Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ ΠΟΥ ΠΕΙΡΑΖΕ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΤΡΙΕΣ
Κατά την παραμονή του στο Ναύπλιο το 1826, ο Γιώργος Καραϊσκάκης φιλοξενήθηκε στο Άργος από τον Σταματέλο Αντωνόπουλο. Ο οπλαρχηγός πήγε στο σπίτι του Αντωνόπουλου παρέα με έναν ένοπλο νεαρό, ο οποίος διέμεινε στο μαγειρείο κάνοντας παρέα στο υπηρετικό προσωπικό.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος ακούστηκαν κραυγές και διαμαρτυρίες από την μεριά των υπηρετριών. Η οικοδέσποινα εγκατέλειψε την τραπεζαρία και έτρεξε στο μαγειρείο για να μάθει τι συμβαίνει. Όταν επέστρεψε στο τραπέζι ήταν ταραγμένη…
Ο Καραϊσκάκης, έξυπνος όπως ήταν, φαίνεται πως κατάλαβε τι είχε συμβεί. Ρώτησε τη σύζυγο του Αντωνόπουλου: “Τι συνέβη κυρά; Μήπως εκείνος ο δικός μου πείραξε τις δούλες”; Αμέσως καλεί τον νεαρό ακόλουθό του στην αίθουσα του γεύματος και του φωνάζει: “Μωρή, βγάλτα στήθια σου όξω”.
Όλοι έσκασαν στα γέλια. Φανερώθηκε πως τα πειράγματα προς τις υπηρέτριες ήταν απλώς αστειότητες νεαρής γυναίκας… Ήταν η Μαριώ, φιλενάδα του Καραϊσκάκη, η οποία τον ακολουθούσε σε όλες τις εκστρατείες του.
Ο ΛΑΣΠΩΜΕΝΟΣ ΤΣΩΚΡΗΣ «ΕΚΒΙΑΖΕΙ» ΤΟΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
1825. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με το στράτευμα του έχουν στρατοπεδεύσει στους Μύλους και ξεκουράζονται. Ο «Γέρος» βρίσκεται στην ακροθαλασσιά και παίζει με τους στρατιώτες τις αμάδες…
Αρκετοί από αυτούς προτίμησαν να σνομπάρουν το παιχνίδι και παίρνοντας άδεια “από τη σημαία” εξαφανίστηκαν στις γύρω περιοχές. Μεταξύ των κοπανατζήδων και ο ικανότατος γραφέας Ιωάννης Φιλήμων, που είχε πάει στην Τριπολιτσά.
Όταν γύρισε στους Μύλους έψαξε να βρει βάρκα για μεταβεί απέναντι, στο Ναύπλιο. Ο Κολοκοτρώνης όμως τον είδε και του είπε: “Γιατί δεν με ρώτησες; Tι φυλάω εγώ εδώ; Γενικός αρχηγός είμαι ή τσοπάνης”;
Τον άρπαξε, του πέταξε τα όπλα και άρχισε να τον γρονθοκοπεί. Οι υπόλοιποι έτρεξαν να τους χωρίσουν. Τράβηξαν τον Φιλήμονα για να μην του κάνει κακό ο Γέρος και τον φυλάκισαν στις … τουαλέτες. (Στη συνέχεια μαθεύτηκε πως ο Φιλήμονας είχε πάει στην Τρίπολη έπειτα από διαταγή μελών του Εκτελεστικού).
Την ίδια ημέρα, ο Δημήτριος Τσώκρης με τον υπασπιστή του Κολοκοτρώνη, τον Φωτάκο, επέστρεφαν έφιπποι από το Ναύπλιο στους Μύλους.
Στο δρόμο, στην περιοχή Κιόσκια (κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα), έγινε ένα ατύχημα: Ο Τσώκρης με το άλογό του πέφτουν σε μια τεράστια λακούβα του βάλτου. Το άλογο βγήκε, ο αναβάτης όμως βυθίστηκε και λασπώθηκε από την κορυφή ως τα νύχια.
Ο Φωτάκος άρχισε να γελά. Δεν πήγε όμως να τον βγάλει γιατί κατάλαβε ότι θα τον έριχνε και τον ίδιο μέσα για να μοιραστεί τα πειράγματα των συντρόφων. Έφυγε αμέσως για τους Μύλους ώστε να πληροφορήσει τι συνέβη και να γίνει η ανάλογη υποδοχή στον Τσώκρη…
Μόλις ο λασπωμένος αναβάτης έφτασε, όλοι τον περίμεναν με γέλια. Με τις λάσπες στη φουστανέλα έμαθε και για το συμβάν του καλού του φίλου, του Φιλήμονα. Τότε “εκβίασε” τον Κολοκοτρώνη, για την απελευθέρωσή του: “Βγάλτον αμέσως γιατί διαφορετικά θα σε αγκαλιάσω” του είπε κι άρχισε να τον κυνηγά. Ο Γέρος του Μοριά που δεν ήθελε να λερωθεί και που δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια του, τού έκανε το χατήρι.
Γ. Νικολόπουλος