Ιερή Συνάντηση
Κατά τον 10ο αι. μ.Χ. έζησαν και έδρασαν στην Αργολίδα δύο σπουδαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που αναδείχθηκαν σε Αγίους της Εκκλησίας μας. Ήταν ο Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους και ο Όσιος Θεοδόσιος ο Νέος ο Ιαματικός.
Ο Επίσκοπος Πέτρος αποφάσισε κάποια στιγμή να επισκεφθεί τον ασκητή Θεοδόσιο και να τον γνωρίσει από κοντά, έχοντας ακούσει -ακόμα και από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως- κολακευτικά και τιμητικά λόγια.
Ο Άγιος Θεοδόσιος, με το θείο χάρισμα της προορατικότητας που είχε, γνώριζε για την επίσκεψη του Επισκόπου του. Τοποθέτησε τότε αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι στο σκούφο του και κατέβηκε ταπεινά να τον υποδεχτεί. Σε κάποιο σημείο κάθισε ο Ιεράρχης να ξαποστάσει, οπότε βλέπει να τον πλησιάζει ο Όσιος Θεοδόσιος βαστάζοντας στα χέρια του το καλογερικό του σκουφί, μέσα στο όποιο είχε βάλει αναμμένα κάρβουνα και έκαιγε λιβανωτό, αντί θυμιατηρίου και να τον θυμιάζει. Και κατά παράδοξο τρόπο ούτε το σκουφί ούτε το χέρι του Όσίου καιγόταν. Τότε βεβαιώθηκε ο άγιος Ιεράρχης περί της οσιότητας του ασκητή και αντάλλαξε μαζί του εγκάρδιο ασπασμό. Έτσι, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε η Ιερή αυτή Συνάντηση των δύο Αγίων Πατέρων.
Στο σημείο της εν λόγω Συνάντησης έχει κτισθεί ένα μικρό κάτασπρο εκκλησάκι, στ’ αριστερά της ανόδου του επισκέπτη και 500 περίπου μέτρα πριν από το προαύλιο της Μονής του Οσίου Θεοδοσίου. Μερικά πέτρινα σκαλοπάτια οδηγούν στο μικρό ναό. Στη βάση τους υπάρχει ένα προσκυνητάρι. Δίπλα από το προσκυνητάρι βλέπει κανείς ένα βαθούλωμα στο βράχο, το οποίο λέγεται πως είναι ο τόπος όπου καθόταν ο Όσιος Θεοδόσιος και ανέμενε τον Άγιο Πέτρο.
Η μνήμη του συμβάντος τιμάται μεγαλοπρεπώς κάθε χρόνο, από το 1956, συνήθως την πρώτη Κυριακή ύστερα από τις 3 του Μάη -γιορτή του Αγίου Πέτρου- ή κάποια κοντινή Κυριακή, σύμφωνα με την απόφαση της τοπικής Εκκλησίας.