Οι Λύγκοι, οι λήσταρχοι από το Αραχναίο που έγιναν λαϊκοί ήρωες
- Λεπτομέρειες
- Δημοσιεύτηκε στις 10 Οκτωβρίου 2014
του Γιώργου Νικολόπουλου
Οι περιπέτειές του κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του 1950 ως λαϊκό ανάγνωσμα από τον Αθηναίο. Το 1959 η ιστορία του μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη.
Η βουκολική ταινία του Σ. Τατασόπουλου με πρωταγωνιστή τον Σπύρο Φωκά είχε τίτλο: «Λύγκος ο Λεβέντης, ο Αρχιληστής». Έγινε δημοτικό τραγούδι: «Μη τον είδατε, μην τον απαντήσατε τον Λύγκο τον Λεβέντη, τον Αρχιληστή», το οποίο περιέλαβε ο Νίκος Σκαλκώτας στο έργο του «36 ελληνικοί χοροί».
Έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από την εποχή της ληστοκρατίας. Ανάμεσα στους πολυπληθείς ληστές και λήσταρχους ξεχωριστή θέση κατέχουν οι περιβόητοι Λύγκοι, οι οποίοι κατάγονταν από το Χέλι (Αραχναίο). Έδρασαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στα βουνά της Αργολίδας, της Αρκαδίας, της Κορινθίας και της Αττικής.
Ο ένας ήταν ο αρχιλήσταρχος Γιώργης Λύγκος ο «Παππούς», ο άλλος ο λήσταρχος «Λύγκος ο Λεβέντης», ανηψιός του πρώτου. Το όνομά του ήταν Αναστάσης.
Από όσα στοιχεία έχουμε συγκεντρώσει για τους Λύγκους, βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι δύο προσπάθησαν με κάθε δυνατό τρόπο να μη βάψουν τα χέρια τους με αίμα αθώων.
Ολιγαρκείς
Αιχμαλώτιζαν και λήστευαν πλούσιους ή τοκογλύφους. Πάντα ήταν ολιγαρκείς. Πρώτα έπαιρναν πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση των υποψηφίων θυμάτων τους. Σύμφωνα με την περιουσία τους, απαιτούσαν, το ένα πέμπτο περίπου. «Να πάρουμε κι εμείς, αλλά να σε αφήσουμε να ζήσεις κι εσύ», έλεγε ο παππούς Λύγκος.
Αιχμαλώτιζαν και λήστευαν πλούσιους ή τοκογλύφους. Πάντα ήταν ολιγαρκείς. Πρώτα έπαιρναν πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση των υποψηφίων θυμάτων τους. Σύμφωνα με την περιουσία τους, απαιτούσαν, το ένα πέμπτο περίπου. «Να πάρουμε κι εμείς, αλλά να σε αφήσουμε να ζήσεις κι εσύ», έλεγε ο παππούς Λύγκος.
Σε περιπτώσεις που έπαιρναν περισσότερα λύτρα, επειδή αυτός που τους πληροφόρησε για τα περιουσιακά στοιχεία του θύματος είχε κάτι εναντίον τους, τότε ο Λύγκος επέστρεφε ένα σεβαστό μέρος των λύτρων.
Συμπάθειες
Η γενναιοφροσύνη τους κέρδισε την εκτίμηση των χωρικών και πιθανόν και την αγάπη τους. Ακόμα και οι χωροφύλακες των αποσπασμάτων φημολογείται ότι συμπαθούσαν τους Λύγκους. Αρκετοί από αυτούς που πιάστηκαν από τους λήσταρχους, όχι μόνο δεν κακοποιήθηκαν, αλλά ενισχύθηκαν οικονομικά από αυτούς. Ίσως όχι μόνο για φιλανθρωπικούς λόγους...
Η γενναιοφροσύνη τους κέρδισε την εκτίμηση των χωρικών και πιθανόν και την αγάπη τους. Ακόμα και οι χωροφύλακες των αποσπασμάτων φημολογείται ότι συμπαθούσαν τους Λύγκους. Αρκετοί από αυτούς που πιάστηκαν από τους λήσταρχους, όχι μόνο δεν κακοποιήθηκαν, αλλά ενισχύθηκαν οικονομικά από αυτούς. Ίσως όχι μόνο για φιλανθρωπικούς λόγους...
Για έναν χωροφύλακα, τον Γιάννη Στρίγκα, έτρεφαν ιδιαίτερη συμπάθεια. Έλεγε ο Παππούς: «Αν τύχει μωρέ παιδιά και πιαστούμε με σταυρωτήδες καβαλάρηδες, θέλω να προσέξετε. Να μη χτυπήσετε έναν με άσπρο άλογο, με μια ελιά στο πρόσωπο». Συχνά έδιναν χρήματα στους φτωχούς...
Ο Γ. Λύγκος ήταν ψηλός, ισχνός, με μακριά γενειάδα, με πυκνά μαύρα φρύδια, ήταν ο εξυπνότερος και ο πολιτικότερος από όλους τους ληστές της εποχής εκείνης. Ποτέ δεν εγκλημάτισε, δεν είχε σκοτώσει κανέναν και δεν φυγοδικούσε πριν γίνει ληστής.
Πώς ο Παππούς Λύγκος πήρε τα βουνά...
Η στρατιωτική θητεία στα 1850, την εποχή του Λύγκου ήταν δυσβάσταχτη για τους χωρικούς. Όταν κάποιος κληρωνόταν να υπηρετήσει, επικρατούσε οδυρμός στην οικογένεια. Οι μάνες έκλαιγαν για τα παιδιά τους, που έφευγαν να υπηρετήσουν στις πόλεις. Ο αποχωρισμός ήταν συγκινητικός, σαν να μην επρόκειτο να τους ξαναδούν.
Η στρατιωτική θητεία στα 1850, την εποχή του Λύγκου ήταν δυσβάσταχτη για τους χωρικούς. Όταν κάποιος κληρωνόταν να υπηρετήσει, επικρατούσε οδυρμός στην οικογένεια. Οι μάνες έκλαιγαν για τα παιδιά τους, που έφευγαν να υπηρετήσουν στις πόλεις. Ο αποχωρισμός ήταν συγκινητικός, σαν να μην επρόκειτο να τους ξαναδούν.
Κυρίως προβληματίζονταν για το οικονομικό κόστος που θα είχε η φυγή των αγοριών. Έπρεπε να φροντίσουν τα χωράφια και τα ζώα.
Όταν κληρώθηκε το όνομα του Λύγκου, στο Χέλι ο νεαρός τότε Παππούς, βρισκόταν στη στάνη του πατέρα του και έβοσκε τα πρόβατα παίζοντας τη φλογέρα του. Ονειροπολούσε την όμορφη βλαχοπούλα που θα γινόταν κυρά του.
Όταν κληρώθηκε το όνομα του Λύγκου, στο Χέλι ο νεαρός τότε Παππούς, βρισκόταν στη στάνη του πατέρα του και έβοσκε τα πρόβατα παίζοντας τη φλογέρα του. Ονειροπολούσε την όμορφη βλαχοπούλα που θα γινόταν κυρά του.
Ανυπότακτος
Ένας δικηγόρος είχε υποσχεθεί στη μάνα του Λύγκου ότι θα έκανε κάποιες ενέργειες ώστε ο γιος της να μην υπηρετήσει. Ο Λύγκος και η οικογένειά του τον πίστεψαν και συχνά του έστελναν γιαούρτι για το καλό που τους έκανε.
Όμως το «μέσο» δεν έπιασε. Ο Λύγκος δεν παρουσιάστηκε και κηρύχτηκε ανυπόταχτος.
Ένας δικηγόρος είχε υποσχεθεί στη μάνα του Λύγκου ότι θα έκανε κάποιες ενέργειες ώστε ο γιος της να μην υπηρετήσει. Ο Λύγκος και η οικογένειά του τον πίστεψαν και συχνά του έστελναν γιαούρτι για το καλό που τους έκανε.
Όμως το «μέσο» δεν έπιασε. Ο Λύγκος δεν παρουσιάστηκε και κηρύχτηκε ανυπόταχτος.
Ένα στρατιωτικό απόσπασμα πήγε στο σπίτι του για να τον μαζέψει. Δεν τον βρήκαν όμως και περίμεναν ως αργά το βράδυ (αφού φρόντισαν πρώτα να αδειάσουν το κελάρι) τρώγοντας και πίνοντας.
Ο Λύγκος είχε φύγει για να γλυτώσει το στρατιωτικό και την ομηρία. Τσοπάνηδες τον έκρυβαν και τον συντηρούσαν. Αυτός για να τους ξεπληρώσει άρχισε να κάνει μικροληστείες. Ήταν υπόχρεος αφού τα αποσπάσματα έκαναν ζημιές στα πρόβατα και τις κότες τους.
Αμνηστία
Κάποια στιγμή, δόθηκε αμνηστία στους ανυπότακτους. Ο Λύγκος ξαναγύρισε στην κοινωνία. Όμως δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη σκληρή αγροτική δουλειά. Είχε μάθει στον εύκολο, αν και επικίνδυνο πλουτισμό από τις ληστείες. Αποφάσισε να γυρίσει στα βουνά και να αρχίσει τη νέα του ληστρική «καριέρα».
Κάποια στιγμή, δόθηκε αμνηστία στους ανυπότακτους. Ο Λύγκος ξαναγύρισε στην κοινωνία. Όμως δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη σκληρή αγροτική δουλειά. Είχε μάθει στον εύκολο, αν και επικίνδυνο πλουτισμό από τις ληστείες. Αποφάσισε να γυρίσει στα βουνά και να αρχίσει τη νέα του ληστρική «καριέρα».
Ο Αναστάσης Λύγκος ή Λεβέντης, ο ανιψιός του γέρου, επιδόθηκε στη ληστρική ζωή λίγο καιρό πριν από τη μεταπολίτευση του 1862 και δεν θα το έκανε αυτό, αν τα αποσπάσματα δεν τον πίεζαν στο χωριό για να αποκαλύψει που βρισκόταν ο θείος του, Γιώργης Λύγκος, και δεν τον απειλούσαν ότι θα κλείσουν αυτόν στη φυλακή. Έτσι πήρε και αυτός το τουφέκι του και πήγε, βρήκε τον μπάρμπα του και εντάχθηκε στη συμμορία του για αρκετό καιρό, για να κάνει αργότερα δική του συμμορία.
Η μουσική του Σκαλκώτα για τον Λύγκο τον Λεβέντη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου