημένη αυτή τεχνολογία χάνεται κάτω από τα βάτα και τα ερείπια των κτισμάτων των μύλων. Πάρα πολλές μυλόπετρες – τα σύμβολα των μύλων – αφανίζονται μέρα με τη μέρα, εκτός βέβαια από αυτές που κοσμούν τις αυλές και τις βεράντες των απογόνων των μυλωνάδων.
Κάποιοι από τους μύλους της Αργολίδας συνδέθηκαν με μεγάλα ή μικρότερα
ιστορικά γεγονότα ή συμβάντα της εποχής τους. Έτσι εκτός από τους «αυθεντικούς μύλους» της Λέρνης που προαναφέρθηκαν, ο ανεμόμυλος του Ταμπακόπουλου στη θέση «Γλυκειά» του Ναυπλίου έπαιξε το ρόλο του οχυρού κατά τη διάρκεια της
Ναυπλιακής επανάστασης, όπου σε δύο διαφορετικές μάχες φονεύθηκαν περίπου 200 στρατιώτες, ενώ διπλάσιοι ήταν οι τραυματίες. Στο
ζουριό του μύλου της Φρουσιούνας Έλληνες στρατιώτες εγκλώβισαν Τούρκους και τους έπνιξαν στα νερά του. Στο μύλο του Παναγόπουλου, στο Μπόρσα, οι
Γερμανοί συνέλαβαν ομάδα πατριωτών με ασύρματους και τους εκτέλεσαν. Το μυλόσπιτο του Λαλούση στο Ηλιόκαστρο οι Γερμανοί το έκαναν στάχτη μαζί με το νοικοκυριό της μυλωνάδικης οικογένειας κ.ά.
Ψυχή και κεντρικό πρόσωπο του νερόμυλου ήταν βέβαια ο μυλωνάς που η ζωή του κυλούσε μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από φωνές ανθρώπων και ζώων που πνίγονταν από το συνεχές βουητό των νερών και το κροτάλισμα του βαρδαλιού και της μυλόπετρας. Η συνάντηση πολλών ανθρώπων στο μύλο έδινε την εικόνα καθημερινού λαϊκού πανηγυριού. Πολλοί πελάτες (απαλέτες) αναγκάζονταν να διανυκτερεύσουν στο μύλο περιμένοντας τη σειρά τους και έτσι τα βράδια τόριχναν στο φαγοπότι με το μυλωνά. Η μυλωνού πηγαινοερχόταν με τις τσιγαρίδες και το κρασί (σχεδόν όλοι οι μύλοι είχαν το βαρέλι τους) και άρχιζαν τα χωρατά και το τραγούδι. Άλλες φορές άρχιζαν τις ιστορίες, τα παραμύθια και τ’ ανέκδοτα κι έτσι τους εύρισκε το πρωί.
Πρωταγωνιστής ο μυλωνάς, που τους κρατούσε ξύπνιους συχνά με τις υπερβολές και τα ψέματά του. Δεν είναι τυχαία η φράση που έχει επικρατήσει «λόγια του μύλου» που υποδηλώνει λόγια που στερούνται σοβαρότητας. Πάντως ο μυλωνάς είναι ίσως το πιο τραγουδισμένο επάγγελμα. Καλόκαρδος, αγαθός και γελαστός, κάπου έκανε όμως και τις… ζαβολιές του στο ζύγι ιδίως. «Μη κάνεις φίλο μυλωνά, ψαρά και μακελάρη, γιατί άκουσε τη γνώμη μου είναι κι οι τρεις γάιδαροι», λέει η λαϊκή μούσα η οποία τους έχει καταγράψει και ως μουρντάρηδες και ευάλωτους στη γυναικεία παρουσία. «Χωριατοπούλες τ’ άλεσμα / στο μύλο καρτερούνε / και με το γέρο μυλωνά / μονάχες ξενυχτούνε…», λέει υπαινικτικά ένα από τα πολλά μυλωνάδικα τραγούδια.
Αμέτρητες είναι ακόμα οι παροιμίες ή παροιμιακές φράσεις για το μυλωνά, τη μυλωνού και το μύλο:
- «από μυλωνάς δεσπότης»,
- «Φτηνός στ’ αλεύρι ακριβός στα πίτουρα», ή
- «Μπάτε σκύλοι [ χίλιοι] αλέστε κι αλεστικά μη δίνετε».
Υπάρχει κι ένα τοπικό τραγούδι γραμμένο για έναν από τους πιο γνωστούς μυλωνάδες της περιοχής μας, το Σπύρο τον Κεφάλα από το Κεφαλάρι.
Μπάρμπα, μωρέ μπάρμπα
Θανάση μυλωνά
για δεν αλέθει ο μύλος
της θειας μας της Κοντύλως.
Το κό- μωρέ το κόψαν
τόρημο νερό
το κόψανε στη στάλα
στου Σπύρου του Κεφάλα.
Το κό- μωρέ το κόψαν
οι Αργίτισσες
με τ’ άσπρα τους τα μπράτσα
που βγάζουνε τα πράσα.
Το κό- μωρέ το κόψαν οι Αναπλιώτισσες
με τ’ άσπρα τους τα πόδια
που πιάνουν τα χταπόδια.
Τέλος για αρκετούς μύλους της Αργολίδας η λαϊκή φαντασία έπλασε μύθους για δαίμονες και για νεράιδες, για ξωτικά, αράπηδες και καλικάτζαρους. Για παράδειγμα στο μύλο του Ελευθερόγιαννη στο Σπηλιωτάκη λέγανε πως ένας αράπης και μάλιστα φουστανελάς τροφοδοτούσε με νερό το μύλο τα μεσάνυχτα και τον έβαζε να δουλέψει. Στο μύλο του Σελή στον Αχλαδόκαμπο τα ίδια. Ένα ξωτικό, που πολλοί το είχαν δει με τα ίδια τους τα μάτια, εμφανίζονταν στο μύλο του Κατσιάμη στον Αχλαδόκαμπο.
Καλικάτζαρος κυνήγησε ένα Λιγουριάτη που ερχόταν από το μύλο με το γάιδαρό του και σώθηκε γιατί κουλουριάστηκε ανάμεσα στα τσουβάλια του αλευριού. Απροσδιόριστο ξωτικό εμφανιζόταν και στον ανεμόμυλο των Κατσικανίων, γι’ αυτό οι γονείς συμβούλευαν τότε τα παιδιά τους ν’ αποφεύγουν να τον πλησιάζουν. Επίσης ο Νικόλαος Πολίτης, (Νικολάου Πολίτη, Παραδόσεις, βιβλίο Β’, έκδοση «Ιστορική έρευνα»), αναφέρει: «Κοντά στους αφθεντικούς μύλους έβγαινε την ημέρα μια Νεράιδα με πράσινα μάτια, που τα στόλιζε με μαργαριτάρια και μερτζάνια και στέγνωνε τα ρούχα της στους βράχους. Τη νύχτα με φεγγάρι η ίδια νεράιδα χόρευε πάνω στα κύματα της θάλασσας».
Έχει περάσει ήδη μισός αιώνας από τότε που οι μύλοι έκλεισαν τον ιστορικό τους κύκλο. Η έρευνα για τον εντοπισμό και μια πρώτη καταγραφή τους, δεν είναι παρά το πρώτο στάδιο. Τώρα το λόγο πρέπει να πάρει η Πολιτεία, οι τοπικοί φορείς και η ίδια η τοπική κοινωνία. Κάποιοι από τους ξεχασμένους σήμερα μύλους της Αργολίδας θα μπορούσαν να πάρουν πνοή και να διηγηθούν την ιστορία τους στον τουρίστα, τον περιπατητή, το φυσιολάτρη, το μαθητή προκειμένου να έλθουν όλοι αυτοί σε επαφή με την παραδοσιακή αγροτική κοινωνία. Με μια ζωή σκληρή αλλά αληθινή….
Κείμενο – Φωτογραφίες: Γιώργος Αντωνίου
Πηγές
-
Άργος, Κοινωνία και Πολιτισμός, Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης της 22 και 23 Μαρτίου 2003, Εκδόσεις Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός», Αθήνα, 2009.
-
Γιώργος Αντωνίου, «Μύλοι της Αργολίδας», Έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αργολίδας, Ναύπλιο, 2005.