Το γεφυράκι και άλλα… τινά (Γράφουν οι «Δημότισσες»)
10 Μαΐου 2016
Να ‘μαι κι εγώ από το πουθενά! Ένα γεφυράκι νεότευκτο, τσιμεντένιο στη μέση του δρόμου. Και να πεις ότι από κάτω κυλάει μπόλικο νερό; Ένα τσιμεντοποταμάκι με δέκα- είκοσι πόντους νερό. Ίσα για τα κουνούπια.
Τα γεφύρια τα κατασκευάζουν οι άνθρωποι (και πολλές φορές τα παλιά είναι έργα υψηλής αρχιτεκτονικής και αισθητικής αξίας, συνδεδεμένα με λαϊκές παραδόσεις και δημοτικά τραγούδια) για να ΕΝΩΝΟΥΝ δύο όχθες. Να ανοίγουν δρόμους διέλευσης για πεζούς, ζώα και τροχοφόρα. Εγώ όμως διαφέρω, έχω μια πρωτοτυπία. Δεν ενώνω, ΧΩΡΙΖΩ την πόλη του Άργους στα δύο. Οι Βόρειοι και οι Νότιοι. Ποιων τη ζωή κάνω δυσκολότερη, δεν ξέρω. Όμως, οι διαμαρτυρίες ακούγονται εκατέρωθεν. Αν κατοικεί κάποιος στη Δαναού π.χ. και θέλει να αγοράσει κάτι από την Κορίνθου που έχει βάρος, πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτοκίνητο. Και τότε αρχίζει η οδύσσειά του. Να τραβήξει ανατολικά και ύστερα βόρεια ή νότια και μετά ανατολικά ή δυτικά και μετά βορειοανατολικά; Να σκεφτεί δρόμους και παράδρομους, να βρεθεί σε απαγορευτικά ή αδιέξοδα, να κάνει μία χρονοβόρα, δαιδαλώδη διαδρομή, να τάξει και σε κανέναν άγιο κι αν είναι τυχερός να κάνει τη δουλειά του. Γιατί σου λένε «περπατάτε». Ναι, αλλά το περπάτημα θέλει χρόνο. Δε βγαίνει όλος ο κόσμος για βόλτες πάντα. Αλλά για να κάνει και να προκάνει τις δουλειές του. Θέλει και αντοχές. Δεν έχουν όλοι τις ίδιες δυνάμεις. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι δυσκολεύονται. Άκουσα μια γριούλα τη Μεγαλοβδομάδα. Ερχόταν από τα νότια και ήθελε να πάει στην εκκλησία. «Τι να κάνω», έλεγε, «δε με βαστάνε τα πόδια μου να σ’ ανεβώ, αλλά και να πάω γύρω-γύρω πάλι κούραση είναι. Σάματις θ’ αναγκαστώ να κόψω και την εκκλησία». Και μια έγκυος παραδίπλα έσπρωχνε κι ένα καρότσι με το πρώτο της μωρό. Δυσκολευόταν κι αυτή. «Σώπα, γιαγιά, μπορεί και να το συνηθίσουμε» της είπε και αναστέναξε.
Τέλος πάντων κι εγώ ένα γεφυράκι που είμαι αισθάνομαι άσχημα. Και τα μηχανάκια όλο γκαζώνουν, μ’ έφαγε ο θόρυβος. Κι όλοι μ’ αναθεματίζουν. Δε λέω, είναι και οι νεότεροι που λένε «τι ωραία!». Ανεβαίνουν με ευκολία ψηλά και φωτογραφίζονται, τραβάνε, λέει, selfies, όχι ότι μ’ αγαπήσανε κιόλας, αλλά έτσι για την πλάκα τους. Κι οι μαγαζάτορες, όσοι δεν κλείσανε στη διάρκεια των έργων, βάζουν τραπεζοκαθίσματα στις τσιμεντοόχθες ή κάτω από τις επί τούτου φτιαγμένες τέντες, για να κάθεται ο κόσμος. Τώρα εμένα, καθώς αγναντεύω, μου αρέσει μόνο το δυτικό μέρος, εκεί μπροστά στην είσοδο της εκκλησιάς. Εκεί έχει ένα στυλ, μια αρχοντιά. Τα άλλα τα βρίσκω κακόγουστα. Αλλά ο Δήμος εισπράττει φόρο επιτηδεύματος. Αυτός είναι ο στόχος. Γι’ αυτό θέλανε να κόψουν το χώρο από πεζούς και οχήματα, για να τον δώσουν στις καφετέριες και να εισπράττουν περισσότερα. Λίγο το’ χεις;
Λέω κι εγώ, αφού φυσικό νερό δεν είχαν, τι τα θέλανε τα ποταμάκια, τι με θέλανε κι εμένα; Δεν φτιάχνανε ένα σιντριβάνι στο πάρκο κι άλλο ένα στην πλατεία κι ας έμενε ο δρόμος ανάμεσα- μια είσοδος στην πόλη από τη νότια μεριά πρέπει να υπάρχει, να μην ακούω κι εγώ τα αναθέματα; Για μένα δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, το ψυχανεμίζομαι. Δεν θα μακροημερεύσω. Θα ‘ρθουν οι επόμενοι και θα με γκρεμίσουν. Γιατί δυσκολεύω τη ζωή των πολιτών. Η πόλη, λένε, κι έχουν δίκιο, είναι για όλους τους πολίτες και όλες τις ηλικίες. Μας χαρακτηρίζει και η πολιτική του «ράβε, ξύλωνε, δουλειά να μη σου λείπει».
Ούτε ένα παγκάκι δεν υπάρχει να ξαποστάσει κάποιος, να σταθεί, να χαζέψει. Είναι όλοι υποχρεωμένοι να πάνε στις καφετέριες; Και αν κάποιος δεν θέλει; Πού θα σταθεί; Στα στηθαία του τσιμεντοπόταμου; Οι τέντες είναι μετρημένες και αντιστοιχούν στα καφενεία και στα εστιατόρια.
Και τα περίπτερα; Τεράστια, με φολιδωτές στέγες και καταπράσινα. Λες να ήθελαν με αυτό να δείξουν την ευαισθησία τους στο πράσινο; Το μόνο που μου αρέσει είναι που αγναντεύω στο απέναντι περίπτερο μια ασπρόμαυρη διαφήμιση- φωτογραφία του παλιού Άργους. Αυτή η ιδέα είναι καλή. Λένε, όμως, ότι αν ήταν εδώ δίπλα το καζινό, μπορούσαν εκεί να κάνουν έκθεση φωτογραφίας του παλιού Άργους.
Παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας μου έζησα στις μέρες των λαμπρογιορτών συγκλονιστικές στιγμές και αυτό είναι μια ακόμα πρωτοτυπία μου. Αρχικά, έγινα πασαρέλα για τους Επιτάφιους. Αυτό δεν το φανταζόμουν. Τι πρωτότυπη ιδέα! Ποιος νοιαζόταν, όμως, για τους Επιτάφιους; Είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο Γαϊτάνο. Και οι επίσημοι φουσκωμένοι σα γαλοπούλες κοίταζαν γύρω τους, για να μετρήσουν τον κόσμο. Πώς τους μετράνε άραγε; Υπολογίζουν πόσοι είναι στο τετραγωνικό μέτρο επί τόσα τετραγωνικά ίσον τόσες χιλιάδες; Λες κι ο κόσμος δεν πήγαινε όλα τα χρόνια και πήγε γι’ αυτούς και τα έργα τους; Ίσως έτσι πίστευαν, μιας και ο δήμαρχος στις πασχαλινές ευχές του είχε υποσημείωση και καλούσε όλους να παραστούν στις εκδηλώσεις του Θείου Δράματος στη Νέα Πλατεία. Το Θείο Δράμα, όμως, θέλει κατάνυξη και ευλάβεια και ταπεινοσύνη. Κάτι τέτοιο έλειπε παντελώς. Και γιατί με κεφαλαίο το «Νέα πλατεία». Πιστεύω ότι ο Χριστός θα ήθελε να σηκωθεί και να πάρει ένα μαστίγιο να κυνηγήσει όλους τους Φαρισαίους από γύρω. Ανάμεσα σ’ αυτούς ίσως και τους ανθρώπους της εκκλησίας που επικροτούσαν όλα αυτά. Γιατί η κυρίαρχη επιδίωξη ήταν η προβολή με την εκμετάλλευση των θρησκευτικών γιορτών.
Και τα βεγγαλικά του Αγίου Πέτρου πολλά. Ζήτησε ο Άγιος τέτοιες κούφιες εκδηλώσεις; Αντίθετα, όσοι περιγράφουν τα θαύματα που του αποδίδονται λένε ότι δεν ήθελε να κοινοποιούνται. Τόσο ταπεινός ήταν. Ο Δήμος για τις λακκούβες δεν έχει λεφτά, για τα βεγγαλικά έχει; Έλεος! Άσε του Αγίου Πέτρου ανήμερα! Οι άνθρωποι του Προέδρου μπαινόβγαιναν σαν σε καφενείο στην εκκλησία κρατώντας τεφτέρια, κάνοντας πλάνα, ένας εξ αυτών έψαχνε παντού, ακόμα και πίσω από τις εικόνες, ανέβηκε και στον άμβωνα όπου ψάλλουν το Ευαγγέλιο. Και ενώ η μισή εκκλησία είχε αποκλειστεί από τους πιστούς με αλυσίδες και σχοινιά, πλησίασαν μια πτέρυγα πιστών που παρακολουθούσαν ευλαβικά τη λειτουργία και λέγοντας ότι είναι εντολή της ασφάλειας του Προέδρου τους ζήτησαν να απομακρυνθούν από εκεί. Εκείνοι αντέδρασαν οργισμένοι και οι άλλοι αναγκαστικά υποχώρησαν. Και Πρόεδρος πουθενά. Ήρθε ένα- δυο λεπτά μετά τις 10, πριν το σχόλασμα δηλαδή, για να αποτίσει τιμή στον Άγιο. Πιστεύω ότι ο Άγιος δεν θέλει τέτοιες τιμές.
Όλα για τον τύπο και την προβολή. Για τα κούφια λόγια και τη ματαιοδοξία. Για τις αμοιβαίες αβροφροσύνες της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας!
Οι Δημότισσες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου