Λεοντόκαρδος ο Χρήστος Θεοφίλου, γεννιέται στο Κουτσοπόδι Αργους στις 2 Ιανουαρίου 1897. Δύσκολα χρόνια. Είναι ο μικρότερος από 13 αδέλφια και μεταναστεύει στα 13 του στην Αμερική. Παλεύει με διάφορες δουλειές του ποδαριού αλλά στο τέλος τον κερδίζει η πάλη. Επιδεικνύει ζήλο στις προπονήσεις και μαχητικότητα στους αγώνες και γίνεται γρήγορα επαγγελματίας. Οντας μικρόσωμος και χαριτόβρυτος, σε σύγκριση με τους τερατώδεις αντιπάλους του, κερδίζει την εύνοια του κοινού.
Οι θεατές συγκεντρώνονται κατά χιλιάδες στις παλαίστρες για να θαυμάσουν τη δύναμη, την ταχύτητα και την ευστροφία του, μα πάνω από όλα το μοναδικό αεροπλανικό του κόλπο. Στέφεται πολλάκις παγκόσμιος πρωταθλητής. Επειτα από μια σπουδαία εμφάνισή του στην αρένα Λόντον του Πόρτλαντ, ο αθλητικογράφος Ρόσκο Φόσετ τον βαφτίζει Τζιμ Λόντο, όνομα με το οποίο γίνεται διεθνώς γνωστός. Αποσύρεται από την ενεργό δράση το 1946 και η Αμερική τον τιμά με τη χρυσή, αδαμαντοποίκιλτη ζώνη που φορά στις περισσότερες φωτογραφίες.
Νταής εθνικός θεωρείται στην Ελλάδα και γίνεται πανζουρλισμός όταν φτάνει, σαν σήμερα πριν από ακριβώς 80 χρόνια, για να αγωνιστεί με τον Ρωσοπολωνό γίγαντα Κόλα Κβαριάνι. Στο Καλλιμάρμαρο δεν πέφτει καρφίτσα. Ο θρίαμβος του Λόντου επιβεβαιώνει την ανωτερότητα της φυλής και εμπνέει τη λαϊκή μούσα. «Παρ’ την αιμοβορία σου/ και τράβα στην πατρίδα σου,/ αγαπητέ Κοριάνι/ που σ’ έστειλε ο Λόντος μας,/ σε μακρινό σιργιάνι» τραγουδά ο Μάρκος, που δεν τα πηγαίνει τόσο καλά με τα ξένα ονόματα.
Το ρεφρέν στο τσιφτετέλι του Τούντα, που ερμηνεύει η Ρόζα Εσκενάζυ, απηχεί γλαφυρά τη μεγάλη νίκη: «Πέτα τους κάτω Λόντο μου/ λεβέντη μου να ζήσεις/ όλους μπροστά στα πόδια σου/ κανέναν μην αφήσεις. Οπως τον Ρώσο τον τρανό/ τον Ρώσο τον βαρβάτο/ με λεβεντιά τον έσπρωξες/ σωρό τον βάζεις κάτω». Στο «Πρέζα όταν πιεις» του Σώσου Ιωαννίδη ή Ψυριώτη αποδίδεται στον λαϊκό ήρωα ένας κάπως χαμερπής ρόλος, αλλά τα ’χει αυτά η μαστούρα: «Την Γκρέτα Γκάρμπο έχω γκόμινα/ την Μάρλεν Ντίντριχ ερωμένη/ και τον Τζιμ Λόντο καμαριέρη μου/ τα πόδια να μου πλένει».
Ο χαμένος εκείνου του ματς Κόλα Κβαριάνι κάθε άλλο παρά αιμοδιψής είναι. Μανιώδης σκακιστής, συχνάζει, όταν εγκαταλείπει την πάλη, στο «The Flea House» της Νέας Υόρκης όπου γνωρίζεται με τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Η φιλία τους σφραγίζεται με τη συνεργασία στην ταινία «The Killing» (1956). Ο πρώην παλαιστής παίζει έναν πληρωμένο δολοφόνο. Στα τέλη του ’70 το στέκι των σκακιστών γίνεται κακόφημο. Τον Φλεβάρη του ’80 o 77χρονος τότε Κβαριάνι ξεψυχά έπειτα από συμπλοκή με πέντε νεαρούς στην είσοδο του κλαμπ. Ο Λόντος έχει πεθάνει πέντε χρόνια νωρίτερα. Μνημείο του υπάρχει στην Καλιφόρνια.
Μετέωρος