Ήταν Πέμπτη πρωί, 5 Απριλίου, που πήγα στα ΚΤΕΛ, στο Άργος, για να ταξιδέψω προς Αθήνα. Αφού έκοψα το εισιτήριο κίνησα κατά την πόρτα και το είδα. Ένα αγγελτήριο θανάτου. Διάβασα: Παναγιώτης Κωνσταντίνου Τράμπας. «Ζούσε ακόμα;» αναρωτήθηκα. Και αφού είπα μέσα μου ένα «Θεός σχωρέσ΄ τον» ρώτησα τον υπάλληλο των ΚΤΕΛ:
-Πόσο χρονών ήταν ο γερο-Τράμπας;
-Στα 98!
Και το μυαλό μου γύρισε πίσω, σαράντα χρόνια, με ταχύτητα φωτός. Τότε που η καθημερινή μου μετακίνηση από Δαλαμανάρα σε Άργος γινόταν κυρίως με τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Και ένα από αυτά, το πιο χαρακτηριστικό, ήταν τον λεωφορείο του Τράμπα. Έτσι τον ήξερα τόσα χρόνια, το βαφτιστικό του το έμαθα από το αγγελτήριο… Και λέω «το πιο χαρακτηριστικό» γιατί ενώ οι άλλοι συνάδελφοί του είχαν αλλάξει τα παλαιά τους λεωφορεία με τα καινούργια, τα κοψομούρικα, αυτός επέμενε να συνεχίζει τα δρομολόγια με το παλιό… Όταν, τελικά, με πολλή καθυστέρηση, αποφάσισε να το αλλάξει, το είχε παρκάρει σε μια μεριά, νοτινά της Αγίας Αικατερίνης, στο Άργος και του είχε βάλει στο παρμπρίζ μια χειρόγραφη ταμπέλα: «Μην κλαις, θα γυρίσω»… Τόση αγάπη του είχε.
Τον μακαρίτη, θυμάμαι που τον ανέφερε κάποτε ο πατέρας μου (κι αυτός μακαρίτης πλέον και πάνω – κάτω στην ηλικία του) σαν κομπάρσο σε μια σκηνή που είχε συμβεί πολλά χρόνια πίσω, κάπου στις αρχές του ’50, όπως υπολογίζω. Η ιστορία είχε πρωταγωνιστή έναν Δαλαμαναριώτη, που ήταν του καυγά και γι’ αυτό δεν γράφω όνομα, θα τον αναφέρω ως «Δαλαμαναριώτη».
«Ήταν πανηγύρι στην Κίο και υπήρχαν ορχήστρες στα μαγαζιά. Μπαίνω σε ένα και βλέπω μια παρέα όπου ήταν ο Δαλαμαναριώτης, ο Γιάννης ο Κατσάνης από το χωριό και ο Τράμπας με το λεωφορείο, που είχε τελειώσει το δρομολόγιο. Με φώναξαν στην παρέα και κάθισα μαζί τους. Όμως, έβλεπα, στην πορεία, πως δεν θα είχαμε καλά ξεμπερδέματα, καθότι ο Δαλαμαναριώτης, σουρωμένος, είχε βγάλει ένα μαχαίρι και έσπαγε τα ποτήρια.  Έτσι, τους ζήτησα συγνώμη και έφυγα για το διπλανό μαγαζί. Εκεί, κάποια στιγμή, βλέπω να τον φέρνουμε, πρησμένο και ματωμένο και τον… κερνούσανε ούζα…
-Τι έγινε; Ρώτησα.
-Έπεσε από το μουλάρι!
Τι είχε συμβεί, το έμαθα στη συνέχεια. Όπως ήταν σουρωμένος ξυνότανε για καυγά. Οι Κιώτες δεν του δίνανε σημασία, ώσπου, σε έναν χορό, που χόρευε μπροστά γυναίκα, πάει και της δίνει μαντίλι. Ήταν βαριά προσβολή. Σταματάνε, λοιπόν, το χορό και τονε πλακώνουνε στο ξύλο. Πάνε και κατά το τραπέζι που καθότανε, δεν πλησιάζουνε τον Κατσάνη γιατί κουβάλαγε μαχαίρι και μπιστόλι στο ταγάρι του και παίρνουν στο κυνήγι τον Τράμπα. Κάνει αυτός κατά έξω προς το αυτοκίνητο, έρχονται κάποιοι από πίσω να τον πιάσουν, μπαίνει από την μια πόρτα, βγαίνει από την άλλη, την κλείνει και κάνει κατά το βάλτο. Και γλίτωσε…
Αυτά τα λίγα σαν μνημόσυνο στον γερο- Τράμπα, στον πατέρα μου και σε όλους τους άλλους που έχουν φύγει… Καλή Ανάσταση!
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
ΣΗΜ: Την φωτογραφία του Μερσεντές (1955) του Παναγιώτη Τράμπα την πήρα από το λεύκωμα του Γιώργου Αντωνίου: Παλαιά Αυτοκίνητα στην Αργολίδα, έκδοση: Ν.Γ.Χριστόπουλος Α.Ε.Β.Ε.