«Άλφα» όπως Αρχή (του Γιώργου Κόνδη)
23 Απριλίου 2016
του Γιώργου Κόνδη
Έχουμε φιλοξενήσει και άλλες φορές στο χώρο των «Αργολικών», προσπάθειες του έντυπου τύπου που διακρίνονται για την απλότητα των παρουσιάσεων και τον ουσιαστικό λόγο που διατυπώνουν. Για τις τοπικές κοινωνίες η διατήρηση των εντύπων αυτών, εκτός από ηρωική σε μια τόσο δύσκολη εποχή, είναι και χαραμάδα φωτός σ’ένα σκοτάδι ομοιομορφίας και παρα – πληροφόρησης. Δεν είναι μόνο οι τυπικές ειδήσεις καταστροφολογίας και εκφοβισμού, ούτε η μονότονη επαναληπτικότητα κοινωνικών δραμάτων, σκοτωμών και γενικά αιματηρών ειδήσεων που χαρακτηρίζουν την τυραννία των κυρίαρχων ΜΜΕ. Είναι κυρίως η μονοτονία της γλώσσας που απονεκρώνει κάθε δυνατότητα σκέψης και συλλογισμού. Γι’ αυτό και κάθε καλή προσπάθεια τοπικής κυρίως ενημέρωσης διακρίνεται για τον πλουραλισμό της έκφρασης που αναπαράγει και για την ποιότητα του λόγου που αποδεσμεύει τη σκέψη, ενεργοποιεί τη φαντασία και προσφέρει δυνατότητες συλλογισμού και έκφρασης λεκτικής και γραπτής.
Ποιος τηλεοπτικός σταθμός ή εφημερίδα ή περιοδικό «σοβαρό» θα μπορούσε να ασχοληθεί με ένα παγκάκι; Ναι, ένα παγκάκι! Δηλαδή, «δυο σανίδες στερεωμένες σε μεταλλικό σκελετό χωρίς ιδιαίτερη τέχνη, το παγκάκι αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του δημόσιου χώρου, σημείο αναφοράς σε πλατείες και πάρκα, σταθμός σε διαδρομές και περιπλανήσεις στη πόλη, αποκούμπι για ένα ζεστό ηλιοβασίλεμα, για πρώιμα ασχημάτιστα όνειρα, έδρα χαρακτικής και μηνυμάτων. (…) Δεν είναι λίγες οι φορές, που έχω πιστέψει ότι αυτά τα 150 εκατοστά ξύλου, δεν θέλουν να είναι καρφωμένα στη γη, αλλά να ταξιδεύουν τα όνειρά μου».
Τα λίγα αυτά λόγια τα αντιγράφω από την παρουσίαση της Μαίρης Καρκαλέμη για τα παγκάκια της πόλης και ιδιαίτερα της περιοχής Πλ. Ζέρβα στον Αγ. Ελευθέριο. Το κείμενο στολίζει τις σελίδες ενός τοπικού αθηναϊκού εντύπου που ήδη έχουμε φιλοξενήσει στο χώρο αυτό με τον τίτλο: «Η Πατησίων ζει». Έχοντας αυτή τη φορά «παρασυρθεί» από τα γεγονότα των τελευταίων μηνών και το κύμα της προσφυγιάς που φέρνουν τα νερά του Αιγαίου στην πόρτα μας, η έκδοση αναζητά στις έννοιες του σημερινού συρμού (χάρτες, πληθυσμοί, όρια, σύνορα, ξένοι…..) στοιχεία κατανόησης ενός σκηνικού τόσο ρευστού που απαγορεύει σχεδόν κάθε προσανατολισμό. Ανάμεσα στα κείμενα πάντως θα ξεχωρίσω και πάλι εκείνο του/της Άλφα και για το περιεχόμενο αλλά κυρίως για τη λογοτεχνική γλώσσα που χρησιμοποιεί για ένα τόσο λεπτό θέμα. Το παραθέτω ολόκληροι γιατί νομίζω πως είναι από τα πιο όμορφα κείμενα που έχουν γραφτεί για την χιλιοτραγουδισμένη θάλασσα, για τα νερά της και τους πόνους της, για τα κορμιά που κράτησε κοντά της, για τη στιγμή που ζεις μαζί της και την αιωνιότητα που σου χαρίζει. Παρά την ένταση που κρύβει ο ποιητικός λόγος του κειμένου, καθώς το τελείωνα μου έφτασε ασυναίσθητα στ’ αφτιά η εξαίσια φωνή της Ειρήνης Κονιτοπούλου-Λεγάκη:
Τη θάλασσα τη γαλανή
θα την εχαλικώσω
θα την εστρώσω μάρμαρα
να ‘ρθω να σ’ανταμώσω.
θα την εχαλικώσω
θα την εστρώσω μάρμαρα
να ‘ρθω να σ’ανταμώσω.
Γιατί κι εγώ, παρ’ότι ορεινός, στο Αιγαίο πέλαγος γεννήθηκα.
Κι εγώ στο Αιγαίο γεννήθηκα 19/04/2016 (Τεύχος 33)
Ριγμένος σε ένα βράχο, καταμεσής του πελάγου, εδώ και κάμποσο καιρό, ένα πράγμα νοσταλγώ: Να διασχίσει τη θάλασσα δίπλα μου, το καράβι της γραμμής που πλέει προς νότο, με τη γυναίκα μου – τον έρωτά μου – επιβάτη στο κατάστρωμα. Να τη ‘δω, ίσως για τελευταία φορά, και μετά ας κάνει η θάλασσα μια χαψιά το βράχο που ρίχτηκα μια ανοιξιάτικη νύκτα από χέρια ανοίκεια και άδικα. Ο λόγος που ξεβράστηκα με ανθρώπινο δόλο δεν περιτριγυρίζει ούτε μια στιγμή πλέον το μυαλό μου. Λίγες μέρες στην αρχή, στην ιδιότυπη και εξωφρενική ερημιά, κυριάρχησε μέσα μου ο τρόμος. Μετά ανάσκελα στο ανελέητο κάθετο φως συνήλθα. Θυμήθηκα τον Οδυσσέα. Ένιωσα ότι το Αιγαίο σε εκείνον πάντα ανήκει.
Εγώ είμαι ορεινός. Αλλά τούτες τις ώρες ο Οδυσσέας για μένα είναι ο μόνος αρχηγός. Πλήρωμα δεν έχω. Ούτε καράβι. Θαρρώ ότι με βαραίνει σφάλμα που δεν έχω δυνατότητα και τρόπο να φτιάξω ένα καΐκι, ή έστω μια βάρκα, πάνω σ’ αυτό το βράχο γουλί. Έπειτα τα νεύματα μου σε παραπλέουσες βαρκούλες ατύχησαν. Κανείς για καιρό δεν με πλησίαζε. Μόνο ο Νώντας ήρθε κοντά μου, ένα γεροντάκι γέννημα θρέμμα της θάλασσας. Αφού γνωριστήκαμε κάθε φορά ερχόταν με νερό και μαρίδα στο τηγάνι κουβαλώντας κουβέρτες και ξυλαράκια για φωτιά. Τις νύχτες μιλάγαμε με τον Νώντα για τον Οδυσσέα και έμπηγε τα κλάματα. Υπέφερε φαίνεται και για το δικό του νόστο ο φίλος μου ο Νώντας. Μια μέρα θα οργανώναμε την έξοδο μαζί. Φορούσα πάντα κατάσαρκα μια λευκή φανέλα και κρεμούσα ένα ξυλαράκι με σπάγκο για να νιώθω ανθρώπινος. Το χειμώνα το βραχάκι μου θα το κατάπινε το κύμα. Μέχρι τότε εγώ και ο Νώντας θα ‘χαμε φύγει μαζί. Τα μεσημέρια, με τον Απηλιώτη στον αέρα, η θάλασσα χασκογελούσε. Η απέραντη ομορφιά του Αιγαίου σφυροκόπαγε τα μηνίγγια μου. Η ψυχή μου γινόταν ποταμός και έγλυφε την κατακόρυφη, ορεινή, βραχώδη όψη μου. Τότε λαχταρούσα όσο τίποτε άλλο τον άνθρωπο. Συνεπαρμένος βουτούσα τα δάκτυλα στην υδάτινη διαδρομή και υπόκωφα άκουγα το Ιθακήσιο πηδάλιο και από την άλλη τη μηχανή από το πλοίο της γραμμής.
Ο Νώντας έστειλε στη γυναίκα μου κρυφό μήνυμα: «Ο διωγμένος βρίσκεται σε αυτές τις μοίρες που θα σας αναφέρω. Μέχρι το χειμώνα θα επιστρέψει. Να πείσετε το καράβι της γραμμής που πλέει νότια να παρεκκλίνει σε ένα δρομολόγιο και να πλησιάσει τον 25ο μεσημβρινό». Η γυναίκα μου θα απαντούσε προσεκτικά μη τυχόν και από λάθος με φανερώσει. Το μήνυμα αργούσε. Ο ήλιος είχε σκάψει το πρόσωπό μου. Ο Νώντας μου έκοψε με προσοχή τα μαλλιά. Εγώ ο ορεινός θυμήθηκα τα εδάφια με την Κίρκη και τα διηγήθηκα με γλαφυρό τρόπο στον γέροντα ψαρά. Ο θαλασσινός σιώπησε, έγειρε το πρόσωπό του, αλλά τα μάτια του λαμπύρισαν. Μετά θυμήθηκα τη Καλυψώ. Το βράδυ αποκοιμηθήκαμε παρέα στο κοφτερό τρουλί όπως ονομάζαμε την πέτρινη προεξοχή. Το πρωί έβαλε Γαρμπή. Ο Νώντας έφυγε αλαφιασμένος γιατί μας πλησίαζε φουλαριστό το πλοιαράκι των δεσμοφυλάκων για επιτόπια έρευνα.
Οι ώρες έπεφταν σαν να είχε καταργηθεί η βαρύτητα. Η ψυχή μου με έσφιγγε. Θα έβλεπε ο έρωτάς μου ότι είμαι καλά. Θα ησύχαζα. Κι εγώ θα φύλαγα την εικόνα- οδηγό και ακόμη κολυμπώντας στην ανάγκη θα επέστρεφα. Θα γινόμουν ο τέλειος φυγάς του άδικου και πλάνητας του δίκιου μου. Την άλλη μέρα το μήνυμα μού το έφερε ο Νώντας. Εκείνο το βράδυ το καράβι της γραμμής θα πλεύσει κοντά μου και η γυναίκα μου θα είναι όρθια στο ζερβί κατάστρωμα φορώντας λευκό αστραφτερό φουστάνι για να μπορέσω να τη δω. Τα μεσάνυχτα από μακριά το καράβι της γραμμής, με μηχανές περίπου σβηστές και με ελάχιστα λαμπιόνια στο κατάστρωμα ανοικτά, έπλεε καταπάνω μου. Τα μάτια μου πύρωσαν και τρύπησαν σαν έρημοι φάροι το σκοτάδι. Ήμουν γιατρός, αλλά τους παλμούς μου δεν είχα τρόπο να τους κατεβάσω. «Ο Οδυσσέας θα είχε αυτοκυριαρχία» σκέφτηκα. Βάλθηκα να σταματήσω την τρεμούλα. Τα κατάφερα. Το καράβι συνωμοτικά πλησιάζει τα πλαϊνά της εξορίας μου. Κατασκότεινα. Μερικά αναιμικά λαμπιόνια στο κατάστρωμα. Στο ζερβί πλάι μια γυναίκα όρθια ζεματούσε από αγωνία. Με λευκό φουστανάκι. Με μαύρα λυτά μαλλιά. Με δυο μάτια κάρβουνα από την αγωνία. «Τι ομορφιά Θεέ μου!»
Της έγνεψα. Η Όστρια είχε καλύψει τη θάλασσα. Της έγνεψα. Το καράβι γλιστρούσε γοργότερα τώρα. Με είδε! Μου στέλνει φιλιά. Τρέχει στη πρύμνη και μου στέλνει πάλι φιλιά αμέτρητα… Η αγάπη μου ξεμάκρυνε ώσπου το πλοίο το κατάπιε το σκοτάδι.
Είχα νικήσει. Τα είχα καταφέρει. Τον επόμενο μήνα με ήσυχη καρδιά θα είχα επιστρέψει. Με πρόσωπο σκαλισμένο με χιλιάδες λείες και ανθρώπινες βαθιές γραμμές. Το πρωί ο Νώντας – ο θαλασσινός – θα ‘φερνε αθερίνες τυλιγμένες σε έναν χάρτη σπιθαμή προς σπιθαμή θα σημειώναμε την διαδρομή.
Άλλωστε, κι εγώ ο ορεινός, στο Αιγαίο Πέλαγος γεννήθηκα.
Άλλωστε, κι εγώ ο ορεινός, στο Αιγαίο Πέλαγος γεννήθηκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου