Ο Γιώργης Μπαρδούνιας, μια γραφική φιγούρα του Άργους (κείμενο του Σπύρου Μήλια)
24 Μαΐου 2016
Από το βιβλίο του αείμνηστου Σπύρου Μήλια «Εύθυμα κι Αργείτικα»
Όλες οι κοινωνίες των πόλεων και των χωριών της Ελλάδος έχουν τους τύπους τους. Άλλες λιγότερους και άλλες περισσότερους. Ίσως το Άργος να έχει τους περισσότερους. Έχω κατά καιρούς ασχοληθεί με πολλούς απ’ αυτούς και θ’ ασχοληθώ και εις στο μέλλον. Όχι για τίποτε άλλο αλλά για να τους γνωρίσουν και οι νέοι και να θυμηθούν και οι παλιοί. Γουστόζικοι και γραφικοί τύποι της εποχής τους ήτανε.
Ένας απ’ αυτούς και ο Γιώργης Μπαρδούνιας του Ιωάννου και της Βασιλικής. Το δέμας; Ένας σάρκινος ανθρώπινος όγκος μ’ ένα τεράστιο κεφάλι και με μυαλό που ζύγιζε από τις αλαφριές. Μια τεράστια μπάκα που για να την χαϊδέψει έκανε πρόταση χειρών όπως λένε στη γυμναστική και δεν φτάνανε. Όσο για φωνή, στεντόρεια. Τελείως αγράμματος, λες και δεν χρειαζόντουσαν ντιπ τα ρημαδιακά τα γράμματα. Ανέμελος κι όπου μέρα του κι όπου νύχτα του. Από την άνοιξη μέχρις και το φθινόπωρο κοιμάται στο ξενοδοχείο «Των Άστρων», στις καρέκλες των καφενείων που στο τέλος ήταν και το νεκροκρέβατό του. Εκεί στις καρέκλες στο πεζοδρόμιο του καφενείου «Θηβαίου» τον βρήκαν νεκρό ένα πρωινό.
Αλλά τίμιος. Γι’ αυτό και χρόνια τον είχε στη δούλεψη του ο κυρ Κώστας Μπαρμπίτσης (Αναγνωστόπουλος) που είχε υποδηματοποιείο μεγάλο και εμπόριο δερμάτων με παράρτημα στη Νεμέα. Του είχε πάρει ένα μικρό σουστάκι με ένα αλογάκι. Το φόρτωνε παπούτσια και δέρματα δυο φορές την εβδομάδα, έπεφτε κι ο Μπαρδούνιας μέσα και το άλογο ξεκίναγε από το σπίτι του Μπαρμπίτση στη Γούναρη και σιγά σιγά έφτανε (στη Νεμέα) και σταμάταγε στο μαγαζί. Είχε μάθει το δρομολόγιο μόνο του.
Τότε ξύπναγε κι ο Μπαρδούνιας κι έβαζε τις φωνές: «Ελάτε ρεεεε να ξεφορτώσουμε». Έτρεχαν οι άνθρωποι του μαγαζιού, ξεφορτώνανε το σουστάκι, παγαίνανε το άλογο για τάισμα και πότισμα και τον Μπαρδούνια τον βάζανε στο εστιατόριο του «Καλή» για περιδρόμιασμα και πιοτούρα.
Τ’ απομεσήμερο, ζεύανε πάλι το σουστάκι, του βάζανε κι ένα τουλούμι κρασί φημισμένο Νεμεάτικο κοκκινέλι, πεσκέσι στον κυρ-Κώστα Μπαρμπίτση και στον τορβά του αλόγου τα λεφτά. Φορτώνανε και τον Μπαρδούνια απάνω, ο οποίος τους φώναζε από ενδιαφέρον και τιμιότητα κι ας μην ήξερε που παν τα τέσσερα από δαύτα: «Τα μετρήσατε καλά ρεεε, γιατί θα σας τσακίσω». Κι έπεφτε στην καρότσα για ύπνο. Και το βραδάκι, το αλογάκι σταμάταγε έξω από το σπίτι, του Μπαρμπίτση.
Ο κυρ-Κώστας, έπαιρνε τα λεφτά και το κρασί κι ο Μπαρδούνιας του έλεγε:«Μέτρα τα καλά γιατί θα τους τσακίσω τους κερατάδες». Αυτό γινότανε δυο φορές την εβδομάδα. Λεφτά και κρασί, το οποίο έπινε η παρέα του Μπαρμπίτση και μετά του λέγανε πειράζοντάς τον: «Κυρ-Κώστα, δεν ήτανε και, τόσο καλό τούτη τη φορά. Για να δούμε μεθαύριο, θα λέει, τίποτα το άλλο;» Κι ο Μπαρμπίτσης τους έλεγε: «Πάρτε τα μούτρα σας να μου ξανάρθετε». Αλλά ξανά το ίδιο εγένετο.
Μέχρις που κάποτε πέθανε ο Μπαρμπίτσης κι ο Μπαρδούνιας ορφάνεψε πιότερο απ’ τα παιδιά του Μπαρμπίτση. Και τώρα τι, γίνεται; Αφού δεν ξέρουμε να κάνουμε τίποτα; Ήταν δύσκολη εποχή τότε. Για να βρεις δουλειά έπρεπε να έχεις χαρτί νομιμοφροσύνης.
Κάποιοι όμως, βοήθησαν κι ο Μπαρδούνιας έγινε εφημεριδοπώλης κι ένα πρωί ακούμε την αγριοφωνάρα του Μπαρδούνια μέσα από την αγραμματοσύνη του: «Μερίδειιιιιιιιιις (εφημερίδες). Η Ασπρόκολη (Ακρόπολη), το αίμα σας (Ελληνικόν Αίμα), το βήμα σας (Το Βήμα), ο Ρομάντζος (το περιοδικό Ρομάντζο)». Πουλαλώντας, ασθμαίνων κι ο ιδρώτας ποτάμι να τρέχει κι, αυτός να φέρνει βόλτα φωνάζοντας «Μερίδειιιιιιις, η ασπρόκολη, ο ρομάντζος».
Αν δεν είχες το ακριβές αντίτιμο της εφημερίδος δεν σου έδινε καθότι δεν ήξερε να δώσει ρέστα. Στις δύο το μεσημέρι μου ήρχετο στο καφενείο φωνάζοντας «Έλα ρεε Σπύρο και φέρτο, έλα ρεεεεε» και άφηνε στο τραπέζι την τσάντα γεμάτη φράγκα και πενηνταράκια να τα μετρήσω, να του βγάλω το κέρδος και να δώσει τα υπόλοιπα στον πράκτορα. Μου είχε εμπιστοσύνη. Όσο για το φέρτο ρεεεε, ήταν ένα νεροπότηρο ούζο κι όταν τελείωνα το μέτρημα, μου άφηνε το κέρδος του και το έπαιρνε το βράδυ μαζί με το απογευματινό κέρδος.
Μετά έπινε ακόμα ένα νεροπότηρο ούζο και, πάγαινε έξω στο Ιερό του Αγίου Πέτρου που έχει μία εσοχή, έπεφτε ανάσκελα και γρου, γρου, γρου το ροχαλητό του ακουγότανε ο’ όλη την πλατεία και μακρύτερα. Αλλά στις τέσσερις η ώρα εγερτήριο. Μπραφ για της απογευματινές εφημερίδες και το βράδυ ξανά μέτρημα. Ξανά νεροπότηρα ούζο. Κι άντε, δώθε πάνε οι άλλοι. Και το πρωί ξανά μανά τα ίδια: «Μερίδειιιιιις, το αίμα σας, η ασπρόκολη, ο ρομάντζος».
Αμίμητε Μπαρδούνια, Αθάνατε Ρωμιέ.
ΥΓ.: Ο Μπαρδούνιας, ο εύσωμος αυτός γραφικός τύπος τον Άργους, μας άφησε με το παχύσαρκο δέμας του ένα χιουμοριστικό και ανεξίτηλο μπροστά στο χρόνο σλόγκαν. Όταν ένα παιδάκι έχει τάση παχυσαρκίας του λέει η μάνα του: “μην τρως άλλο βρε,θα γίνεις Μπαρδούνιας”. Ή όταν βλέπουμε έναν παχύσαρκο λέμε: “δες τον Μπαρδούνια”. Και αυτό από τους Αργείτες θα λέγεται εσαεί. Άρα, κάτι μας άφησε ο Μπαρδούνιας για να τον θυμόμαστε γελώντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου