Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

ΛΟΓΟΣ... ΤΗΣ ΕΣΧΑΤΗΣ ΩΡΑΣ «ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ...» - Μητροπολίτης Πατρών Χρυσόστομος


Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Πατρών κ.κ. Χρυσοστόμου


Η χώ­ρα ο­δη­γή­θη­κε για μια α­κό­μα φο­ρά σε ε­κλο­γές, προ­κει­μέ­νου να προ­κύ­ψη Κυ­βέρ­νη­ση σ’ αυ­τό τόν τό­πο, ώ­στε ο Λα­ός να βρη; τον δρό­μο του και να συ­νε­χί­ση με τις ό­ποιες δυ­σκο­λί­ες, την κο­πιώ­δη πο­ρεί­α του. Μια πο­ρεί­α που δεν θα μοιά­ζη κα­θό­λου με ό­σα έ­ζη­σε στο πα­ρελ­θόν, α­φού πολ­λά πράγ­μα­τα πλέ­ον έ­χουν αλ­λά­ξει. Ο Λα­ός πρέ­πει να ξε­χά­ση πλέ­ον την ευ­μά­ρεια, την κα­λο­πέ­ρα­ση και ό,τι άλ­λο, πι­θα­νώς, α­πελάμ­βα­νε μέ­χρι σή­με­ρα.
Δεν γνω­ρί­ζει κα­νείς τι θα προ­κύ­ψη α­πό αυ­τές τις ε­κλο­γές. Δεν εί­μα­στε βέ­βαιοι πώς αυ­τός ο τα­εις κλπ. Δεν γνω­ρί­ζω, αν μπό­ις ε­ξής ομι­λη­ταί ους.
α) Δό­θη­κε ο Έλ­λη­νας με πά­θος στην ύ­λη. Πί­στε­ψε, ό­τι ή­ταν η σω­τη­ρί­α του. Τον έ­σπρω­ξαν ε­πί­τη­δες, στην ευ­μά­ρεια, στην ψεύ­τι­κη χα­ρά και α­πό­λαυ­ση. Τού έ­τα­ξαν α­πα­τη­λούς πα­ρα­δεί­σους και τον ο­δή­γη­σαν στον ε­κτρο­χια­σμό τής πορεί­ας του.
β) Τον έ­πει­σαν, δυ­στυ­χώς, ό­τι τα κο­σμι­κά πράγ­μα­τα α­ξί­ζουν πε­ρισ­σότε­ρο α­πό ο,τι­δή­πο­τε άλ­λο και τόν με­τέ­­ξεις, α­κού­στη­καν ό­πως πά­ντο­τε υ­ποσχέ­σεις,  έ­γι­ναν τη­λε­ο­πτι­κές συ­ζη­τή­σεις κλπ. Δεν γνω­ρί­ζω, αν μπό­ρε­σαν οι ομι­λη­ταί να πεί­σουν για τα προ­γράμ­μα­τα, τα ο­ποί­α θέ­λουν να ε­φαρ­μό­σουν για «την σω­τη­ρί­α τής χώ­ρας και την έ­ξο­δό της α­πό την κρί­ση». Φο­βού­μαι πως ό­χι.
Εί­ναι α­λή­θεια ό­μως, ό­τι τα ε­πό­με­να χρό­νια, ό­πως και να έ­χουν τα πράγ­μα­τα, θα πε­ρά­σω­με δύ­σκο­λες η­μέ­ρες και θα γνω­ρί­σω­με πρω­τό­γνω­ρες κα­τα­στά­σεις.
Γνω­ρί­ζο­με ό­λοι, ό­τι πολ­λά κα­κά συ­νέ­βη­σαν στο ά­με­σο ή α­πώ­τε­ρο πα­ρελ­θόν. Όμως το με­γα­λύ­τε­ρο απ’ ό­λα ή­ταν αυ­τό πού προ­ήλ­θε α­πό τις ε­ξής πα­ρα­μέ­τρους.
α) Δό­θη­κε ο Έλ­λη­νας με πά­θος στην ύ­λη. Πί­στε­ψε, ό­τι ή­ταν η σω­τη­ρί­α του. Τον έ­σπρω­ξαν ε­πί­τη­δες, στην ευ­μά­ρεια, στην ψεύ­τι­κη χα­ρά και α­πό­λαυ­ση. Τού έ­τα­ξαν α­πα­τη­λούς πα­ρα­δεί­σους και τον ο­δή­γη­σαν στον ε­κτρο­χια­σμό τής πορεί­ας του.
β) Τον έ­πει­σαν, δυ­στυ­χώς, ό­τι τα κο­σμι­κά πράγ­μα­τα α­ξί­ζουν πε­ρισ­σότε­ρο α­πό ο,τι­δή­πο­τε άλ­λο και τόν με­τέ­τρε­ψαν σε κυ­νη­γό των κο­σμι­κών η­δο­νών.
γ) Τον ο­δή­γη­σαν με μα­θη­μα­τι­κή α­κρί­βεια και με­θο­δι­κό­τη­τα στην παθια­σμέ­νη ζω­ή και τόν έρ­ρι­ξαν με σύ­στη­μα στην πνευ­μα­τι­κή κα­τα­στρο­φή, α­φού τόν έ­πει­σαν ό­τι εί­ναι ό,τι τρώ­ει (ως έ­λε­γε ο τρα­γι­κός Γερ­μα­νός φι­λό­σο­φος Φό­υερ­μπαχ). Γέ­μι­σαν την Ελ­λά­δα με κέ­ντρα δια­φθο­ράς και α­πο­προ­σα­να­τό­λι­σαν την πο­ρεί­α των νέ­ων μας.
δ) Τον ξέ­κο­ψαν α­πό τις πνευ­μα­τι­κές του ρί­ζες, ρή­μα­ξαν την ψυ­χή του, τόν φω­νά­ζουν: «Πρέ­πει να δώ­σου­με ο­γό­νες ου­σί­ες, τόν νάρ­κω­σαν η­θι­κά, διέλυ­σαν την οι­κο­γέ­νεια του, τον έ­κα­ναν ά­πα­τρι. Κα­τέ­στρε­ψαν την οι­κο­νο­μί­α, ρήμα­ξαν την ύ­παι­θρο, αλ­λοί­ω­σαν τον πλη­θυ­σμό. Γκρέ­μι­σαν τα ο­ρά­μα­τά του και κά­λυ­ψαν με α­παί­σιο σύν­νε­φο κο­νιορ­τού τόν ου­ρα­νό πά­νω α­πό το κε­φά­λι του.
ε) Τον πέ­τα­ξαν στα κα­τα­γώ­για τής ε­ρη­μιάς, μα­ζί με τα τρω­κτι­κά τής κα­τα­στρο­φής. Τον έ­σπρω­ξαν α­πό το φως στο α­παί­σιο σκο­τά­δι, με την μυ­ρω­διά τού θα­νά­του να σα­πί­ζη τα πνευ­μό­νια του και να κα­τα­τρώ­γη την  ύ­παρ­ξή του.
στ) Τα δρο­σε­ρά πρό­σω­πα, που ή­ταν σαν το α­στέ­ρι τής αυ­γής, χλώ­μια­σαν και φό­ρε­σαν την  κα­τή­φεια. Τα μά­τια έ­χα­σαν την λα­μπρό­τη­τά τους και μέ­σα από το σκο­τει­νό πλέ­ον βλέμ­μα τους, προ­δί­δουν το πε­σμέ­νο η­θι­κό και την έλ­λειψη ε­μπι­στο­σύ­νης στον ί­διο μας τόν ε­αυ­τό.
Έ­τσι αυ­τός ο ξε­χω­ρι­στός Λα­ός έ­χα­σε:
α) Την χα­ρά του, η ο­ποί­α ή­ταν ζω­γρα­φι­σμέ­νη στα πρό­σω­πα και ε­χα­ρα­κτήρι­ζε ό­λες τις πτυ­χές της ζω­ής του.
β) Την ελ­πί­δα, η ο­ποί­α τού έ­δι­νε την δυ­να­τό­τη­τα να ερ­γά­ζε­ται, να παρά­γη, να δη­μιουρ­γή, να α­ξιο­ποι­ή τις δυ­να­τό­τη­τές του και τα τά­λα­ντα με τα ο­ποί­α τον έ­χει προι­κί­σει ο Δη­μιουρ­γός.
γ) Την αι­σιο­δο­ξί­α, με την ο­ποί­α έ­κα­νε ό­νει­ρα για το μέλ­λον, ξε­περ­νού­σε τις φουρ­τού­νες τής ζω­ής, έ­σπα­ε τα κύ­μα­τα και έ­βγαι­νε νι­κη­τής στην α­ντί­πε­ρα ό­χθη, α­τε­νί­ζο­ντας πλέ­ον α­νοι­κτούς τούς δρό­μους για την ε­πι­τυ­χί­α.
Ό­λοι φω­νά­ζουν: «Πρέ­πει να δώ­σου­με ό­ρα­μα στον Λα­ό». Σε συ­ζη­τή­σεις πού εί­χαμε αυ­τό το διά­στη­μα με πο­λι­τι­κούς, τούς ά­κου­σα να μου ε­πα­να­λαμ­βά­νουν κάτι πο­λύ γνω­στό πλέ­ον. «Ο Λα­ός έ­χα­σε το η­θι­κό του, πρέ­πει να τόν βο­η­θή­σου­με. Να το­νώ­σου­με τόν ψυ­χι­σμό του». Ναι, εί­πα, αυ­τό εί­ναι α­λή­θεια. Ό­λοι μας πρέ­πει να βο­η­θή­σω­με προς αυ­τήν την κα­τεύ­θυν­ση. Και αυ­τό κά­νο­με «με νύ­χια και με δό­ντια», ό­πως λέ­γει πο­λύ σο­φά ο ί­διος ο Λα­ός. Ερ­γα­στή­τε, πρό­σθε­σα, ό­σο εί­ναι α­κό­μα και­ρός ό­λοι σας, με το χέ­ρι στην καρ­διά, ό­χι για τις κα­ρέ­κλες, ό­χι για την δό­ξα, ό­χι για την ε­ξου­σί­α, αλ­λά για την δια­κο­νί­α. Α­γω­νι­στή­τε να σώ­σετε ό,τι α­πέ­μει­νε. Μι­λή­στε με την γλώσ­σα τής α­λή­θε; font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">Γνω­ρί­ζο­με ό­λοι, ό­τι πολ­λι.
  Ό­μως φο­βά­μαι, ό­τι θα ι­σχύ­ση το, «ουκ αν λά­βοις πα­ρά τού μη έ­χο­ντος».
Οι λό­γοι τής Α­γί­ας Γρα­φής εί­ναι σκλη­ροί, ό­μως α­λη­θι­νοί και ε­πί­και­ροι.
«Μη πε­ποί­θα­τε επ’ άρ­χο­ντας ε­πί υ­ιούς αν­θρώ­πων, οίς ουκ έ­στι σω­τη­ρί­α» (Ψαλ­μ. 145).
Αυ­τόν τόν τό­πο δεν θα τον σώ­ση κα­νείς πο­λι­τι­κός και κα­νέ­νμνο­λλι­τι­κό σύ­στη­μα. Αυ­τό τόν τό­πο θα τον σώ­ση ο Θε­ός. Αύ­ριο βρά­δυ θα πλη­ρο­φο­ρη­θού­με τα α­ποτε­λέ­σμα­τα των ε­κλο­γών. Δεν γνω­ρί­ζο­με, ποια θα εί­ναι αύ­ριο η κα­τά­στα­ση στην χώ­ρα μας, ή με­τά α­πό λί­γο και­ρό. Δυ­νά­με­θα ό­μως να ε­πα­να­λά­βω­με με παρ­ρη­σί­α, αι­σιο­δο­ξί­α και βε­βαιό­τη­τα α­να­γέν­νη­σης ου­σια­στι­κής, τόν Κυ­ρια­κό λό­γο.
«Μεί­να­τε εν ε­μοί...» (Μεί­να­τε ε­νω­μέ­νοι μα­ζί μου). «Μεί­να­τε εν εμοί, ί­να βό­τρυν φέ­ρη­τε, ε­γώ γαρ ει­μί της ζω­ής η ά­μπε­λος» ( Μεί­να­τε ε­νωμέ­νοι μα­ζί μου, για να φέ­ρε­τε οί­νον γλυ­κύν (καρ­πόν δη­λα­δήont-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">* Ό­μως σ’ αυ­τή την χώ­ρα υ­πάο­γί­α τής Με­γά­λης Ε­βδο­μά­δος)
Η έ­νω­ση μας με τόν Χρι­στό και την Εκ­κλη­σί­α Του εί­ναι η μό­νη ελπί­δα, η μό­νη ο­δός, εί­ναι η σω­τη­ρί­α μας. Οι κο­σμι­κοί άρ­χο­ντες ε­πρό­δω­σαν και πι­θα­νόν να προ­δώ­σουν και πά­λι τις ελ­πί­δες τού Λα­ού. Δια­χει­ρί­σθη­καν κα­κώς τις τύ­χες του, μη λαμ­βά­νο­ντας υπ’ ό­ψη τους τα ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στικά του, τις βα­θειές του α­να­ζη­τή­σεις, την πί­στη του, την πα­ρά­δο­σή του, την ι­στο­ρί­α του, τις α­νά­γκες του, το θέ­λη­μά του. Το ί­διο, ί­σως, κά­νουν και πά­λι.
* Ό­μως σ’ αυ­τή την χώ­ρα υ­πάρ­χει ευ­τυ­χώς κά­τι πού μέ­νει στα­θε­ρό, α­νέ­πα­φο με την φθο­ρά τού χρό­νου, ξέ­νο με την ό­ποια ε­γκα­τά­λειψη τού Λα­ού. Υ­πάρ­χει η ρί­ζα, πού δί­νει χυ­μούς για να μην ξε­ραθή το δέ­ντρο. Υ­πάρ­χει η πη­γή, που δεν στε­ρεύ­ει πο­τέ, αλ­λά αρ­δεύ­ει τόν τό­πο και δρο­σί­ζει τούς αν­θρώ­πους. Υ­πάρ­χει το φως, πού δια­σχί­ζει τα φοβε­ρά σκο­τά­δια. Υ­πάρ­χει το βάλ­σα­μο, πού θε­ρα­πεύ­ει τις πλη­γές. Υ­πάρ­χει η παρη­γο­ριά, πού σφογ­γί­ζει τα δά­κρυα και δί­δει νό­η­μα στην ζω­ή.
Θέ­λη­σαν να ξε­ρά­νουν την ρί­ζα, να στε­ρέ­ψουν την πη­γή, να σβή­σουν το φως, να σκο­τώ­σουν την πα­ρα­μυ­θί­α. Χρη­σι­μο­ποί­η­σαν, α­νέ­κα­θεν, ποι­κί­λα τεχνά­σμα­τα. Α­πό την συ­κο­φα­ντί­α μέ­χρι την ό­ποια άλ­λη α­πει­λή (Εί­μα­στε έ­τοι­μοι να α­ντι­με­τω­πί­σω­με πά­λι αν χρεια­σθή ό­μοιες ή χει­ρό­τε­ρες κα­τα­στά­σεις). Ποτέ ό­μως  δεν κα­τά­φε­ραν τί­πο­τε. Για­τί αυ­τή η ρί­ζα, εί­ναι πο­λύ βα­θειά και α­νίκη­τη. Η πη­γή εί­ναι α­στεί­ρευ­τη, ο ή­λιος λα­μπρός, η α­γά­πη με­γά­λη, η α­γκα­λιά α­τελεί­ω­τη και για τού­το η θε­ρα­πεί­α και η πα­ρη­γο­ριά δε­δο­μέ­νη.
Μι­λά­ω για ό,τι α­πέ­μει­νε όρ­θιο σ’ αυ­τό τόν τό­πο. Γι αυ­τό πού πο­τέ δεν θα λυ­γί­ση, για­τί δεν εί­ναι αν­θρώ­πι­νο, αλ­λά θε­ϊ­κό. Δεν εί­ναι ψεύ­τι­κο, αλ­λά αλη­θι­νό. Πο­τέ δεν α­πε­γο­ή­τευ­σε, αλ­λά α­ντί­θε­τα μέ τήν θυ­σια­στι­κή α­γά­πη ε­γο­ήτευ­σε. Πο­τέ δεν εί­πε ψέ­μα­τα, αλ­λά με την γλώσ­σα τής α­λή­θειας έ­σω­σε. Ποτέ δεν ε­γκα­τέ­λει­ψε, αλ­λά μά­ζε­ψε πά­ντο­τε τα κομ­μά­τια αυ­τού τού τό­που και τού Λα­ού και συ­ναρ­μο­λό­γη­σε τόν σκε­λε­τό του, στον ο­ποί­ο ε­νε­φύ­ση­σε πνο­ή ζω­ής.
Με­τέ­τρε­ψε το ρη­μα­διό σε πα­ρά­δει­σο, ξα­να­χτί­ζο­ντας ό,τι η α­σύ­νε­τη και σπάτα­λη δύ­να­μη τού κα­κού, έρ­ρι­ξε σε ε­ρεί­πια.
Εί­ναι η Εκ­κλη­σί­α. Ό­σο θα υ­πάρ­χη Εκ­κλη­σί­α, αυ­τός ο τό­πος δεν θα χαθή. Καί εφ’ ό­σον η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι το α­να­στη­μέ­νο Σώ­μα τού νι­κη­τού τού θα­νά­του Κυ­ρί­ου η­μών Ι­η­σού Χρι­στού, αυ­τός ο τό­πος καί ο Λα­ός θα ζή­ση έ­ως τής συ­ντε­λεί­ας τού αιώ­νος.
Α­πό αύ­ριο αυ­τή την α­λή­θεια πρέ­πει να τήν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω­με α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Πρώ­τοι οι πο­λι­τι­κοί και η ό­ποια κυ­βέρ­νη­ση και αν προ­κύ­ψη. Και ύ­στε­ρα ό­λοι οι Έλ­λη­νες. 
Ό­ποιος και αν κυ­βερ­νή­ση αυ­τή την χώ­ρα α­πό αύ­ριο, αν δεν έ­χη υπ’ ό­ψη του ό­λα τα πα­ρα­πά­νω, πού εί­ναι δια­πι­στώ­σεις τού ί­διου τού Λα­ού, θα α­κού­ση στις πα­ρειές του το η­χη­ρό και ε­πώ­δυ­νο «ρά­πι­σμα» τής ι­στο­ρί­ας, η ο­ποί­α εί­ναι α­δέ­κα­στη και δι­δά­σκει μέ­σα α­πό πά­θη και λά­θη. Αν κά­νη το λά­θος και προ­δώ­ση την ρί­ζα, την δρο­σιά και την α­πα­ντο­χή αυ­τού τού Λα­ού, αν πα­ρα­θεω­ρή­ση την ι­στο­ρί­α του, τό­τε εί­μαι βέ­βαιος, ό­τι ο Λα­ός, ό­σο και αν πα­ρασυρ­θή σε πρό­σκαι­ρες κα­τα­στά­σεις, θα α­πο­δει­χθή ο σκλη­ρό­τα­τος τι­μω­ρός, για να ε­πι­τύ­χη την σω­τη­ρί­α του.

Α­γα­πη­τοί μου,
Έ­χε­τε ελ­πί­δα, έ­χε­τε πί­στη, βα­δί­σα­τε με αι­σιο­δο­ξί­α πα­ρά τις ό­ποιες δυσκο­λί­ες. Μη χά­νε­τε το θάρ­ρος σας. Η ψυ­χή έ­χει με­γά­λη δύ­να­μη και α­ντο­χή, γιατί έ­χει θεί­α την κα­τα­γω­γή. Αρ­κεί να εί­ναι ε­νω­μέ­νη μi-language: EN-US;">

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου