Η παλιά αργείτικη Aποκριά και ο «Κουταλιανός» Σταύρος Δελόπουλος (κείμενο του Σπύρου Μήλια)
2 Μαρτίου 2016
(από το βιβλίο του Σπύρου Μήλια «Εύθυμα κι Αργείτικα»)
Δεν ήτο δυνατό να αποφευχθεί ένα μικρό αφιέρωμα για τον «Κουταλιανό» Σταύρο Δελόπουλο. Υπήρξε μια φιγούρα του παλιού Άργους. Ένας τύπος και πολύ πιότερο τώρα τις Απόκριες που έκανε με την παρουσία του διασκεδαστικότερες τις ημέρες αυτές πουλώντας κορδέλες, χαρτοπόλεμο και φορώντας στο μεγάλο κεφάλι του ένα τεράστιο κόκκινο φέσι κάνοντας έτσι πιο γουστόζικη την παρουσία του και δίνοντας μπόι στο κοντό σώμα του, μιας και ήταν σχεδόν νάνος. Κωμική εμφάνιση, ναι, αλλά με μια μυϊκή δύναμη ταύρου.
Το επάγγελμα του; Σιδηρουργός. Στο αμόνι όλη μέρα να χτυπάει τη βαριά και, τη βαριοπούλα, να σμιλεύει τα σίδερα κάνοντας τα να παίρνουν το σχήμα που ήθελε. Να λυγίζουν λες και ήταν από προζύμι. Προικισμένος με δύναμη ταύρου, η βαριά έπεφτε πάνω στο αμόνι 3-4 φορές απανωτές, πράγμα πολύ δύσκολο γιατί χρειαζόταν πολλή δύναμη και αντοχή. Αλλά για το Σταύρο Κουταλιανό ήταν παιχνιδάκι. Εξ ου και το παρατσούκλι «σίδερα μασάει ο Κουταλιανός».
Είχε δουλέψει στο Ντοκάκη το γύφτικο, του Καραλή. Ακόμα είχε δουλέψει στο μύλο και στο λιοτρίβι τωνΑφών Σχοινοχωρίτη, στο μηχανουργείο Δανιήλ Μαρίνου. Ο Κώστας Μαρίνος είχε παντρέψει τοΓεώργιο Σχοινοχωρίτη και το κουμπαριό είχε επεκταθεί και στον Κουταλιανό και τους αποκαλούσε κι αυτούς κουμπάρους μιας και ήτανε κουμπάροι του αφεντικού του. Άντε βρες και σήμερα τέτοιους ανθρώπους.
Είχε μια μανία με την καθαριότητα του μηχανουργείου. Έλαμπε ούλο από πάστρα. Μια σκούπα τη βδομάδα χάλαγε κι ο Μαρίνος γκρίνιαζε: Πάλι σκούπα ρε Σταύρο; Προχθές δε σ” αγόρασα; Όχι θ” αφήσω το μαγαζί να βρωμίσει γιατί εσύ είσαι τσιγκούνης και λυπάσαι τη σκούπα, απαντούσε ο Σταύρος.
Τις Απόκριες ο Κουταλιανός πούλαγε αποκριάτικα είδη και με τη στεντόρεια φωνή του διαλαλούσε και προέτρεπε τον κόσμο να αγοράσει το αποκριάτικο εμπόρευμα του: Κορδέλες, χαρτοπόλεμοοοοο. Βουνό τότε στην πλατεία και στους δρόμους ο χαρτοπόλεμος και οι κορδέλες.
Τις Απόκριες ο Κουταλιανός πούλαγε αποκριάτικα είδη και με τη στεντόρεια φωνή του διαλαλούσε και προέτρεπε τον κόσμο να αγοράσει το αποκριάτικο εμπόρευμα του: Κορδέλες, χαρτοπόλεμοοοοο. Βουνό τότε στην πλατεία και στους δρόμους ο χαρτοπόλεμος και οι κορδέλες.
Αυτή η στεντόρεια φωνή, γινότανε αγριοφωνάρα, βρυχηθμός λέοντος, κάθε Κυριακή απόγευμα όταν παρακολουθούσε τον αγώνα της αγαπημένης του ομάδας του Παναργειακού και απευθύνετο στο διαιτητήΠαναγιώτη Κουτρούλη: Ρε γιαουρτάαααα, θα σε σκίσω (ο Κουτρούλης ήταν ζαχαροπλάστης και έφτιαχνε γιαούρτι), όταν νόμιζε ότι αδικούσε τον Παναργειακό. Είχε χάσει το αριστερό του μάτι όταν ήτανε μικρός με δυναμίτιδα, την οποίαν από άγνοια χτύπησε με πέτρα.
Μια φιγούρα του Αργους και της Αργείτικης Αποκριάς. Οι παλιές Αργείτικες Απόκριες έσβησαν. Πριν πεθάνει ο Κουταλιανός τις είδε να πεθαίνουν τις Απόκριες, πριν ακόμη ο Κύριος τον καλέσει κοντά Του. Εμείς οι Αργείτες λέμε: Πέθανε ο Παρασκευάς, ο Κουταλιανός ξεράθηκε το ζουμπούλι στις Αργείτικες αυλές, έφυγαν οι τσολιάδες, που με τη φέρμελη, το σελάχι τους και το βούρδουλα τους, έδειχναν το μεγαλείο της Ελλάδας, τους Έλληνες και μας θύμιζαν το ’21. Πέθανε η Πιπίνα, Αποκριάτικια νύφη, χάθηκε ο βασταγάλιας και η άμαξα του. Χάθηκαν οι χοροί στις γειτονιές, Ξεριά, Γιοφύρια, Μαρίνου, Πούλου, Τούρλα, Φούφου.
Έσβησε το γαϊτανάκι. Ε! Τότε πέθανε και η Αποκριά του Άργους. Έφυγαν οι Απόκριες και μαζί τους ανεπιστρεπτί όλοι οι τύποι και οι φιγούρες τους. Κι έμειναν μόνο οι ωραίες αναμνήσεις τους για μας τους παλιούς Αργείτες. Αλλά πάει κι ο Φοίβος (Ανδρέας Χριστόπουλος) που τραγούδησε τις Αργείτικες Αποκριές (γεια σου Χαντζίκο σταυραϊτέ, Νικηταρά στο πόδι, χορό κρατάς από τα χθες κι ας το φυλάς το πόδι).Πέθανε ο Σπύρος Παναγιωτόπουλος με τους ωραίους στίχους του τραγουδιού του («Αργειτοπούλα όμορφη, ξανθιά, γαλανομάτα, την πονεμένη μου καρδιά έκανες κομμάτια»). Πέθανε κι ο μουσικός Γιάννης Ηλιόπουλος με την ωραία μουσική που είχε επενδύσει το τραγούδι. Παλιές Αργείτικες Αποκριές με ωραίους ανθρώπους.
ΥΓ. Ο Σταύρος Κουταλιανός πέθανε το 1996 στο γηροκομείο του Αργους σε ηλικία 74 χρόνων. Δεν έπαψε όμως με το καρεκλάκι του και το τραπεζάκι τον το κουτάκι που έγραφε υπέρ τον γηροκομείου, έξω απ” τη γωνία του Διβρή να περιμένει τις ενισχύσεις υπέρ του γηροκομείου.