του Γιώργου Ρούβαλη
Το Ναύπλιο έχασε πρόσφατα, σε ηλικία 94 ετών, ένα φωτογράφο-στυλοβάτη του, τον Αντώνη Ραφτόπουλο. Ρωσοπόντιος πρόσφυγας, απ’ αυτούς που ήρθαν το 1936 στην Ελλάδα, είναι ένα παράδειγμα ανθρώπου, που προσαρμόστηκε πλήρως στο περιβάλλον του, ακόμα και αλλάζοντας το όνομά του. Αρχικά δούλεψε ως επιστάτης σε κτήματα ενός πλουσίου κι αργότερα έμαθε τη φωτογραφική τέχνη με δάσκαλο τον άλλο ευρηματικό φωτογράφο της πόλης μας, τον Κώστα Καραχάλιο. Ήταν μαθητής του Καραχάλιου από το 1947 έως το 1951. Άνθρωπος έξυπνος, εύστροφος, εργατικός, ακόμα προοδευτικός, αλλά και διακριτικός, κράτησε το φωτογραφείο του (Φώτο Παλαμήδης, άλλη μια ένδειξη προσαρμοστικότητας) για πάνω από 40 χρόνια, με αρχή το 1961, στο Μεγάλο Δρόμο στην οικία Μανιάτη. Το 2005 περίπου το φωτογραφείο έκλεισε και στη θέση του βρίσκεται σήμερα το παγωτατζίδικο του Ρούλη Μανιάτη.
Δυστυχώς, η γυναίκα του «πέταξε» το αρχείο του και έτσι μετά από τόσα χρόνια ορισμένες μόνο παλιές φωτογραφίες μπόρεσαν να διασωθούν. Για παράδειγμα, διέσωσε τη φωτογραφία της Πύλης της Ξηράς του 1897, μια άλλη με τον «πολιτικό» Ιωάννη Σάββα από τη Δαλαμανάρα με πλήθος παράσημα πάνω του και ορισμένες άλλες.
Στο βιβλίο μου «Οι πέτρες και οι άνθρωποι» υπάρχει εκτενής συνέντευξη με τον Ραφτόπουλο, που δημοσιεύεται παρακάτω. Ας είναι καλά εκεί που πήγε, θα τον θυμόμαστε πάντα με αγάπη…
——————————————————
ΑΝΤΩΝΗΣ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ, φωτογράφος
Το βιβλίο του π. Ιωάννη Γιαννόπουλου για το Συνοικισμό, που παρουσιάστηκε στις 24/11/2002 με μεγάλη επιτυχία στον ΠΑΛΑΜΗΔΗ, περιέχει και στοιχεία για μια άλλη κατηγορία προσφύγων, από τη Ρωσία, που εγκαταστάθηκαν στους πρόποδες της Ευαγγελίστριας, στους Αγίους Πάντες, στην Πρόνοια (τα «Ρώσικα»). Αυτοί ήταν λιγότεροι και προήρχοντο από διάφορες γωνίες της τεράστιας Ρωσίας. Θα μιλήσουμε σήμερα με έναν από αυτούς, που ήταν πασίγνωστος στους Ναυπλιώτες γιατί από πενήντα χρόνια τώρα είναι ένας από τους πιο γνωστούς φωτογράφους της πόλης μας. Είναι ο κ. Αντώνης Ραφτόπουλος, του Φωτο-Παλαμήδη, στο Μεγάλο Δρόμο. Ας τον ακούσουμε.
«Γεννήθηκα το 1922 και στο Ναύπλιο ήρθαμε το 1939. Κατ’ αρχήν έγινε μεγάλη μάχη για να μπορέσουμε να ‘ρθούμε. Οι γονείς μου είχαν φύγει από τον Πόντο γύρω στο 1900, και είχαν εγκατασταθεί απέναντι, στην Αμπχαζία, στα σύνορα με τη Γεωργία, πόλη Γουδαούτη με 18.000 κατοίκους, που λεγόταν νωρίτερα Σουχούμι. Είναι ένα τουριστικό παραθαλάσσιο μέρος. Ο πατέρας μου ήταν βαρελοποιός. Στην πόλη μας που είχε πολλά κρασιά ήταν ο πρώτος. Γεννήθηκε στην Αμισό (Σαμψούντα) του Πόντου το 1877 και πέθανε στο Ναύπλιο το 1981, σε ηλικία 105 ετών.
Όταν αποφασίσαμε να φύγουμε, πουλήσαμε το σπίτι μας και ο πατέρας μου πήγε καλοκαίρι του 1939 στη Μόσχα, στο ελληνικό προξενείο να βγάλει τα χαρτιά μας. Νομίζαμε ότι σε κανένα μήνα θα ‘χαμε τελειώσει και φύγει. Έκαναν 6 μήνες να του τα δώσουν. Οι υπάλληλοι του προξενείου ήταν λωποδύτες, ήθελαν να φάνε απ’ τους φτωχούς. Εμείς που είμαστε με πιστοποιητικό ελληνικής ιθαγένειας και πρόσκληση του αδελφού του πατέρα μου που βρισκόταν στην Ξάνθη από το 1924, τα πήραμε τελικά το Νοέμβριο. Άλλοι, Ρώσοι, πλήρωναν κι έπαιρναν ελληνικά διαβατήρια, ενώ εμείς καθόμαστε στην ουρά ένα χιλιόμετρο να πάρουμε θέση στο Προξενείο. Τόσο είχαμε αγανακτήσει που η μητέρα μου είπε «εάν στον τόπο που θα πάμε οι Έλληνες είναι σαν εκείνους του Προξενείου, καλύτερα να μην πάμε!». Εμείς είχαμε πάει σε Ελληνικό σχολείο. Μιλάγαμε ελληνικά και ρώσικα βέβαια, αλλά με διαφορές. Όταν φτάσαμε, λέξεις μάγκικες που χρησιμοποιούσαν εδώ, δεν τις καταλαβαίναμε, ούτε εκείνο το «ψιτ» που σου έλεγαν. Οι Μικρασιάτες στα ενδότερα δεν μιλούσαν ελληνικά.
Στον Πόντο η οικογένειά μας λεγόταν Τερζόγλου. Μετά το άλλαξαν σε Τερζίδης, γιατί δεν ήθελαν να είναι σε –ογλου και ήθελε ο πατέρας μου να το κάνει Ραφτίδης (μιας που τερζής σημαίνει ράφτης) και τελικά έγινε Ραφτόπουλος. Εκεί στη Μικρά Ασία οι αγάδες βγάζανε δικούς τους, τοπικούς νόμους: «Οι Έλληνες θα έχουν κατάληξη σε –ογλου ή πάλι, «Δεν θα μιλάτε ελληνικά…». «Ή την πίστη σας ή τη γλώσσα σας (θα κρατήσετε)». Αυτά για τον Πόντο. Στη Ρωσία όσο ήταν ο Βενιζέλος μας υπολόγιζαν πολύ στα γραφεία, στις δημόσιες υπηρεσίες.
Ο πατέρας μου ήταν Βενιζελικός, είχε ένα αγαλματάκι κι ήθελε να το πάρει μαζί του, το 1939 που θα ‘ρχόμαστε. Ένας φίλος του όμως του είπε να μην το πάρει μαζί του γιατί τώρα η Ελλάδα έχει το Μεταξά και Βασιλέα. Έτσι, το χάρισε σε κάποιον εκεί. Όταν έπεσε ο Βενιζέλος, έπαψαν να μας υπολογίζουν στη Ρωσία. Όταν φτάσαμε στο Ναύπλιο, μια οικογένεια, ρωτήσαμε κάτι εργάτες και μας έστειλαν απ’ το σταθμό στη Γαλλική Σχολή να μείνουμε. Μετά τρεις μέρες πήγε ο πατέρας μου στη Νομαρχία να μας δηλώσει. Ο υπάλληλος το πρώτο που έκανε ήταν να τηλεφωνήσει στο Σταθμό να δει αν είχαν έρθει τα πράγματά μας. Ήταν έτοιμος να μας διώξει αλλού, να μη «μολύνουμε» το αριστοκρατικό Ναύπλιο. Τελικά μας άφησαν όταν έμαθαν ότι τα πράγματά μας (έπιπλα κ.λπ.) είχαν έρθει. Στην αρχή μείναμε στην Πρόνοια με νοίκι. Μεγάλη φτώχεια τότε.
Εγώ ήμουν 17 χρονών. Με του που ήρθαμε το 1939 κηρύχθηκε ο πόλεμος. Η γενιά μας δεν είδε καλές ημέρες. Από την οικογένειά μας, ένας Τούρκος καπετάνιος έφερε στη Ρωσία 2 ανηψιές κι έναν ανηψιό και πήρε 15 λίρες για τον καθένα. Η μια ανηψιά ήρθε μαζί μας στην Ελλάδα. Παντρεύτηκε στην Καβάλα, άλλο Πόντιο. Όταν ήρθαμε εδώ, έκατσε στο Ναύπλιο λίγους μήνες και μετά πήγε να δει τους συγγενείς μας στην Ξάνθη και παντρεύτηκε εκεί. Εμείς οι Πόντιοι, παντρευόμαστε μεταξύ μας, άσχετα αν εγώ πήρα ντόπια, από την Αγία Τριάδα. Το φωτογραφείο το έχει τώρα η κόρη μου η Μελίνα. Εγώ έρχομαι μόνο τις Κυριακές. Επαγγελματικά ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να δουλέψει εδώ σαν βαρελοποιός, παρ’ όλο που το Πατριωτικό Ίδρυμα τον είχε στείλει εδώ γιατί είχαν, λέει, πολλά κρασιά. Στην εποχή του Μεταξά, όπως οι πρόσφυγες απ’ τη Ρωσία προερχόμαστε από κομμουνιστική χώρα, ήθελαν να μας σκορπίσουν σ’ όλη την Ελλάδα. Έτσι, έστελναν ένα πλοίο στη Μακεδονία, άλλο στην Πελοπόννησο και τα νησιά. Παρ’ όλο που ο πατέρας μου είχε πει ότι έχει τον αδελφό του στην Ξάνθη, εμάς μας έστειλαν στο Ναύπλιο. Δουλέψαμε εγώ κι η μητέρα μου: έκανα οικοδόμος, κουβάλησα τσιμέντο, δούλεψα στα χωράφια…
Παρ’ όλο που ήμουν δημοκρατικός δεν στρατεύθηκα παραπέρα γιατί ήμουν μοναχογιός, το μόνο στήριγμα των γονιών μου. Ο δεσπότης ο Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης μας έδωσε οικόπεδα στους Αγίους Πάντες γύρω στο 1946-47 να χτίσουμε γιατί ήξερε τι φιλοπρόοδοι είμαστε και ότι η συνοικία μας θα ήταν πρώτη. Όμως κάποιος ντόπιος επίτροπος στη Βαγγελίστρα, που είχε συμφέροντα εκεί, τον έπεισε και τελικά πήραμε μόνο τα μισά οικόπεδα. Τα άλλα τα πούλησε η Εκκλησία. Τη διαμαρτυρία μας την έχει δημοσιεύσει ο παπα-Γιάννης στο βιβλίο του. Ορισμένοι από τους Ρωσοπόντιους (έτσι μας λέγανε) δεν ήξεραν καλά ελληνικά, ιδίως η κυρά-Πάβλαινα η μητέρα του Βαγγέλη Καζάν. Στη γειτονιά πουλούσε ψάρια ο Γαλάνης (Μαρίδα γόπα! Γαλάνη σώπα! του αποκρίνονταν τ’ Αναπλιωτάκια). Η Πάβλαινα του έλεγε: Ρε σαρρά! (χωρίς το ψ) Γαλάνη να με λες της είπε. Και τότε τον έλεγε «ρε αλάνη»!
Ο άντρας της ο Παύλος ήταν περίφημος τεχνίτης τρούλλων και εκκλησίες. Δούλεψε στον Άγιο Δημήτριο στην Πουλακίδα και ρωτούσαν τη γυναίκα του «που είναι ο άντρας σου;» κι αυτή τους απαντούσε «Μικρή κότα χωριό!». Το Ναύπλιο εξακολουθεί να ‘χει το ψηλομύτικο. Γι’ αυτό πολλές κοπέλες μείναν ανύπαντρες και γεροντοκόρες. Στο Συνοικισμό, ακόμη κι ο Άμυαλος που δούλευε στα απορρίμματα ζήτησε και πήρε προίκα. Αν έπαιρνες γυναίκα χωρίς προίκα σε κοροϊδεύανε. Η παντρειά γινόταν αν ήσουν μικρός, από έρωτα (χωρίς προίκα) και αν μεγάλος, με προξενιό. Από το 1947 ως το 1951 ήμουνα μαθητής του Καραχάλιου του φωτογράφου. Μετά άνοιξα μόνος μου φωτογραφείο, πρώτα εκεί που ήταν ο Μάρκος ο στιλβωτής (οικία Ζευγολατάκου).
Το 1951 στην Πρόνοια κάτω από του Μίμη του Γεωργή το σπίτι. Μετά στο σπίτι του Γκάτσου, στη Βασ. Όλγας, απέναντι από του Μιχελάκη (’52-’53). Στου Ζευγολατάκου ήμουν το ’54 με ’61. Τέλος, το 1961 εγκαταστάθηκα στο Μεγάλο Δρόμο, όπου βρίσκουμε μέχρι σήμερα, οικία Λίζας Μανιάτη που ήταν πρώτα ραφείο του Θεοδωρόπουλου, απέναντι από την οικία Κωστούρου. Ο Μίμης ο Μανιάτης, δημοκράτης κι αυτός, ήταν Τολιανός. Η αδελφή του Σούλη του Αναγνωστόπουλου του εμπόρου είναι αδελφή της Λίζας.
Όταν ήμουν μαθητής του Καραχάλιου, πέρασε ένας λαχειοπώλης και πήρε ένα λαχείο και κερδίσαμε στο λήγοντα και αγοράσαμε από μια γαλοπούλα ο καθένας! Παντρεύτηκα το 1970. Θυμάμαι και τους Αρμένηδες του Ναυπλίου. Τον Αγκόπ Ασαντουριάν που ήταν προμηθευτής του Σαπωνοποιείου του Τόμπρα και ήταν μπατζανάκης του Μαρτίκ Μαρτικιάν, του ράφτη, γιατί είχαν πάρει δύο αδελφές, ήρθε η κόρη η Αλίκη που είχε παντρευτεί στη Γαλλία. Ήταν η πιο όμορφη. Ο Μαρτικιάν, που είχε ραφείο στην αρχή του Μεγάλου Δρόμου, κοντά στην πλατεία Συντάγματος πριν από το μαγαζί του Λάμπρου, πήγε τελικά στην Αθήνα με το γιο και την κόρη του, που ήταν καλή μαθήτρια.
Οι Μικρασιάτισσες ήταν όλες νοικοκυρές: κένταγαν, καλλωπίζανε την αυλή τους. Καθαριστής υπ’ αρ. 1. Στα σπίτια τ’ Αναπλιού, ας πούμε, δεν υπάρχουνε κεντήματα. Στο Συνοικισμό, όλη η γειτονιά με κεντήματα, δαντελλωτά κουρτινάκια στην κουζίνα κ.λπ. Στην Κίο υπάρχουν ακόμα γυναίκες που κεντάνε. Το ίδιο και στην Αγία Τριάδα.
Θυμάμαι όλες τις ταβέρνες της Πρόνοιας, ας πούμε από προπολεμικά μέχρι το 1965-70. Ήταν οι εξής: Του Δανηγγέλη, μπακάλικο και κρασί. Του Μασούρα μόνο κρασί, χωρίς μεζέδες. Του Βαγγέλη Ζερβόπουλου μπακάλικο και κρασί, το ίδιο του Γιώργου Ζερβόπουλου ή Μάρια. Του Ευστρατίου ή Καραβοκύρη, μόνο κρασί. Του Σταθακόπουλου, στη μαρμάρινη βρύση και κρασί και μεζέδες. Πολύ παλιές δε ταβέρνες ήταν του Μπόμπου ή Κολιτσάνου κοντά στο φούρνο του Τσάκωνα, καθώς και του Μπόμπου Βασίλη και Γιώργου (δύο αδέλφια γεροντοπαλλίκαρα) ταβέρνα και μπακάλικο. Εκεί τις Αποκριές διασκεδάζαμε με κιθάρες που έφερναν οι θαμώνες. Οι μεζέδες ήταν κρεατικά, μπριζόλες, κεφτέδες, σουτζουκάκια, ψάρια, σαλάτες. Οι πρόσφυγες μάθανε στους Αναπλιώτες να τρώνε. Δεν ήξεραν να μαγειρέψουν. Το λέω εκ πείρας γιατί όταν πηγαίναμε στα κτήματα να δουλέψουμε, μας ταΐζανε φασουλάδα ως εξής: βράζανε τα φασόλια, πέταγαν το νερό και ρίχναν από πάνω ωμό λάδι. Οι πρόσφυγες τους ‘μάθαν να ρίχνουν καρότα, κρεμμύδια, σέλινο και καυτερές πιπεριές. Ακόμα και το εθνικό φαγητό, οι πρόσφυγες το βελτίωσαν…».