Ιωάννα Καρυστιάνη: το δύσκολο αλλά λυτρωτικό πέρασμα του «φαραγγιού» (του Γ. Κόνδη)
1 Μαρτίου 2016
Γράφει ο Γεώργιος Κόνδης
Τα τελευταία χρόνια δεν ήταν μόνο χρόνια καταστροφής. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο ήταν και χρόνια δημιουργίας από άτομα και ομάδες, ακόμη και ομάδες εργασίας του δημόσιου τομέα που μέσα στον γνωστό παραλογισμό του ελληνικού κράτους, κατάφεραν να αποδώσουν στην ελληνική κοινωνία σημαντικό έργο. Στις επιστήμες όπως στα Γράμματα και τις Τέχνες, οι δημιουργοί ξεπέρασαν τα εμπόδια της μιζέριας που επιβάλει η βαθιά ελληνική κρίση στη σκέψη και τη δράση μας και έδειξαν πως υπάρχουν πρόσωπα με αντοχές και δυνάμεις που αντιστρέφουν την κρίση σε κατάσταση γόνιμης σκέψης και δράσης.
Η Ιωάννα Καρυστιάνη αποτελεί ένα από τα εξαιρετικά δείγματα δημιουργών αυτού του είδους και ιδιαίτερα αυτής της στιγμής. Η παρουσία της στον χώρο Τέχνης «Φουγάρο» στο Ναύπλιο, έδωσε την ευκαιρία στο αργολικό κοινό, όχι μόνο να την δουν και να συζητήσουν μαζί της αλλά να γίνουν και αποδέκτες μιας πολύ ανθρώπινης εξομολόγησης: η συγγραφέας με έναν εξαιρετικό ρέοντα λόγο αποκάλυψε τα βιώματα μιας δημιουργικής προσωπικότητας, ενός ξεχωριστού ανθρώπου και ενός ξεχωριστού έργου. Το βίωμα αποτελεί πηγή έμπνευσης φυσικά για κάθε δημιουργό, όμως η «εξομολόγηση» της Ι.Καρυστιάνη αποτέλεσε μια συμπληρωματική επιβεβαίωση για το πώς οι μεγάλοι δημιουργοί μπορούν να το μετουσιώνουν σε πεδίο όπου οι αναγνώστες-θεατές αναγνωρίζουν μέρος του εαυτού τους ή ταυτίζονται συνειδησιακά με τα πρόσωπα και τη δράση τους. Δεν είναι τυχαίο πως η Ιω. Καρυστιάνη έγραψε τις «Νύφες», το σενάριο δηλαδή της ομώνυμης ταινίας του Παντελή Βούλγαρη που τυχαίνει να είναι σύντροφός της στη ζωή.
Παιδί πολυμελούς οικογένειας (εννιά παιδιά) και με εικόνες τόπων να οργώνουν την προσωπική μνήμη από τη Μικρασία μέχρι την Κρήτη, η Καρυστιάνη έφερε στην επιφάνεια του έργου της πρόσωπα και πρακτικές που ορίζουν την καθημερινότητά μας και ταυτόχρονα διαμορφώνουν, μυστικά μερικές φορές, τις αξίες και τις συμπεριφορές που προσδιορίζουν το ανθρώπινο και την παρουσία του. «Ψάχνω να αναδείξω», λέει η ίδια, «αυτό που ονομάζουμε και εννοούμε ανθρωπιά στην καθημερινότητα των σχέσεών μας». Στο προηγούμενο έργο της με τίτλο «Καιρός σκεπτικός» (2011) βάζει μια αγωνίστρια της καθημερινής βιοπάλης, τη Σούλα, να το περιγράψει. Μια γυναίκα που «το παλεύει» στις λαϊκές αγορές σε ένα περιβάλλον «αρσενικό» όπου η ίδια, με τόλμη και αποφασιστικότητα βάζει τη σφραγίδα του «θηλυκού», της ανθρωπιάς.
«Προ καιρού πάλι, σε αντροπαρέα με άλλους συναδέλφους, αφού βάλανε κάτω τις εισπράξεις, μέτρια πράματα, κεσάτια, η κουβέντα πήγε πολύ μακριά, έφτασε ξανά μανά στο χαβαλέ της μιζέριας, πως οι Έλληνες δουλεύουμε πολύ τα χέρια μας, να ξεκοκκαλίζουμε τα παϊδάκια, να χαστουκίσουμε το γιο μας, να μουτζώνουμε το γείτονα, να χειροκροτήσουμε τον αρχηγό, να πατήσουμε την κόρνα, να ρίξουμε τα ζάρια, να σκαλίσουμε τη μύτη, να ξύσουμε τ’αρχίδια μας. Η Σούλα δεν τους μάλωσε, απλώς συμπλήρωσε, να σκάψουμε τα δέντρα, να στουμπίσουμε τις τσιούσκες στο γουδί, να χαϊδέψουμε την εγγόνα, να κλείσουμε τα μάτια του γονιού.»
Μέσα από την αντίθεση αυτή και από πολλές άλλες, η Καρυστιάνη επιμένει να αντιπαλεύει τον «χαβαλέ της μιζέριας» και να αναδεικνύει τις αστείρευτες δυνάμεις των απλών ανθρώπων, των ανθρώπων του μόχθου, εκείνων που τελικά στηρίζουν τη δημιουργία γιατί και οι ίδιοι δημιουργούν. Όμως με το «φαράγγι», ξεκινά μια άλλη πορεία μακριά από εκείνα που μας κρύβουν την πραγματική μας ανθρώπινη διάσταση και το στόχο να δημιουργήσουμε οικογένεια, δουλειές, ιδέες, να ζήσουμε καλύτερα, να…. Εκτός από βιωματικό, το «φαράγγι» της Καρυστιάνη είναι μια δύσκολη αναζήτηση εκείνων των στοιχείων που επέτρεψαν κάποτε να ελπίζουμε στο καλύτερο, να δουλεύουμε γι’αυτό, να το πλάθουμε στο μυαλό και να του δίνουμε μορφή κατά βούληση και να φτάνουμε να το κάνουμε πραγματικότητα. Μπαίνοντας στο φαράγγι η ιδιαίτερη ομορφιά της άγριας φύσης σε βοηθά να βρεις χαρούμενα την έξοδο ανανεωμένος. Γι’αυτό και είναι μια μοναδική στιγμή, όπου ο περιπατητής αναγνωρίζει στον εαυτό του την δυνατότητα να σκεφτεί για τον ίδιο και για τους άλλους χωρίς τις διαμεσολαβήσεις της πολιτικής και του θορύβου της κοινωνικής πραγματικότητας.
«Στο φαράγγι δεν υπήρχαν οι ορτανσίες κι οι μιμόζες της Φεράρα, ούτε καλλωπιστικά φυτά, ούτε καλλωπιστικά χρώματα, όλα μια γκριζάδα αδρή και τραχιά, μια μονοτονία οργανωμένη αγέρωχα για να παρέχει προστασία από τους περισπασμούς, τους πειρασμούς και τους αποπροσανατολισμούς της οργιαστικής πολυχρωμίας. Σ’ένα τέτοιο τόπο, συλλογίστηκε ο Ελισαίος, οι άνθρωποι αφήνουν, έστω για λίγο, κατά μέρος τα περιττά και τα περίπλοκα και μένουν ενώπιος ενωπίω».
Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζει το σημερινό τέλμα, την κρίση, και συνειδητά προσαρμόζει την αντίδρασή της στο γράψιμο, στη φαντασία, στην ελπίδα. «Τι να κάνω;», αναρωτιέται η ίδια σε πρόσφατη συνέντευξη, αλλά το ερώτημα και την απάντηση τα επανέλαβε στην παρουσίαση στο «Φουγάρο»: «Αρπάζομαι από τα σενάρια και τα βιβλία, για να μην αδειάσω τελείως. Ξεγελιέμαι, φουσκώνουν μέσα μου ελπίδες. Τελευταία ξαναδιάβασα Πούσκιν, Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι κι αναρωτιώμουν: πως τα κατάφεραν και ανέλυσαν έτσι τη ρωσική ψυχή; Πως καταφέρνουν να μας αναστατώνουν τόσο πολύ ακόμα; Επειδή μιλούν για τα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης. Χωρίς αυτή τη γνώση, δεν μπορείς να συμμετέχεις συνειδητά στην εποχή σου».
Το φαράγγι αποτελεί ένα από τα υποχρεωτικά περάσματα για να σκεφτούμε ξανά τα απλά πράγματα και τους κανόνες και φτάνοντας στην έξοδο να γνωρίζουμε πως είναι να συμμετέχεις συνειδητά στην εποχή σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου