Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Χρονικά της Κατοχής – Μαρτυρίες του κυρίου Ανάργυρου Λάμπρου: Όμηρος στην Ακροναυπλία

11139953_1690477894539514_6291905881065154778_n
Για την αντιγραφή:  Γιώργος Ρούβαλης
Για την αντιγραφή:
Γιώργος Ρούβαλης
Το 1943 η Ιταλία συνθηκολόγησε και σταμάτησε τον πόλεμο. Στο Ναύπλιο κατακτητές ήταν οι Ιταλοί μέχρι τότε, αλλά κατόπιν μπήκαν οι Γερμανοί. Τους Ιταλούς τους ξέραμε: δεν ήταν τόσο τρομεροί. Στους στρατώνες που βρίσκονταν στα Πέντε Αδέλφια, κάτω από τη γειτονιά μας του Ψαρομαχαλά, πηγαίναμε τα μεσημέρια και μας δίνανε από το καζάνι ό,τι φαΐ είχε περισσέψει. Ο μικρότερος αδελφός μου, ο Πέτρος, φώναζε του λοχία «Roberto, poco pane» κι εκείνος του έδινε. Ακόμα, οι Ιταλοί κυνήγαγαν με μανία όλες τις γάτες, για να τις φάνε. Δεν είχε μείνει γάτα για γάτα στον Ψαρομαχαλά.
Όμως οι Γερμανοί ήταν τελείως διαφορετικοί. Καταρχήν δεν τραγούδαγαν καθόλου όπως νωρίτερα οι Ιταλοί. Μετά, γι’ αυτούς η ζωή των Ελλήνων δεν είχε καμία σημασία. Μπορούσαν να σε τουφεκίσουν με οποιαδήποτε αφορμή. Εμείς είχαμε τη βάρκα μας, που είχε φτιάξει ο πατέρας μου, Σπετσιώτης καραβομαραγκός, και πηγαίναμε απέναντι στο Άστρος να φέρουμε κάρβουνο και λάδι. Ένας γέρος με μια άλλη βάρκα κι ένα παιδί συγγενή του 14 χρονών πάει να δέσει κι αυτός στο λιμάνι και βλέπει σε μια βάρκα των Γερμανών μια μεγάλη μπαρούμα διπλωμένη τακτικά στρογγυλά. Τότε υπήρχε μεγάλη έλλειψη από σχοινιά κι ο γέρος στα γρήγορα τη βούτηξε. Βέβαια κάποιος τον είδε, τον συνέλαβαν, τον έστειλαν στην Κόρινθο και σε δυο μέρες τον είχαν εκτελέσει. Απέμεινε το παιδί μόνο του με τη βάρκα χωρίς να ξέρει τί να κάνει.
Στο Φανάρι που βρίσκεται στη είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου, οι Γερμανοί είχαν στήσει μια παραγκούλα με δυο-τρεις στρατιώτες κι ένα λοχία. Αυτός λεγόταν Χανς και έκανε όλους τους ελέγχους στις βάρκες που έμπαιναν κι έβγαιναν από το λιμάνι. Του άρεσε πολύ και το ποτό. Εγώ, επειδή ταξιδεύαμε συχνά με τη βάρκα του πατέρα μου, τον ήξερα και τον χαιρέταγα. Πάντα όμως τα χαρτιά μας και οι άδειες ήταν εντάξει.
Μια μέρα με βρίσκει στο δρόμο και μου λέει «έλα μαζί μου να σου πω». «Πού θέλεις να πάμε;» του λέω εγώ. «Έλα μαζί μου και θα δεις». Με παίρνει λοιπόν μαζί του στην παράγκα και στον τοίχο κρεμόταν μια αραβίδα ιταλική. Την ξεκρεμάει, μου τη δίνει και μου λέει «ρίξε». Απέναντι απ’ το Φανάρι είχε κολλήσει και μισοβυθιστεί ένα εγγλέζικο πλοίο, κρουαζιερόπλοιο, που λεγόταν Ulster Prince. Αυτό το πλοίο είχε έρθει στο Ναύπλιο για να πάρει τα συμμαχικά στρατεύματα, αλλά ο καπετάνιος δεν άκουσε τον πιλότο και θέλησε να μπει στο λιμάνι, όπου και κόλλησε. Μετά άρχισε ο βομβαρδισμός από τα στούκας. Έρχονταν ένα-ένα, έκαναν κάθετη εφόρμηση, έριχναν τις βόμβες κι έφευγαν. Αλλά το πλοίο αδύνατον να βυθιστεί γιατί είχε κολλήσει. Να φανταστείτε ότι οι Γερμανοί είχαν καταλάβει πλέον όλη την Πελοπόννησο, αλλά τα στούκας έρχονταν ακόμα εκεί να βομβαρδίσουν το μισοβυθισμένο πλοίο. Μέχρις ότου οι Γερμανοί πήραν από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, που ήταν πάνω στο λιμάνι, όλα τα σεντόνια και έφτιαξαν μπροστά στο χώμα έναν άσπρο αγκυλωτό σταυρό. Μόνον έτσι τα στούκας σταμάτησαν να βομβαρδίζουν.
Σ’ αυτό το πλοίο λοιπόν μου λέει ο Χανς να ρίξω, δηλαδή στη μισή πλώρη που είχε μείνει έξω. Εγώ βέβαια φοβόμουνα μην μπλέξω και δεν ήθελα. Τελικά, με το ζόρι ρίχνω μια-δυο σφαίρες. Γέλια ο Χανς και χαρές. Μετά με άφησε να φύγω.
Εμείς μέναμε στον Ψαρομαχαλά και ο πατέρας μου έφτιαχνε βάρκες. Παλιότερα είχε πάει στην Αμερική, όπου δούλευε στους σιδηροδρόμους εγκαθιστώντας ράγες. Αλλά δεν έκανε λεφτά και γύρισε πίσω, μετά από γράμμα του πατέρα του για το καθήκον του να καταταγεί στο στρατό το 1912 στο Βαλκανικό πόλεμο, τόσο φτωχός όσο και πριν. Με τη βάρκα μας λοιπόν κάναμε δρομολόγια απέναντι στο Άστρος μεταφέροντας κάρβουνο και λάδι.
Σε δύο μέρες εμφανίζονται στο σπιτάκι μας δύο Γερμανοί της Αστυνομίας και με συλλαμβάνουν. Δε μου είπαν γιατί. Με μετέφεραν και με έκλεισαν στην Ακροναυπλία, το μεγάλο κτίριο φυλακών που ήταν πάνω από τη γειτονιά μας. Απ’ τα παράθυρα έβλεπα κάτω το σπίτι μου. Η Ακροναυπλία είχε τρεις ορόφους, στον πρώτο ήταν οι κρατούμενοι από τους Έλληνες, στο δεύτερο οι κρατούμενοι από τους Γερμανούς και στον τρίτο οι κομμουνιστές. Περίπου κάθε μέρα με παίρνανε κάτω στην Κομμαντατούρ, στην οικία Βίγγα στην πλατεία Συντάγματος για ανάκριση. Τελικά μου είπαν ότι η αραβίδα είχε εξαφανιστεί και ότι εγώ την είχα πάρει. Εγώ να ορκίζομαι και να κλαίω ότι δεν την είχα αγγίξει. Κάθε φορά με έβαζαν να βγάλω το σακάκι μου κι άρχιζαν να με χτυπάνε στην πλάτη. Ακόμα τα έχω τα σημάδια. Αλλά δεν μπορούσα να ομολογήσω, αφού δεν είχα κάνει τίποτα.
Κάθε τόσο έπαιρναν ορισμένους από μας και τους έστελναν στην Κόρινθο. Εκεί αργά ή γρήγορα είχες σίγουρη την εκτέλεση. Από το θάλαμό μου πήραν αρκετούς. Εγώ να περιμένω και να αγωνιώ. Πέρασε έτσι ένας μήνας, μάλλον ακριβώς 38 ημέρες. Στο σπίτι μου είχα ειδοποιήσει από την πρώτη μέρα φωνάζοντας την αδελφή μου κάτω στο σπίτι, η οποία ανέβηκε και της είχα πει ότι με έπιασαν.
Την 38η μέρα έρχονται και μου δίνουν εξιτήριο. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Φαίνεται ότι ο ίδιος ο Χανς είχε πάρει και είχε πουλήσει την αραβίδα και το ανακάλυψαν. Ο ίδιος πέρασε από τουφέκι κι εμένα με άφησαν.
Φτάνω λοιπόν μπροστά στο σπίτι μου, βγαίνει η μάνα μου και της λέω «στο σπίτι δεν μπαίνω, γιατί είμαι γεμάτος ψείρα». « Έχεις δίκιο», μου λέει, «έλα στο υπόγειο». Εκεί είχαμε ένα καζάνι όπου βράζαμε νερό για τη μπουγάδα και πήρε και πέταξε τα ρούχα μου που ήταν γεμάτα ψείρα και με έκανε μπάνιο. Έτσι μπόρεσα να μπω στο σπίτι και να κοιμηθώ επιτέλους.
Πέρασαν μια-δυο μέρες και δεν τολμούσα να βγω έξω μήπως και με ξαναπιάσουν. Τελικά επειδή ήθελα να δω τους φίλους μου, κατεβαίνω κάτω και πάω στον Καποδίστρια, στο καφενείο, όπου βρίσκω ένα φίλο μου, τον Μαλάνο. Αφού είπαμε δυο κουβέντες και είμαστε έτοιμοι να χωρίσουμε, εμφανίζονται πάλι δύο Γερμανοί γκεσταπίτες, διώχνουν τον Μαλάνο και μου λένε «εσύ έλα μαζί μας». Με πάνε στο κτίριό τους, περίμενα λίγο και μου δίνουν ένα πακέτο. Μέσα είχε δύο σαπούνια, ζάχαρη, κονσέρβες και τσιγάρα. Μου λένε «αυτό είναι δικό σου, δώρο από μας». Αλλά μαζί μ’ αυτό μου δίνουν και μία λευκή κόλλα και μου λένε «εδώ θα γράψεις όσους ξέρεις ότι είναι στην ΕΠΟΝ». Γυρνάω σπίτι κι ο πατέρας μου μου λέει «Αυτοί δεν πρόκειται να σε αφήσουν ήσυχο, πάρε τη βάρκα και φύγε». Παίρνω λοιπόν τη βάρκα και φεύγω στις Σπέτσες, όπου επειδή καταγόμασταν από κει, είχαμε πολλούς συγγενείς. Εκεί δεν ήρθαν να με γυρέψουν, έμεινα ήσυχος, μέχρις ότου ξεκουμπίστηκαν οι Γερμανοί από το Ναύπλιο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου