Το Περιφερειακό Κέντρο Προστασίας Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου Ναυπλίου σε ανακοίνωσή του προειδοποιεί τους παραγωγούς για τις «επίκαιρους» κινδύνους της ελιάς και των εσπεριδοειδών.
Έτσι, όπως περιγράφουν οι ειδικοί στο τεχνικό τους δελτίο,το κυκλόνιο αποτελεί μία ασθένεια που προσβάλλει την ελιά, και πιο συγκεκριμένα τα φύλλα και τους ποδίσκους των καρπών, που ωστόσο σπάνια επεκτείνεται στους καρπούς ή τους τρυφερούς βλαστούς.
Για να γίνει έγκαιρη διάγνωση της ασθένειας βοηθάει το γεγονός πως ο μύκητας εμφανίζεται στη επάνω επιφάνεια των φύλλων σχηματίζοντας μάλιστα κυκλικές κηλίδες, ενώ διαθέτει σταχτί καστανό χρώμα και καπνώδη εμφάνιση. Τη μόλυνση του δέντρου όμως από αυτό το μύκητα επιτρέπουν η βροχή, η υγρασία και οι χαμηλές θερμοκρασίες. Και από τη στιγμή που ο μύκητας εξαπλωθεί αρκετά εξασθενώντας έτσι το δέντρο, λαμβάνει χώρα και η φυλλόπτωση.
Βέβαια καλό θα είναι ο παραγωγός να δείξει ιδιαίτερη προσοχή στη διαδικασία της πρόληψης και τον φθινοπωρινό ψεκασμό, καθώς είναι γνωστό πως το κυκλόνιο καταπολεμάται με την εφαρμογή προληπτικών ψεκασμών με χαλκούχα σκευάσματα, ενώ ο φθινοπωρινός ψεκασμός «κρίνει» την πορεία της ασθένειας.
Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, και δεδομένου ότι συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη του μύκητα στο δέντρο, οι ειδικοί συμβουλεύουν να γίνει άμεσα επέμβαση στους ελαιώνες, και δη στους ελαιώνες με ευαίσθητες ποικιλίες -όπως είναι η Καλαμών και το Μανάκι σε αντίθεση με τις πιο «σκληροτράχηλες», όπως η Μεγαρίτικη και η Κορωνέικη-, των περιοχών όπου καταγράφονται φαινόμενα υγρασίας.
Η διαδικασία ,τέλος, αποτελεσματικού ψεκασμού προβλέπει το ψεκαστικό υγρό να είναι από χαλκούχα σκευάσματα ή Ντονίν και να βρέξει καλά το φύλλωμα.
Κίνδυνο όμως για την ελιά , ως γνωστόν, μπορεί να αποτελέσει η χαλαζόπτωση αφού δημιουργεί πληγές στο δέντρο, οι οποίες χρησιμεύουν ως πύλη εισόδου για τους μύκητες και τα βακτήρια. Ο κίνδυνος μάλιστα είναι μεγάλος για τα δέντρα που επλήγησαν από το χαλάζι, ώστε προβλέπεται άμεση, και εντός 24ώρου, επέμβαση στις περιοχές που «χτύπησε» το χαλάζι με χαλκούχο σκεύασμα.
Μια άλλη πάθηση της ελιάς είναι η καπνιά, η κάλυψη δηλαδή ενός στρώματος καπνιάς στα φύλλα του δέντρου. Η πάθηση αυτή οφείλεται στους μύκητες, οι οποίοι αναπτύσσονται σε μελιτώδη εκκρίματα κοκκοειδών, γι’ αυτό και η πρόληψη της καπνιάς αφορά την πρόληψη για να μην εμφανιστούν αυτοί οι μύκητες.
Και πάλι τα χαλκούχα σκευάσματα, και μάλιστα εκείνα που προορίζονται για την καταπολέμηση του κυκλονίου, είναι αυτά που θα βοηθήσουν τον παραγωγό να αντιμετωπίσει την καπνιά και τις λειχήνες.
Επόμενη στη λίστα των κινδύνων είναι η καρκίνωση της ελιάς, μια ασθένεια που δημιουργείται από βακτήρια και αφορά τη δημιουργία καρκινωμάτων -υπερπλασιών- σε βλαστούς και κλάδους. Την ασθένεια ευνοεί ο βροχερός καιρός με την Κορωνέικη να είναι σύνηθες θύμα του, ενώ η μόλυνση του δέντρου οφείλεται στις πληγές του. Οι πληγές αυτές μπορεί να έχουν δημιουργηθεί κατά τη συλλογή του καρπού, με το κλάδεμα ή τα καλλιεργητικά εργαλεία, από το χαλάζι και τον παγετό ή από ουλές λόγω της πτώσης των φύλλων που δεν έχουν ιαθεί πλήρως.
Για να καταπολεμηθεί ο κίνδυνος της συγκεκριμένης ασθένειας απαιτείται κατά το καλοκαίρι και με ξηρό καιρό να γίνεται η αφαίρεση και το κάψιμο των τμημάτων που έχουν προσβληθεί, ενώ όταν η καρκίνωση απλώνεται στον κορμό ή σε μεγάλους βραχίονες προτείνεται η αφαίρεση των όγκων με μαχαίρι και η επάλειψη των πληγών με πυκνό βορδιγάλειο πολτό.
Πέρα από αυτές τις ενέργειες προβλέπεται η συλλογή του καρπού να μη γίνεται με ραβδισμό, ενώ έπειτα από τη συγκομιδή, το κλάδεμα, το καθάρισμα ή μετά από επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα συνιστάται ψεκασμός με χαλκούχα σκευάσματα.
Όσον αφορά τους κινδύνους των εσπεριδοειδών, η ασθένεια της κορυφοξήρας κάνει την εμφάνισή της, η οποία μπορεί να διαπιστωθεί από τον απότομο μαρασμό, χλώρωσης και ξήρανσης των φύλλων, όπως επίσης και από την αποξήρανση κλαδίσκων και βραχιόνων, την αποπληξία και ενδεχομένως τον πορτοκαλόχρωμο, ή και καστανό, χρωματισμό των αγγείων.
Η διασπορά των μολυσμάτων γίνεται με τη βροχή και τον αέρα, το πολλαπλασιαστικό υλικό, αλλά και τα πουλιά. Η αντιμετώπισή της ,από την άλλη, συνιστά τη λήψη καλλιεργητικών και χημικών μέτρων. Τα χημικά μέτρα εφαρμόζονται άμεσα σε οπωρώνες που έχουν ιστορικό της ασθένειας, και αφορούν 3-4 ψεκασμούς ανά μήνα.
Ενώ τα καλλιεργητικά μέτρα αφορούν την αφαίρεση και το κάψιμο, από το Μάη ως και το Σεπτέμβρη, βλαστών, κλαδίσκων, βραχιόνων και λαίμαργων βλαστών των δέντρων συμπεριλαμβανομένων και υγιούς τμήματος του δέντρου.
Πέρα από αυτή τη διαδικασία, συνιστάται προσοχή και αποφυγή δημιουργίας πληγών στο ριζικό σύστημα, περιορισμός της αζωτούχου λίπανσης αλλά και εστίαση των καλλιεργητικών εργασιών την περίοδο Μάη με Σεπτέμβρη, και όχι Οκτώβρη ως Μάη.