Μια ιστορία με μαυραγορίτες στο Άργος της Κατοχής (από τον Φοίβο)
18 Φεβρουαρίου 2016
Στο βιβλίο «Οι Ιταλογερμανοί στην Αργολίδα», που εκδόθηκε το 1946, ο Ανδρέας Χ. Χριστόπουλος (Φοίβος) παρουσιάζει με ιδιαίτερα λογοτεχνική γραφή, αληθινές ιστορίες από την Κατοχή, στο Αργος και τα χωριά.
Δημοσιεύουμε μία από αυτές, με τον τίτλο «Ξεπούλημα», η οποία γράφτηκε τον Αύγουστο του 1942 και αναφέρεται στο ξεπούλημα αντικειμένων και κοσμημάτων στους μαυραγορίτες για ένα πιάτο φαϊ. Διαβάζοντας την ιστορία, ίσως αναγνωρίσετε ανάλογες καταστάσεις στη σημερινή εποχή…
——————-
Το παλιό αρχοντικό σπίτι στην κεντρική δημοσιά ξεθώριασε. Τα παράθυρά του σκευρωμένα, τα χρυσοπόμολα στις πόρτες μαυρισμένα, τα κρουστάλλινα τζαμόφυλλα συντριμμένα, τ” ανθοκήπι κατάξερο, σκουπιδιασμένο, σκελετωμένο. Όλα γύρω του μυρίζουν θάνατο και η Λουλού, το πιστό σκυλί της αρχόντισσας, κατσουφιασμένο, αδύναμο, νεκρωμένο, τρεκλίζοντας παίρνει τις ώρες του σούρουπου τη θέση του στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού.
Το παλιό αρχοντικό σπίτι στην κεντρική δημοσιά ξεθώριασε. Τα παράθυρά του σκευρωμένα, τα χρυσοπόμολα στις πόρτες μαυρισμένα, τα κρουστάλλινα τζαμόφυλλα συντριμμένα, τ” ανθοκήπι κατάξερο, σκουπιδιασμένο, σκελετωμένο. Όλα γύρω του μυρίζουν θάνατο και η Λουλού, το πιστό σκυλί της αρχόντισσας, κατσουφιασμένο, αδύναμο, νεκρωμένο, τρεκλίζοντας παίρνει τις ώρες του σούρουπου τη θέση του στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού.
Η κυρά του παλιού ευτυχισμένου καιρού αγνώριστη. Ο κύριος τα ίδια. Το μικρό κοριτσάκι τους κι εκείνο, χλωμιασμένο, αδυνατισμένο, εξαϋλωμένο, μόλις στέκεται στα πόδια του. Το σπίτι μέσα, ρημαγμένο ολότελα. Τα βελούδινα γκρενά στορ πήραν το δρόμο του ξεπουλήματος εδώ και κάμποσο καιρό. Το πράσινο βαριά επιπλωμένο σαλόνι τα ίδια. Το πιάνο πήρε την άγουσα για κάποιο χωριατόσπιτο της Αργολίδας.
«Πενήντα οκάδες αραποσίτι έδωκα, να γρατζουνάν τα κουτσούβελα». Έτσι απάντησε ο ευτυχισμένος χωρικός, σαν τον ρώτησαν για ποιό σκοπό αγόρασε το πιάνο.
Πόσο άλλαξαν οι καιροί!
Μα στ” Αρχοντικό το σπίτι δεν έχουν μείνει τώρα παρά οι τέσσερις τοίχοι• γιατί όλα δόθηκαν στους μαυραγορίτες για ένα κομμάτι ψωμί.
Το παλιό ευτυχισμένο ζευγάρι, που τόσες καλοσύνες είχε σκορπίσει στην πόλη, κοιτάζοντας τη μοναχοκόρη τους να κιτρινίζει και να μαραίνεται σαν Απριλιάτικο ρόδο πήρε, τη μεγάλη και σοβαρή απόφαση: Να πουλήσει τις βέρες του.
Ακουμπισμένοι στο παράθυρο που βλέπει στον κήπο φαίνονται σαν άνθρωποι πώχασαν τον εαυτό τους. Όλα θαμπά στα μάτια τους κι η παλιά ευτυχισμένη ζωή τους περνάει σαν κινηματογραφική ταινία απ” το μυαλό τους απ” την ώρα που πήραν την μεγάλη και φριχτή απόφαση… Σε λίγο ένας χοντροδεμένος κοιλαράς -γνώρισμα μεγάλου μαυραγορίτη- σπρώχνει την πόρτα αδιάκριτα και μπαίνει απρόσκλητα στο εσώτερο του σπιτιού.
Η κυρά τον υποδέχεται με χαρά και λύπη μαζί. Δεν ξέρει αν πρέπει να κλάψει ή αν πρέπει να χαρεί. Το αίσθημα όμως της αυτοσυντήρησης κι η ζωή του παιδιού της διώχνουν κάθε άλλη σκέψη και παίρνει τη μεγάλη απόφαση τελικά.
-Ξέρεις, κύριε Γιώργο… είναι 22 καρατίων η βέρα μου… Πάρτη σε παρακαλώ και τώρα θα σου φέρει κι ο άνδρας μου τη δική του.
-Καλά, καλά κυρία μου… μουρμουρίζει ο χρυσοθήρας της εποχής και στρογγυλοκάθεται στη μοναδική καρέκλα του δωματίου, που τρίζει από το βάρος του.
-Θα σας πληρώσω καλά, ξαναλέει.
Κι ο κύριος του σπιτιού, ο καλόκαρδος κι ανοιχτοχέρης άρχοντας του παλιού καιρού με τρέκλια βήματα, προσπαθώντας να δώσει κουράγιο στη γυναίκα του, πούχε πάρει από αγάπη, κοντοζυγώνει κι αυτός και προσφέρει με τρεμάμενο χέρι τη βέρα του στον έμπορα του χρυσού. Μα την ίδια στιγμή σωριάζεται λιπόθυμος.
Η αγαπημένη του στ” αντίκρισμά του έπαθε κρίση, κι όταν σε λίγο συνήλθε αντίκρισε τον κοιλαρά μαυραγορίτη να τους χαιρετάει μουρμουριστά. Λίγα χιλιάρικα σκόρπια ήταν στο τραπέζι. Από την ψυχή τους είχε ξεκολλήσει κάτι.
Κι όμως το μονάκριβο παιδί τους έπρεπε να ζήσει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου