Ο Μεγάλος Δρόμος: Η καρδιά του Ναυπλίου (Γράφει ο Γιώργος Ρούβαλης)
5 Φεβρουαρίου 2016
Η κάτω πόλη του Ναυπλίου έγινε από τους Βενετσιάνους γύρω στο έτος 1500. Νωρίτερα, το Ναύπλιο περιοριζόταν στην Ακροναυπλία (Ιτς Καλέ). Πρόσφατες έρευνες στις μηνιαίες αναφορές του Βενετσιάνου Προβλεπτή Bartolomeo Minio, η θητεία του οποίου στο Ναύπλιο διήρκεσε από το 1479 ως το 1483, δίνουν μια εικόνα για το χτίσιμο της κάτω πόλης που ήδη είχε αρχίσει (1). Η πόλη αναπτύχθηκε στο στενό χώρο που της άφηναν απ’ τη μια ο βράχος της Ακροναυπλίας κι απ’ την άλλη τα τείχη που έφταναν μέχρι τη θάλασσα. Οι Βενετσιάνοι κατά την δεύτερη Ενετοκρατία (1686-1715) όταν το Ναύπλιο ήταν πρωτεύουσα όλης της Πελοποννήσου, έχτισαν κι άλλα δημόσια κτίρια στην πόλη, κυριότερα των οποίων είναι το Arsenale (αποθήκη του Στόλου) στην πλατεία Συντάγματος και το εντυπωσιακό συγκρότημα του κάστρου του Παλαμηδιού, τα οποία συμπληρώθηκαν και τα δύο γύρω στο 1714. Είχε τότε διαμορφωθεί, με υπόδειγμα την πλατεία του Αγίου Μάρκου, η Piazza d’Armi, μετέπειτα πλατεία Πλατάνου, Λουδοβίκου κι από το 1843 πλατεία Συντάγματος.
Ένας κεντρικός στενός δρόμος ξεκινούσε από την πλατεία, διέσχιζε την μικρή πόλη κι έφτανε στην έξοδό της, δίπλα στα τείχη και την Πύλη της Ξηράς. Αυτός είναι ο Μεγάλος Δρόμος, ο οποίος είχε κατά καιρούς διάφορα ονόματα (π.χ. Πλατεία Οδός) και σήμερα φέρει το όνομα Βασιλέως Κωνσταντίνου του Β, νικητή των Βαλκανικών Πολέμων και σύμβολο του παραδοσιακού βασιλικού φρονήματος της πόλης. Οι κάτοικοι πάντως, εξακολουθούν να τον αποκαλούν Μεγάλο Δρόμο, όπως συμβαίνει και με πολλές κεντρικές οδούς άλλων πόλεων της Ελλάδας.
Για πάνω από έναν αιώνα, δηλαδή από την Απελευθέρωση το 1822 έως τη δεκαετία του 1970 περίπου, ο Μεγάλος Δρόμος ήταν, μαζί με την πλατεία Συντάγματος, η καρδιά του Ναυπλίου. Εμπορικό κέντρο, διότι συγκεντρώνονταν εκεί τα σημαντικότερα εμπορικά καταστήματα (παντοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, ξενοδοχεία, υφασματοπωλεία, ραφεία, ωρολογοποιεία και κοσμηματοπωλεία, βιβλιοπωλεία) ήταν επίσης κέντρο διαφόρων υπηρεσιών, δημοσίων και ιδιωτικών (συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, εφορία, τράπεζες, Δημαρχείο, Γυμνάσιο, φαρμακεία) αλλά και τόπος κατοικίας στους άνω ορόφους των κτιρίων, επιφανών και μη κατοίκων. Ο Μεγάλος Δρόμος έσφυζε καθημερινά από κίνηση όχι μόνον των κατοίκων της πόλης αλλά και των χωρικών της επαρχίας, του νομού και άλλων περιοχών της Πελοποννήσου, οι οποίοι έφταναν εκεί για να ασχοληθούν με δικαστικές υποθέσεις τους στα πρωτοβάθμια δικαστήρια και στο Εφετείο Ναυπλίου.
Με βάση προσωπικές μας αναμνήσεις και διηγήσεις εμπόρων και κατοίκων που έζησαν δεκαετίες ολόκληρες εκεί (2), θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τη μορφή και λειτουργίες όλων των κτιρίων αυτού του οικονομικού, διοικητικού και ψυχαγωγικού πνεύμονα της πόλης, κυρίως κατά τις δεκαετίες 1950, 60, και 70. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το εμπορικό κέντρο της πόλης μεταφέρθηκε μετά τη δεκαετία του 70 τόσο στην εκτός των τειχών λεωφόρο Σιδηράς Μεραρχίας όσο και γύρω από την Ενδεκάτη στάση, σταυροδρόμι στην είσοδο της πόλης. Αιτία αυτής της μετατόπισης, μάλλον η στενότητα χώρου, τον οποίο ο Μεγάλος Δρόμος διέθετε με μεγάλη φειδώ.
Η πλατεία Συντάγματος, ήταν ήδη από την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία το κέντρο της πόλης, διότι εκεί υπήρχαν δύο τζαμιά και η κατοικία του Αγά-Πασά και, όπως είπαμε, η αποθήκη του Στόλου που μετετράπη αργότερα σε στρατώνα καθώς και τα σπίτια των προυχόντων, τα οποία κατελήφθησαν από τους οπλαρχηγούς της Επανάστασης του 1821. Στη συνέχεια, τα σπίτια αυτά πέρασαν στην ιδιοκτησία επιφανών αστών, εμπόρων, στρατιωτικών και άλλων προυχόντων (3). Στις αρχές του 20ου αιώνα, μπορούμε να βρούμε εκεί το κεντρικό ταχυδρομείο, την οικία της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, συζύγου του πρώτου Δημάρχου και πρωτεργάτρια της αντιοθωνικής Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862, στον τόπο της οποίας χτίστηκε αργότερα η Εθνική Τράπεζα, το Μεγάλο Καφενείο, το φαρμακείο Γιαννοπούλου από το 1864, το κτίριο της Νομαρχίας Αργολίδος, άλλα καταστήματα, ζαχαροπλαστείο, εστιατόριο, βιβλιοπωλεία, στιλβωτήρια, παντοπωλεία, ξενοδοχεία και άλλες κατοικίες. Το μικρότερο από τα δύο τζαμιά, με την κατοπινή επωνυμία Τριανόν χρησίμευε ως θέατρο και από την δεκαετία του 20 ως κινηματογράφος. Βρίσκουμε λοιπόν ήδη την πλατεία αυτή συγκεντρωμένες βασικές λειτουργίες και υπηρεσίες της πόλης, οι οποίες θα συνεχίζονταν και κατά μήκος του Μεγάλου Δρόμου.
Μπαίνοντας στο Μεγάλο Δρόμο με την πλατεία Συντάγματος στις πλάτες μας, βρίσκουμε δεξιά, κολλημένα στο κτίριο του Τριανόν, τρία μικρά μαγαζάκια τα οποία τότε ήταν σφαιριστήρια, κατάστημα ξηρών καρπών και καπνοπωλείο. Απέναντί τους στη γωνία έχουμε το υπεραιωνόβιο εστιατόριο Ελλάς (από το 1900 περίπου) στο ισόγειο του ξενοδοχείου Μυκήναι, με είσοδο από τον Μεγάλο Δρόμο. Δίπλα στην είσοδο του ξενοδοχείου, βρισκόταν το κομμωτήριο Μίμη (και παλιότερα, την δεκαετία του 20, το πρακτορείο εφημερίδων της οικογενείας Μακρή) και μετά το ζαχαροπλαστείο του Περικλή Κατραμάνου, πρόσφυγα. Κατόπιν, στο ισόγειο ενός αρχοντικού σπιτιού, της οικίας Θερμογιάννη, παλιού φαρμακοποιού, υπήρχε καταρχήν η αντιπροσωπεία των ραπτομηχανών Σίγγερ με Διευθυντή τον κύριο Βλάχο, κατόπιν το κατάστημα Αυγουλή και ύστερα Λημνιάτη, υαλικών και οικιακών ειδών και δίπλα του ένα κουρείο και ύστερα το κατάστημα με είδη δώρων Λούσυ (Λουκίας).
Απέναντι, μετά το δρομάκι Αλεξάνδρου και Π. Σούτσου, στο δεξί μας χέρι είχαμε το γραφείο της εφημερίδας Αργοναυπλία του Τάκη Κοϊνη, ανταποκριτού του Βήματος, των Νέων και της Καθημερινής και κατόπιν συμβολαιογραφείο Τόμπρα. Δίπλα του, το συμβολαιογραφείο Παπαδριανού και το ραφείο του Αρμένη Μαρτίκ Μαρτικιάν. Απέναντί του, το συμβολαιογραφείο του Πίπη Περράκη και στον όροφο η κατοικία του αξιωματικού Στρατολογίας Παράσχου με δύο ωραίες κόρες τη Κωστούλα και τη Ρορώ (Ρωξάνη). Στο δεύτερο όροφο έμενε η αδελφή του συμβολαιογράφου Σμύρνη Περράκη με τον σύζυγό της Νεκτάριο, συνταξιούχο ναυτικό. Στα δεξιά, μετά το μικρό δρομάκι Κοκκίνου, υπήρχε το πρόωρο πολυκατάστημα του Μιχαήλ Λάμπρου από το 1912 έως το 1963. Πρόωρο διότι δεν είχε ακόμα γενικευθεί το είδος τούτο και πολυκατάστημα διότι περιείχε ζαχαροπλαστείο, βιβλιοπωλείο, τυπογραφείο της εφημερίδας Ναυπλιακή Ηχώ, έτοιμα ενδύματα, αρωματοπωλείο, κατάστημα ηλεκτρικών ειδών (ραδιόφωνα, ψυγεία, κουζίνες). Το κατάστημα είχε επίσης την αντιπροσωπεία του υγραερίου Πετρογκάζ και των παγωτών ΕΒΓΑ, τα οποία διάνειμαν γύρω στα δέκα καροτσάκια. Κατόπιν, στο χώρο αυτό, μετά το 1963 υπήρξε το ζαχαροπλαστείο Κρόνος των αδελφών Πουλή.
Στο δρομάκι Κοκκίνου, έμενε η ομώνυμη οικογένεια που είχε εργοστάσιο παγοποιίας στην Ενδεκάτη καθώς και υπήρχε το κοσμηματοπωλείο της εξαδέλφης τους Ευγενείας Φρέντζου, συζύγου του καπετάν Ζαχαριά του ΕΛΑΣ. Δίπλα στο κατάστημα Λάμπρου, υπήρχε αρχικά το κατάστημα της Τραπέζης Αθηνών και κατόπιν το Δημόσιο Ταμείο στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο η εφορία Ναυπλίου. Ύστερα έγινε ιματιοθήκη του χορευτικού τμήματος του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος της Ιωάννας Παπαντωνίου. Στη συνέχεια, το χρυσοχοείο του Σταμάτη Σκολαρίκου, αρχικά με τους αδελφούς του Παντελή και Γιώργο. Στον δεύτερο όροφο έμενε, με ιδιοκτήτη μετανάστη στην Αμερική, ένας ηλικιωμένος άκληρος κύριος ονόματι Πίτσος. Στη γωνία υπήρχε από το 1930 έως το 1993 το κατάστημα ηλεκτρικών ειδών Αθανασίου και μετέπειτα Γιάννη Δουλιγέρη και πάνω απ’ αυτό, στο κτίριο ιδιοκτησίας του γιατρού Στάθη Καλογερόπουλου η κατοικία του κρεοπώλη Κούτρη και του εστιάτορα Φιρφιλιώνη, με εστιατόριο στην οδό Σταϊκοπούλου. Μετά από ένα αδιέξοδο με 3 σκαλιά που ήταν είσοδος κατοικίας στον πάνω όροφο μιας γραμματέως στα δικαστήρια, ακολουθούσε μια κατοικία με βεράντα και κολονάκια, του συμβολαιογράφου Περράκη και στο ισόγειο, κατάστημα ηλεκτρικών ειδών Σκολαρίκου. Δίπλα του, στη θέση ενός παλιού καπνοπωλείου σε τούρκικο σπίτι που κατεδαφίστηκε, τα στεγνοκαθαριστήρια Σικ και απέναντί τους στο δρομάκι Αθανασίου Σιώκου η μπυραρία του Αράπη.
Πίσω στην αριστερή πλευρά του Μεγάλου Δρόμου στη γωνία το μπακάλικο του Μένιου Αναστασόπουλου. Στον όροφο η οικία ενός Ειρηνοδίκη και στον δεύτερο η κυρία Καστανά με τον σύζυγό της. Στην συνέχεια, πάντα στην αριστερή πλευρά του δρόμου, βρισκόταν στο ισόγειο το γραφειάκι του αιτησιογράφου Λέκκα και δίπλα του, στην οικία Ευανθίας Σταμάτη το κομμωτήριο του Στρατή Γόσια, μικρασιάτη πρόσφυγα. Στον όροφο έμενε ο Ανδρέας Σταυρόπουλος, καθηγητής Μαθηματικών και Διευθυντής της Εμπορικής Σχολής Άργους. Δίπλα στο κομμωτήριο Γόσια υπήρχε το εργαστήριο γαλακτοκομικής του πρόσφυγα Βλάση με ωραίο παγωτό καϊμάκι, χανούμ μπουρέκ κλπ. Αργότερα, έγινε κατάστημα με φωτοτυπίες και κατόπιν το γκρηκ-αρτ Ηλιοτρόπιο. Στο επόμενο κτίριο, ιδιοκτησίας κάποιου χωρικού, έμεναν στο δεύτερο όροφο ο Αράπης (Αποστολίδης), στον πρώτο όροφο ο κτηματίας Τσιλιμίγκρας, ενώ στο ισόγειο βρισκόταν το υποδηματοποιείο Κώστα Ράπτη, μετέπειτα Καλλιαμούτου. Στο στενό Αθανασίου Σιώκου, εκτός από την μπυραρία του Αράπη, μοναδική ουζερί στην πόλη, υπήρχε το παλαιοπωλείο και ενεχυροδανειστήριο Κοντοβασιλάκη και ο φαναρτζής Καραγιαννόπουλος. Ακόμα πιο παλιά, την δεκαετία του 20, υπήρχε εκεί η λεγόμενη Πολυκατοικία, μεγάλο πέτρινο σπίτι, που γκρεμίστηκε τη δεκαετία του 60 κι έγινε η σημερινή στοά με διάφορα καταστήματα.
Πίσω στο Μεγάλο Δρόμο, στην ίδια αριστερή πλευρά ακολουθούσε το κτίριο κληροδότημα Μπιλίνδα που περιήλθε στην Εκκλησία της Παναγίας. Στον πρώτο όροφο έμενε ο κύριος Δημόπουλος ενώ στην γωνία Αθ. Σιώκου και Μεγάλου Δρόμου υπήρχε το κατάστημα Αθηναία με ενδύματα και είδη νεωτερισμών του Δημόπουλου και Μάνου Κοϊνη μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια, το χρωματοπωλείο και είδη θαλάσσης Νταβέλη του Ορέστη και του γιου του Γιώργου που κατοικούσαν στον όροφο. Κατόπιν, η οικία Παράσχου με το φαρμακείο Γιώργου Παράσχου από το 1930 μέχρι το 1977 με τα παιδιά του Καίτη και Θοδωράκη, αγαπητούς και κοινωνικούς ανθρώπους, πασίγνωστους στο Ναύπλιο. Το πατρικό του Παράσχου βρισκόταν στην Πρόνοια. Έπειτα, πάντα αριστερά, το πρακτορείο εφημερίδων και χαρτοπωλείο της Ειρήνης Λαμπροπούλου, κτίριο που γκρεμίστηκε και έγινε σούπερ μάρκετ και ύστερα μπαρ Μανδρόζου. Δίπλα του, βρισκόταν το ωρολογοποιείο και κοσμηματοπωλείο του Τάκη Φρέντζου και δίπλα η είσοδος σπιτιού με τον καταστηματάρχη Νικολακόπουλο στον πρώτο όροφο και τον Νούλη Κόκκινο, εφοριακό, στον δεύτερο. Στην γωνία με την Αγγέλου Τερζάκη βρίσκουμε το υφασματοπωλείο Αριστ. Μαρταράκου, παλιότερα Μπακέα.
Στη δεξιά πλευρά του δρόμου, μετά τα καθαριστήρια Σικ Ψυχογιού ακολουθούσαν τα είδη δώρων Μεταξά σε κτίριο ιδιοκτησίας Γ. Μεταξά, συνταξιούχου αστυνομικού. Κατόπιν, ακολουθούσε το κατάστημα με είδη δώρων Γιάννη Αθανασόπουλου, πρόσφυγα, κατόπιν κοσμηματοπωλείο και το ιατρείο Παπανδριανού στην γωνία. Στον δεύτερο όροφο υπήρχε η οικία και οδοντιατρείο του Κώστα Χαραμή. Στη γωνία του κάθετου δρόμου, σήμερα Αγγέλου Τερζάκη, αριστερά υπήρχε το φαρμακείο του Θ. Κωστούρου και δίπλα του το παλιό Καποδιστριακό κτίριο του Δημαρχείου Ναυπλίου. Απέναντί του στη γωνία, το εμπορικό κατάστημα Λαμπρόπουλου-Μπιζάνη κι ύστερα, πάντα στη δεξιά πλευρά του δρόμου, η στοά εισόδου ενός παλιού τούρκικου σπιτιού με ενοίκους την οικογένεια πολιτικών Μουτζουρίδη κι ύστερα τον πρώην δικαστικό και δικηγόρο Παραβάντη. Δίπλα στη στοά στο ισόγειο, ο ηλεκτρολόγος Μπιμπίκος και κατόπιν μαγαζί με δαχτυλίδια και ρολόγια. Μετά, το υποδηματοποιείο Χρονόπουλου, μετέπειτα Φώτη Μαργαρίτη και δίπλα του το ισόγειο της οικίας Κ. Κωστούρου φαρμακοποιού. Στο ισόγειο αυτό λειτούργησε επίσης το φαρμακείο κι έπειτα το γραφείο του άλλου γιου Θεοδόση-Μπέτση Κωστούρου. Κατόπιν, πάντα στη δεξιά πλευρά, ισόγειο παλιό χαρτοπωλείο Χριστοπούλου σε κτίριο ιδιοκτησίας Μπιζάνη με την οικία του γιατρού Άγγελου Κόντου. Ύστερα εγκαταστάθηκε εκεί το κατάστημα παιχνιδιών και σχολικών ειδών του Θυμιάκου Ανυφαντή και μετά τον παρεμβαλλόμενο δρόμο Ρήγα Παλαμήδη το φωτογραφείο Ν. Καζά κι ένα μικρό ραφείο. Παλιότερα υπήρχε εκεί κατάστημα ειδών κιγκαλερίας και το ωρολογοποιείο Ν. Παπαδόπουλου. Δίπλα στο Δημαρχείο υπήρχε το φωτογραφείο Παλαμήδης του ρωσοπόντιου πρόσφυγα Αντώνη Ραφτόπουλου, στο ισόγειο της οικίας Μανιάτη, γωνιακό με το παρκάκι όπου υψωνόταν παλιότερα το Κυβερνείο (Παλατάκι), έδρα διαφόρων δημοσίων υπηρεσιών, που κάηκε από πυρκαγιά το 1929. Στη συνέχεια, στη δεξιά πλευρά (αριστερά έχουμε το παρκάκι του Κυβερνείου και την πλατεία Τριών Ναυάρχων με το μνημείο του Δημητρίου Υψηλάντη) μετά τη στοά Γενναδίου, βρισκόταν το μικρό ραφείο Παχυντερίδη και, δίπλα το μεγάλο βιβλιοχαρτοπωλείο των Μενέλαου Καλογερόπουλου και Δ. Βέργου (παλιότερα καραμέλες και χαρτοπωλείο Μποστατζιάν) και δίπλα του τα γραφεία της εφημερίδας Σύνταγμα (στον όροφο η οικία της μαμής Γκιόζου) και πιο πέρα στη γωνία το φαρμακείο Γουζούαση, νωρίτερα Κατσίκα, κληρονόμου του Βονιφάτιου Βοναφίν, πρώτο φαρμακείο της Ελλάδας. Μια πινακίδα στον τοίχο του, υπενθυμίζει ότι εκεί ταριχεύτηκε το σώμα του Ιωάννη Καποδίστρια μετά την δολοφονία του το 1831. Μετά το δρομάκι Βελλίνη, πάντα στη δεξιά πλευρά, έχουμε το Οθωνικό κτίριο του πρώτου Γυμνασίου Ναυπλίου, το οποίο στο ισόγειο στέγαζε το παράρτημα του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών και στον όροφο την Φιλαρμονική. Ακολουθεί το μικρό δρομάκι Αντωνοπούλων, όπου σύμφωνα με τον Θ. Κωστούρο το 1953 ζούσαν εκεί 33 όμορφα κορίτσια και στη συνέχεια η οικία Αντωνοπούλου με κατοικία του γιατρού Τριανταφύλλου και στο ισόγειο το γαλακτοπωλείο Μάνου Τριανταφύλλου κι αργότερα ραφείο Δημόπουλου και είδη ενδυμάτων Σεραφίνο.
Στη γωνία, ο Μεγάλος Δρόμος τέμνεται με την λεωφόρο Συγγρού όπου βρίσκεται ο σταθμός των λεωφορείων του ΚΤΕΛ και στη συνέχεια, μέσα στην πλατεία Νικηταρά με μνημείο αφιερωμένο στον ήρωα, υπάρχει το επιβλητικό Δικαστικό Μέγαρο Ναυπλίου που ανεγέρθη με έξοδα του Ανδρέα Συγγρού και τελείωσε το 1913. Απέναντί του, έχει την πλατεία και τον ανδριάντα του Καποδίστρια που στήθηκε το 1933 όταν είχαν κατεδαφιστεί τα τείχη και πίσω του ένα μικρό πάρκο και στη συνέχεια ένα μεγάλο πάρκο με τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη, έδρα των μεγάλων εορτών του 1930 για την Εκατονταετηρίδα του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Απέναντι από το πάρκο του Κολοκοτρώνη, που διέθετε ένα μικρό ξύλινο περίπτερο με το καφενείο Μανιταρά, έχουμε το σιδηροδρομικό σταθμό του Ναυπλίου, σήμερα έδρα του Δημοτικού Ωδείου και πολιτιστικό κέντρο. Ο Μεγάλος Δρόμος συνεχίζεται έχοντας δεξιά του το άλσος του σταθμού και στα αριστερά του διάφορες κατοικίες και εκείνη του Μητροπολίτου Αργολίδος (Δεσποτικό) που έγινε τη δεκαετία του 20. Ο Δρόμος καταλήγει στις γραμμές του τραίνου της Ενδεκάτης όπου και τελειώνει η κυρίως πόλη. Πιο πέρα, έχουμε τα προάστια της Πρόνοιας και του προσφυγικού συνοικισμού Νέον Βυζάντιον.
* * *
Παρατηρούμε λοιπόν από τα ανωτέρω, ότι ο Μεγάλος Δρόμος συγκέντρωνε όχι μόνο εμπορικά καταστήματα αλλά και τράπεζες, δημόσιες υπηρεσίες και καταστήματα αναψυχής. Αξίζει να θυμίσουμε ότι ήταν μαζί με την πλατεία Συντάγματος κατά τη διάρκεια του χειμώνα ο κύριος τόπος περιπάτου μεγάλων και μικρών. Το καλοκαίρι, ο περίπατος μεταφερόταν στην προκυμαία της παραλίας. Επίσης, διαπιστώνουμε ότι στα ανώγεια των κτιρίων έμεναν όχι μόνον μέλη της ελίτ της πόλεως (συμβολαιογράφοι, γιατροί, δικηγόροι) αλλά και μικρουπάλληλοι, χήρες προυχόντων και άλλα κοινωνικά στρώματα. Βέβαια, οι πολύ φτωχοί έμεναν κυρίως στον Ψαρομαχαλά ή στα Βραχατέϊκα. Πάντως, μπορούσε κανείς να βρει λιγώτερο εύπορους κατοίκους και στο Μεγάλο Δρόμο και στις παρόδους του.
Τόπος περάσματος, προβολής, δημόσιας εμφάνισης, ο Μεγάλος Δρόμος είχε επίσης ως εργαζόμενους όχι μόνο κατοίκους του Ναυπλίου αλλά και της Πρόνοιας και του Συνοικισμού. Μικρασιάτες και ρωσοπόντιοι πρόσφυγες, Προνοιώτες υπάλληλοι και πωλητές, κατέκλυζαν καθημερινά τα καταστήματα και το κατάστρωμά του. Όλες οι ηλικίες και κοινωνικά στρώματα της πόλης αναμειγνύονταν στο στενό αυτό χώρο κι επέτρεπαν στην πόλη να λειτουργήσει. Παρέες, φιλίες, αγάπες και μίση γεννιόντουσαν κι έσβηναν κατά μήκος του. Μια ζωντάνια, ένας παλμός, ένα κοινωνικό μείγμα, η ζωή πεζή και χωρίς τροχοφόρα, με ανθρώπινες διαστάσεις, στοιχεία όλα που η γενίκευση της χρήσης του αυτοκινήτου, ο μαζικός τουρισμός, η εισαγωγή της τηλεόρασης στη ζωή μας και η επακόλουθη αποξένωση (ακόμα και στο στενό περιβάλλον της επαρχίας), έμελλε δυστυχώς, να εξαλείψουν.
Τόπος περάσματος, προβολής, δημόσιας εμφάνισης, ο Μεγάλος Δρόμος είχε επίσης ως εργαζόμενους όχι μόνο κατοίκους του Ναυπλίου αλλά και της Πρόνοιας και του Συνοικισμού. Μικρασιάτες και ρωσοπόντιοι πρόσφυγες, Προνοιώτες υπάλληλοι και πωλητές, κατέκλυζαν καθημερινά τα καταστήματα και το κατάστρωμά του. Όλες οι ηλικίες και κοινωνικά στρώματα της πόλης αναμειγνύονταν στο στενό αυτό χώρο κι επέτρεπαν στην πόλη να λειτουργήσει. Παρέες, φιλίες, αγάπες και μίση γεννιόντουσαν κι έσβηναν κατά μήκος του. Μια ζωντάνια, ένας παλμός, ένα κοινωνικό μείγμα, η ζωή πεζή και χωρίς τροχοφόρα, με ανθρώπινες διαστάσεις, στοιχεία όλα που η γενίκευση της χρήσης του αυτοκινήτου, ο μαζικός τουρισμός, η εισαγωγή της τηλεόρασης στη ζωή μας και η επακόλουθη αποξένωση (ακόμα και στο στενό περιβάλλον της επαρχίας), έμελλε δυστυχώς, να εξαλείψουν.
Παραμένει βέβαια, η απαράμιλλη ομορφιά του τοπίου του Ναυπλίου, η θάλασσα, η παραλία του, τα καφενεία αλλά η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του στενού εκείνου μα τόσο ζωντανού Μεγάλου Δρόμου εκείνων των δεκαετιών, δεν υπάρχει πλέον.
* * *
1. Wright, Diana Gilliland, Bartolomeo Minio : Venetian administration in 15th century Nauplion. Dissertation, The Catholic University of America, 1999, 386 σελ
2. Ευχαριστώ θερμά τον έμπορο κύριο Γιάννη Δουλιγέρη και την κυρία Ελένη Κοββατζή για τις πληροφορίες τους.
3. Βλ. στο Δελτίον Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, τεύχος 100, την μνημειώδη χαρτογράφηση της παλιάς πόλης και των διαδοχικών ιδιοκτητών των κτιρίων που πραγματοποίησε ο Τάκης Μαύρος με βάση συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης των διαφόρων κτιρίων, στις οποίες αναδίφησε. Βλέπε επίσης και τη μελέτη της Ντιάνας Αντωνακάτου για το Μεγάλο Δρόμο, με βάση διηγήσεις παλιών Αναπλιωτών στο λεύκωμά της Ναύπλιο 1988.
2. Ευχαριστώ θερμά τον έμπορο κύριο Γιάννη Δουλιγέρη και την κυρία Ελένη Κοββατζή για τις πληροφορίες τους.
3. Βλ. στο Δελτίον Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, τεύχος 100, την μνημειώδη χαρτογράφηση της παλιάς πόλης και των διαδοχικών ιδιοκτητών των κτιρίων που πραγματοποίησε ο Τάκης Μαύρος με βάση συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης των διαφόρων κτιρίων, στις οποίες αναδίφησε. Βλέπε επίσης και τη μελέτη της Ντιάνας Αντωνακάτου για το Μεγάλο Δρόμο, με βάση διηγήσεις παλιών Αναπλιωτών στο λεύκωμά της Ναύπλιο 1988.
Από το βιβλίο «Οι πέτρες και οι άνθρωποι», Ναύδετο, 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου