Κυριακή, Φεβρουάριος 13, 2011
... «στην παιδική μου όραση έλαμπε υπεράνω η κομμουνιστική μου συνείδηση»
Είκοσι χρόνια από το θάνατο του ποιητή Νίκου Καρούζου
«Διαβαίνω αγιάτρευτος μέσ' στ' όνειρό μου/ σε δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπής»...
«Είθε να μην υπήρχα μαβής ο χτύπος της καρδιάς, αλητεία. Κι αν είπα τις προάλλες τη ζωή αντίρρηση του σκούληκα δεν έπαψε να φουγαρίζει μέσα μου χαώδης η απελπισία»...
Εκφραστής της απλότητας και της άκρας λιτότητας στην προσωπική του ζωή, ο Νίκος Καρούζος κατάφερε να παραμείνει αλώβητος, σαν πραγματικός «αντιστασιακός» του συστήματος μέχρι τα στερνά της ύπαρξής του. Γέννημα θρέμμα της Εθνικής Αντίστασης και της θυελλώδους μεταπολεμικής εποχής, άφησε πίσω του ένα μεγάλο καινοτόμο ποιητικό έργο και μια σεμνή αγωνιστική συνεισφορά στην υπόθεση της κοινωνικής προόδου.
Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στο Ναύπλιο τον Ιούλη του 1925, από πατέρα δάσκαλο και μάνα κόρη παπά. Αρχισε σπουδές Νομικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας χωρίς να τις ολοκληρώσει. Ο πατέρας του ενταγμένος στο ΕΑΜ πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και αργότερα υπέστη όλα τα δεινά της περιόδου. Ο ίδιος ΕΠΟΝίτης, τον καιρό του αγώνα, γνώρισε από νωρίς τις εξορίες (Ικαρία, Μακρόνησος). Πρώτη παρουσία του στη λογοτεχνία το 1949, όταν δημοσίευσε ένα ποίημα στο περιοδικό «Ο Αιώνας μας». Ο ίδιος, σε συνέντευξή του στον «Ρ», είχε πει ότι τα πρώτα του ποιήματα τα είχε στείλει στο περιοδικό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά», το 1945.
Αγωνία θα πει θυσία
«Απ' την ώρα που γεννήθηκα είμαι χρεωμένος στην αγωνία», θα γράψει το 1964. «Αγωνία θα πει θυσία των πραγμάτων, ανάγκη γυμνώσεως ως την ανιδιοκτησία των ουρανών, υλική και σωματική και ψυχική».
Σ' όλη του τη ζωή, παραμένει σταθερά προσηλωμένος στα προσωπικά, αλλά και πανανθρώπινα αναπάντητα ερωτήματα για την αγιάτρευτη απελπισία της ύπαρξης, με έντονες ωστόσο - σε όλο του σχεδόν το έργο - τις κοινωνικές αναφορές και την πολιτική διάσταση, άλλοτε ως οργισμένη αντίδραση στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο και άλλοτε ως ειλικρινής διάθεση συμπαράστασης προς τους φτωχούς και αδύνατους: «Α, όταν χτυπούσα στις πέτρες τα καινούργια μου / παπούτσια για να φαίνονται παλιά... / Δεν ήθελα να διαφέρω απ' τα πολύ φτωχαδάκια / συμμαθητούδια. / Και με πάθος τσαλάκωνα τα καινούργια μου / ρούχα. / Εκτοτε στην παιδική μου όραση έλαμπε υπεράνω / η κομμουνιστική μου συνείδηση».
Ευθαρσώς διακήρυττε την πίστη του στο όραμα της αταξικής κοινωνίας και το διαρκή αγώνα προς αυτήν την κατεύθυνση: «εμείς μπορούμε να δώσουμε τη ζωή μας μέσα σ' ένα συλλαλητήριο, / εσείς τι μπορείτε»;
«Είχα πάντα - είχε πει ο ίδιος, στο "Διαβάζω"- την κοινωνική διάσταση. Πώς θα μπορούσε να γινότανε κι αλλιώς; Είμαστε κοινωνία, είμαστε ιστορία. Συνυπάρχουμε, συνοδυνόμενοι».
...«Ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει»... και ταυτόχρονα «συνθηματογραφούσε» με μια αυθεντική δυναμική: «Οταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα/ δεν το βλέπεις/ αλλά αργότερα κάπου/ θα πονέσει ο πολιτισμός».
Συστηματικά αποφεύγοντας την «υποταγή» στις «μικροανάγκες βολής», αφού η σχέση του με την ύλη περιοριζόταν στα εντελώς απαραίτητα για τη διαβίωση, φτωχός σαν ποιητής, πλούσιος σαν ψυχή, περήφανος σαν τη γενιά του, δε λύγισε μπροστά στο οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε και όταν η πολιτεία τον έκρινε ως ποιητή β΄ κατηγορίας δίνοντάς του σύνταξη 55.000, κατά 5.000 μικρότερη από την α΄ κατηγορία, ο αξιοπρεπής ποιητής δεν τη δέχτηκε. Το είχε άλλωστε προβλέψει από τα νεανικά του ποιήματα. «Μάταιος ο κόσμος, αλλά πέρασμα». Και πέρασε από αυτόν τον κόσμο μεταποιώντας την οδύνη σε ασυμβίβαστη ποιητική φωνή.
«Αν είδατε τη μοναξιά ποτέ πίσω απ' το τζάμι να σας απειλεί μ' ένα μαχαίρι σιωπή που αργά θα σχίσει το δικό σας στήθος όπως φάντασμα την πόρτα περνά με γελαστά τα εξογκωμένα μήλα και να στέκει - θα με αγαπήσετε»...
Ταξιδεύει στον ουρανό
Είκοσι χρόνια πέρασαν από τη μέρα που ο θάνατος (28/9/1990), «βασιλέας των πραγμάτων», τον «ταξιδεύει στον ουρανό». Τα «όνειρά» του δεν τον «έσωσαν» και δεν είναι σίγουρο αν με την αγάπη «σήκωσε την απελπισία του». Είχε δίκιο «σα να μην υπήρξαμε ποτέ κι όμως πονέσαμε απ' τα βάθη».
Οπως έλεγε ο Νικηφόρος Βρεττάκος, «κατά βάθος η ποίηση είναι μι' ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλο τον κόσμο».
Αυτό ήταν και η ποίηση του Νίκου Καρούζου, «μια καρδιά φορτωμένη» τον πόνο και τα όνειρα όλου του κόσμου. Στην περιπλάνησή της, τούτη η καρδιά αναζήτησε την ουσία της ύπαρξης, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα τις ιδέες του: «Μια συμφορά τυλίγεται στο δέντρο. Ολοι οι αδικούμενοι δέντρα είναι αν το προτίμησαν αυτό, μονάχα ν' αδικούνται. Η συμφορά με γήινο χρώμα τυλίγεται στο δέντρο. Ω δύναμη της ζωής λιώσε της συμφοράς το κεφάλι».
Το οπλοστάσιο του Καρούζου δεν υπέκυψε στην ευκολία. Η πείνα και η δίψα του για ελευθερία ενδυνάμωνε τις αλήθειες για τη ζωή και την ποίηση. Η διάπυρη ύλη του πάθους, της οργής, της υπαρξιακής έκρηξης μεταβολίζεται σε μια «συνομιλία», που αποκτά νόημα με τον βαθύ ήχο με τον οποίο υπερασπίζεται αυτήν τη «συνομιλία».
«Βαθύτερο απ' την αγάπη και την ταραχή που φέρνει μέσ' στο στήθος η επιθυμία ζει στο θαλάσσιο βράχο έν' άνθος ολομόναχο. Ποια φωνή το κυρίεψε και μοιάζει σαν να δείχνει την άγνωστη γαλήνη με μικρά χρώματα... Είναι βγαλμένο στους κινδύνους της χαράς αμέριμνο σαν ιδέα».
«Συνομιλώντας» μέσα από την ποίησή του αναγνωρίζεις τον ποιητή που μοχθεί να μεταδώσει νοήματα, που πασχίζει, με τη «λεκτική αθανασία», «για μάτωμα πιο πέρα κι απ' το αίμα».
«Γυρίζει μόνος στα χείλη του παντάνασσα σιωπή συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του. Ωχρός με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός Ελληνας. Πάντα ο δρόμος μέσ' στα μάτια του κ' η λάμψη απ' τη φωτιά που καταλύει τη νύχτα. Γυρίζει μόνος στα χέρια του κλαδί από ελιά γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά αισθάνεται πως όλα χάθηκαν. Μην του μιλάτε είναι άνεργος τα χέρια στις τσέπες του σαν δυο χειροβομβίδες. Μην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες. Ανθη της λεμονιάς λουλούδια του ανέμου στεφάνωσέ τον Ανοιξη τον κλώθει ο θάνατος».
«Επάγγελμα: η ψυχή μου»
Βέβαια, όπως για τους περισσότερους ποιητές, ήταν περιπετειώδης ο τρόπος έκδοσης των βιβλίων του Νίκου Καρούζου. Για πολλά χρόνια, μέχρι τη δεκαετία του '70, τύπωνε με έξοδα δικά του τα βιβλία του. Στη συνέχεια, συνέβαλαν η Εγνατία, το Πολύπλανο, το Υψιλον, ο Εξάντας, ο Ακμων (μία σημαντική ανθολογία, στα 1981), η Γοργώ, η Εστία, ο Καστανιώτης, ο Μίμνερμος, και η Απόπειρα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι εκδόσεις Ερατώ προχώρησαν στην έκδοση των Απάντων του ποιητή, σε τόμους ανάλογα με τη δημιουργική του περίοδο. Εκδόθηκαν η Πρώτη Εποχή και η Δεύτερη Εποχή. Μετά το θάνατο του Νίκου Καρούζου, το έργο του εκδίδεται συγκεντρωμένο σε τόμους από τις εκδόσεις Ικαρος. Εχουν κυκλοφορήσει τα Ποιήματα A΄ και τα Ποιήματα B΄.
Ο,τι και να γράψεις για τον Νίκο Καρούζο, δύσκολο να κατακτήσεις με λέξεις τη φυσιογνωμία του ποιητή που μπήκε με σώμα και πνεύμα στις αγωνίες και τις ελπίδες των καιρών, τη φυσιογνωμία του Νίκου Καρούζου που με την ποίησή του - όπως έγραψε και ο Μ. Μουντές, «ενίσχυσε την αμυντική λειτουργία των ψυχών μας απέναντι στα καταιγιστικά συμπτώματα της καθημερινής κατακρήμνισης ονείρων και αξιών».
Βαθιά πάσχων, ο Νίκος Καρούζος, με μοναχή οπλοφορία το «στήθος» του, πάλεψε την «ακαμψία», μίσησε «την ορατή μυθολογία τους παπάδες/ τη λεκτική τους αθανασία/ τους χλοερούς τόπους ψαλτικής αναψύξεως/ τρομακτικά ψέματα»... ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με το «θάνατο» στην ποίησή του, με την «εκθαμβωτική ασυνέπεια της ύλης», είκαζε «πως ο θάνατος θα έρθει όπως ο ύπνος,/ ο σκοτεινός θάλαμος όπου τραβά η ζωή, φωτογραφίες απ' το υποσυνείδητο», για να δώσει την τελευταία του μάχη «με το θάνατο μέσα μου πλέον ορατό/ - σχεδόν αδιανόητο -/ μεράκι που το 'χω να υπάρξω ακόμη!/... Η ύλη δε με θέλει. Κι αφουγκράζομαι μόνος/ ουσιαστική τίγρη./ Πού πας με τόση ομορφιά;/ Στο βάθος θάνατος».
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι μέσα από τη σιωπή που επιβάλλει ο θάνατος και περισσότερο η λησμονιά που συνοδεύει το τέλος ενός ανθρώπου, εκείνος «κατέγραψε» την «εκδίκηση» στη λησμονιά και την αδιαφορία, συστηνόμενος: «Επάγγελμα: η ψυχή μου»...
Είμαστε όμως τυχερά απελπισμένοι.
«Είθε να μην υπήρχα μαβής ο χτύπος της καρδιάς, αλητεία. Κι αν είπα τις προάλλες τη ζωή αντίρρηση του σκούληκα δεν έπαψε να φουγαρίζει μέσα μου χαώδης η απελπισία»...
Εκφραστής της απλότητας και της άκρας λιτότητας στην προσωπική του ζωή, ο Νίκος Καρούζος κατάφερε να παραμείνει αλώβητος, σαν πραγματικός «αντιστασιακός» του συστήματος μέχρι τα στερνά της ύπαρξής του. Γέννημα θρέμμα της Εθνικής Αντίστασης και της θυελλώδους μεταπολεμικής εποχής, άφησε πίσω του ένα μεγάλο καινοτόμο ποιητικό έργο και μια σεμνή αγωνιστική συνεισφορά στην υπόθεση της κοινωνικής προόδου.
Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στο Ναύπλιο τον Ιούλη του 1925, από πατέρα δάσκαλο και μάνα κόρη παπά. Αρχισε σπουδές Νομικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας χωρίς να τις ολοκληρώσει. Ο πατέρας του ενταγμένος στο ΕΑΜ πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και αργότερα υπέστη όλα τα δεινά της περιόδου. Ο ίδιος ΕΠΟΝίτης, τον καιρό του αγώνα, γνώρισε από νωρίς τις εξορίες (Ικαρία, Μακρόνησος). Πρώτη παρουσία του στη λογοτεχνία το 1949, όταν δημοσίευσε ένα ποίημα στο περιοδικό «Ο Αιώνας μας». Ο ίδιος, σε συνέντευξή του στον «Ρ», είχε πει ότι τα πρώτα του ποιήματα τα είχε στείλει στο περιοδικό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά», το 1945.
Αγωνία θα πει θυσία
«Απ' την ώρα που γεννήθηκα είμαι χρεωμένος στην αγωνία», θα γράψει το 1964. «Αγωνία θα πει θυσία των πραγμάτων, ανάγκη γυμνώσεως ως την ανιδιοκτησία των ουρανών, υλική και σωματική και ψυχική».
Σ' όλη του τη ζωή, παραμένει σταθερά προσηλωμένος στα προσωπικά, αλλά και πανανθρώπινα αναπάντητα ερωτήματα για την αγιάτρευτη απελπισία της ύπαρξης, με έντονες ωστόσο - σε όλο του σχεδόν το έργο - τις κοινωνικές αναφορές και την πολιτική διάσταση, άλλοτε ως οργισμένη αντίδραση στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο και άλλοτε ως ειλικρινής διάθεση συμπαράστασης προς τους φτωχούς και αδύνατους: «Α, όταν χτυπούσα στις πέτρες τα καινούργια μου / παπούτσια για να φαίνονται παλιά... / Δεν ήθελα να διαφέρω απ' τα πολύ φτωχαδάκια / συμμαθητούδια. / Και με πάθος τσαλάκωνα τα καινούργια μου / ρούχα. / Εκτοτε στην παιδική μου όραση έλαμπε υπεράνω / η κομμουνιστική μου συνείδηση».
Ευθαρσώς διακήρυττε την πίστη του στο όραμα της αταξικής κοινωνίας και το διαρκή αγώνα προς αυτήν την κατεύθυνση: «εμείς μπορούμε να δώσουμε τη ζωή μας μέσα σ' ένα συλλαλητήριο, / εσείς τι μπορείτε»;
«Είχα πάντα - είχε πει ο ίδιος, στο "Διαβάζω"- την κοινωνική διάσταση. Πώς θα μπορούσε να γινότανε κι αλλιώς; Είμαστε κοινωνία, είμαστε ιστορία. Συνυπάρχουμε, συνοδυνόμενοι».
...«Ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει»... και ταυτόχρονα «συνθηματογραφούσε» με μια αυθεντική δυναμική: «Οταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα/ δεν το βλέπεις/ αλλά αργότερα κάπου/ θα πονέσει ο πολιτισμός».
Συστηματικά αποφεύγοντας την «υποταγή» στις «μικροανάγκες βολής», αφού η σχέση του με την ύλη περιοριζόταν στα εντελώς απαραίτητα για τη διαβίωση, φτωχός σαν ποιητής, πλούσιος σαν ψυχή, περήφανος σαν τη γενιά του, δε λύγισε μπροστά στο οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε και όταν η πολιτεία τον έκρινε ως ποιητή β΄ κατηγορίας δίνοντάς του σύνταξη 55.000, κατά 5.000 μικρότερη από την α΄ κατηγορία, ο αξιοπρεπής ποιητής δεν τη δέχτηκε. Το είχε άλλωστε προβλέψει από τα νεανικά του ποιήματα. «Μάταιος ο κόσμος, αλλά πέρασμα». Και πέρασε από αυτόν τον κόσμο μεταποιώντας την οδύνη σε ασυμβίβαστη ποιητική φωνή.
«Αν είδατε τη μοναξιά ποτέ πίσω απ' το τζάμι να σας απειλεί μ' ένα μαχαίρι σιωπή που αργά θα σχίσει το δικό σας στήθος όπως φάντασμα την πόρτα περνά με γελαστά τα εξογκωμένα μήλα και να στέκει - θα με αγαπήσετε»...
Ταξιδεύει στον ουρανό
Είκοσι χρόνια πέρασαν από τη μέρα που ο θάνατος (28/9/1990), «βασιλέας των πραγμάτων», τον «ταξιδεύει στον ουρανό». Τα «όνειρά» του δεν τον «έσωσαν» και δεν είναι σίγουρο αν με την αγάπη «σήκωσε την απελπισία του». Είχε δίκιο «σα να μην υπήρξαμε ποτέ κι όμως πονέσαμε απ' τα βάθη».
Οπως έλεγε ο Νικηφόρος Βρεττάκος, «κατά βάθος η ποίηση είναι μι' ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλο τον κόσμο».
Αυτό ήταν και η ποίηση του Νίκου Καρούζου, «μια καρδιά φορτωμένη» τον πόνο και τα όνειρα όλου του κόσμου. Στην περιπλάνησή της, τούτη η καρδιά αναζήτησε την ουσία της ύπαρξης, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα τις ιδέες του: «Μια συμφορά τυλίγεται στο δέντρο. Ολοι οι αδικούμενοι δέντρα είναι αν το προτίμησαν αυτό, μονάχα ν' αδικούνται. Η συμφορά με γήινο χρώμα τυλίγεται στο δέντρο. Ω δύναμη της ζωής λιώσε της συμφοράς το κεφάλι».
Το οπλοστάσιο του Καρούζου δεν υπέκυψε στην ευκολία. Η πείνα και η δίψα του για ελευθερία ενδυνάμωνε τις αλήθειες για τη ζωή και την ποίηση. Η διάπυρη ύλη του πάθους, της οργής, της υπαρξιακής έκρηξης μεταβολίζεται σε μια «συνομιλία», που αποκτά νόημα με τον βαθύ ήχο με τον οποίο υπερασπίζεται αυτήν τη «συνομιλία».
«Βαθύτερο απ' την αγάπη και την ταραχή που φέρνει μέσ' στο στήθος η επιθυμία ζει στο θαλάσσιο βράχο έν' άνθος ολομόναχο. Ποια φωνή το κυρίεψε και μοιάζει σαν να δείχνει την άγνωστη γαλήνη με μικρά χρώματα... Είναι βγαλμένο στους κινδύνους της χαράς αμέριμνο σαν ιδέα».
«Συνομιλώντας» μέσα από την ποίησή του αναγνωρίζεις τον ποιητή που μοχθεί να μεταδώσει νοήματα, που πασχίζει, με τη «λεκτική αθανασία», «για μάτωμα πιο πέρα κι απ' το αίμα».
«Γυρίζει μόνος στα χείλη του παντάνασσα σιωπή συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του. Ωχρός με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός Ελληνας. Πάντα ο δρόμος μέσ' στα μάτια του κ' η λάμψη απ' τη φωτιά που καταλύει τη νύχτα. Γυρίζει μόνος στα χέρια του κλαδί από ελιά γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά αισθάνεται πως όλα χάθηκαν. Μην του μιλάτε είναι άνεργος τα χέρια στις τσέπες του σαν δυο χειροβομβίδες. Μην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες. Ανθη της λεμονιάς λουλούδια του ανέμου στεφάνωσέ τον Ανοιξη τον κλώθει ο θάνατος».
«Επάγγελμα: η ψυχή μου»
Βέβαια, όπως για τους περισσότερους ποιητές, ήταν περιπετειώδης ο τρόπος έκδοσης των βιβλίων του Νίκου Καρούζου. Για πολλά χρόνια, μέχρι τη δεκαετία του '70, τύπωνε με έξοδα δικά του τα βιβλία του. Στη συνέχεια, συνέβαλαν η Εγνατία, το Πολύπλανο, το Υψιλον, ο Εξάντας, ο Ακμων (μία σημαντική ανθολογία, στα 1981), η Γοργώ, η Εστία, ο Καστανιώτης, ο Μίμνερμος, και η Απόπειρα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι εκδόσεις Ερατώ προχώρησαν στην έκδοση των Απάντων του ποιητή, σε τόμους ανάλογα με τη δημιουργική του περίοδο. Εκδόθηκαν η Πρώτη Εποχή και η Δεύτερη Εποχή. Μετά το θάνατο του Νίκου Καρούζου, το έργο του εκδίδεται συγκεντρωμένο σε τόμους από τις εκδόσεις Ικαρος. Εχουν κυκλοφορήσει τα Ποιήματα A΄ και τα Ποιήματα B΄.
Ο,τι και να γράψεις για τον Νίκο Καρούζο, δύσκολο να κατακτήσεις με λέξεις τη φυσιογνωμία του ποιητή που μπήκε με σώμα και πνεύμα στις αγωνίες και τις ελπίδες των καιρών, τη φυσιογνωμία του Νίκου Καρούζου που με την ποίησή του - όπως έγραψε και ο Μ. Μουντές, «ενίσχυσε την αμυντική λειτουργία των ψυχών μας απέναντι στα καταιγιστικά συμπτώματα της καθημερινής κατακρήμνισης ονείρων και αξιών».
Βαθιά πάσχων, ο Νίκος Καρούζος, με μοναχή οπλοφορία το «στήθος» του, πάλεψε την «ακαμψία», μίσησε «την ορατή μυθολογία τους παπάδες/ τη λεκτική τους αθανασία/ τους χλοερούς τόπους ψαλτικής αναψύξεως/ τρομακτικά ψέματα»... ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με το «θάνατο» στην ποίησή του, με την «εκθαμβωτική ασυνέπεια της ύλης», είκαζε «πως ο θάνατος θα έρθει όπως ο ύπνος,/ ο σκοτεινός θάλαμος όπου τραβά η ζωή, φωτογραφίες απ' το υποσυνείδητο», για να δώσει την τελευταία του μάχη «με το θάνατο μέσα μου πλέον ορατό/ - σχεδόν αδιανόητο -/ μεράκι που το 'χω να υπάρξω ακόμη!/... Η ύλη δε με θέλει. Κι αφουγκράζομαι μόνος/ ουσιαστική τίγρη./ Πού πας με τόση ομορφιά;/ Στο βάθος θάνατος».
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι μέσα από τη σιωπή που επιβάλλει ο θάνατος και περισσότερο η λησμονιά που συνοδεύει το τέλος ενός ανθρώπου, εκείνος «κατέγραψε» την «εκδίκηση» στη λησμονιά και την αδιαφορία, συστηνόμενος: «Επάγγελμα: η ψυχή μου»...
Είμαστε όμως τυχερά απελπισμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου