Τα γεγονότα της Γαλλίας και η κατάσταση της ελληνικής κοινής γνώμης (Γράφει ο Γ. Κόνδης)
20 Νοεμβρίου 2015
του Γεωργίου Κόνδη
Όσες και όσοι χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έβαλαν «στη μάπα τους, στα μούτρα τους και στη μούρη τους» τα χρώματα της γαλλικής σημαίας μετά την τελευταία θηριωδία της σφαγής στο Παρίσι, θέλησαν να διαμαρτυρηθούν για τη νέα τρομοκρατική βαρβαρότητα τυφλής βίας. Θέλησαν επίσης να συμπαρασταθούν, με τον τρόπο τους, σε μια ανοικτή ευρωπαϊκή κοινωνία της οποίας η ιστορία είναι συνδεδεμένη με τους αγώνες για τα θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα του Πολίτη και τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές στην Ευρώπη και τον Κόσμο.
Όσες και όσοι χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έβαλαν «στη μάπα τους, στα μούτρα τους και στη μούρη τους» τα χρώματα της γαλλικής σημαίας μετά την τελευταία θηριωδία της σφαγής στο Παρίσι, θέλησαν να διαμαρτυρηθούν για τη νέα τρομοκρατική βαρβαρότητα τυφλής βίας. Θέλησαν επίσης να συμπαρασταθούν, με τον τρόπο τους, σε μια ανοικτή ευρωπαϊκή κοινωνία της οποίας η ιστορία είναι συνδεδεμένη με τους αγώνες για τα θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα του Πολίτη και τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές στην Ευρώπη και τον Κόσμο.
Όσες και όσοι έβαλαν «στη μάπα τους, στα μούτρα τους και στη μούρη τους» τα χρώματα της γαλλικής σημαίας, δεν θεώρησαν αυτονόητο πως έπρεπε το ίδιο να κάνουν όλοι οι άλλοι. Ούτε άσκησαν την οποιαδήποτε κριτική σε όσους δεν επέλεξαν τον ίδιο τρόπο συμπαράστασης ή θέλησαν να εκφραστούν διαφορετικά. Η Δημοκρατία που γεννήθηκε στην Ελλάδα και μεταλαμπαδεύτηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, έχει αυτές τις βασικές αρχές: την ελεύθερη έκφραση, τον σεβασμό της αντίθετης άποψης και τον τεκμηριωμένο διάλογο. Οι διάφοροι «αναδυόμενοι» δογματισμοί αποτελούν το ακριβώς αντίθετο: ενισχύουν τον πρωτογονισμό στη σκέψη και τη δράση των ανθρώπων, επενδύουν στην τρομοκράτηση όσων δεν συμφωνούν με τις «αλήθειες» τους και επιβάλουν τη βαρβαρότητα στις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Θέλω να επαναλάβω εδώ την άποψή μου πως είναι καθήκον των ελεύθερα σκεπτόμενων πολιτών που συνειδητά μοιράζονται τις κοινές πολιτισμικές καταβολές με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς, να υπερασπίσουν τα θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα του Πολίτη, όπως αυτά νοήθηκαν, υλοποιήθηκαν και ισχύουν στις αστικές δημοκρατίες της Δύσης.
Όμως για μια ακόμη φορά τα γεγονότα, όπως η σφαγή στο Παρίσι, έθεσαν με οξύτητα τα προβλήματα των σχέσεων σε παγκόσμιο και σε εθνικό επίπεδο. Σε ότι μας αφορά, τα γεγονότα αυτά ανέδειξαν και πάλι τα ζητήματα διαμόρφωσης της ελληνικής κοινής γνώμης και το ρόλο των υποτιθέμενων ή εν δυνάμει διαμορφωτών της, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα και οργανώνουμε την παρουσία μας στο διεθνή χώρο. Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τον απίθανο αχταρμά από ελληνικούρες, ανιστόρητες εξισώσεις αρχαίων και σύγχρονων κόσμων και συναισθηματισμών οργανωμένων πάνω στην άγνοια και την άρνηση πληροφόρησης που είδε το φως της δημοσιότητας όλες αυτές τις μέρες. Σκοπός μου είναι να επικεντρώσω το ενδιαφέρον του διαλόγου σε δυο βασικά σημεία που αναδείχθηκαν από όσες αναλύσεις προσπάθησαν τεκμηριωμένα να παρουσιάσουν τα ζητήματα που μας απασχολούν.
Το πρώτο ζήτημα αφορά στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο που ονομάζεται Ευρώπη και ιδιαίτερα Ενωμένη Ευρώπη και τον οποίο ο πολιτικός λαϊκισμός στην Ελλάδα σκόπιμα, συνειδητά και επαναλαμβανόμενα, τον συνδέει είτε με τον κουμπαρά στο οποίο όλοι θα βάζουν και μόνο εμείς θα παίρνουμε, είτε με την πηγή των δεινών που βασανίζουν «τον κατατρεγμένο λαό και τη χώρα». Ολόκληρη η πολιτική και οικονομική οργάνωση του μεταπολιτευτικού κράτους στηρίχθηκε στη λογική αυτή στερώντας από την ελληνική κοινωνία βασικές αναπτυξιακές δυνατότητες και αποκόβοντάς την από τις δεξαμενές γνώσεων, δεξιοτήτων και προγραμματισμένων εφαρμογών που τις είχε ανάγκη για τη σχετική οικονομική αυτονομία της. Ο παραλογισμός που ζούμε τους τελευταίους μήνες ως συνέχεια του 40χρονου πολιτικού και κοινωνικού αποπροσανατολισμού, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ενισχύει την ιδέα του «κατατρεγμένου λαού» συνεπικουρούμενος από πλειάδα «προοδευτικών» κομπάρσων, αντί να ενισχύσει με κάθε τρόπο τις δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Στα πλαίσια αυτά φαίνεται λογικός ο συναισθηματισμός της λύπης του «ναι μεν αλλά» (και αλλού πεθαίνουν άνθρωποι, όχι μόνο στο Παρίσι). Ουσιαστικά, η σμπαραλιασμένη από τον λαϊκισμό πολιτική σκέψη στην Ελλάδα, τοποθετεί τη Δύση στο ίδιο σακί με την βαρβαρότητα του ακραίου ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Εδώ βρίσκεται και η αρχή του δεύτερου ζητήματος. Οι σελίδες της Ιστορίας είναι γεμάτες από φρικαλεότητες που διέπραξαν οι δυτικές κοινωνίες. Και μόνο οι δυο παγκόσμιοι Πόλεμοι φτάνουν εάν ψάχνουμε παραδείγματα. Οι αναλύσεις λοιπόν που επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην αποτυχία του «δυτικού παραδείγματος» εξηγούν ως ένα βαθμό το ποιος ευθύνεται για την παγκόσμια αταξία και τα ακραία φαινόμενα τρομοκρατίας αλλά, δυστυχώς, δεν θέλουν να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα. Και το λέω διότι οι συντάκτες των αναλύσεων αυτών είναι άτομα με εξαιρετικές γνώσεις και πληροφόρηση. Ελάχιστες, για παράδειγμα, είναι οι αναλύσεις που εξηγούν στον Έλληνα αναγνώστη πως εδώ και αιώνες υπάρχουν δυο αντιμαχόμενα ρεύματα στο Ισλάμ (σιίτες και σουνίτες), των οποίων την εντεινόμενη σύγκρουση προσπάθησε να εκμεταλλευτεί η Δύση. Η σφαγή της Βηρυτού (Λίβανος) πριν λίγες μέρες και η ρουτίνα πια των αιματηρών βομβιστικών επιθέσεων στο Ιράκ, είναι άμεσα συνδεδεμένες με την αυξανόμενη ένταση της σύγκρουσης ανάμεσα στα δυο αυτά ρεύματα και το ρόλο που παίζουν οι μεγάλες περιφερειακές αραβικές δυνάμεις όπως η Σ.Αραβία και το Ιράν. Αφήνοντας εκτός ανάλυσης αυτά τα σημαντικά χαρακτηριστικά, ενισχύεται και πάλι η απλουστευτική κριτική του «για όλα φταίει η Δύση» ή στον οικονομισμό που θέλει να τα εξηγήσει όλα με την τάση της Γερμανίας «να κυριαρχήσει στην Ευρώπη».
Επακόλουθο αυτής της υπεραπλούστευσης είναι να θεωρούμε πως το «δυτικό παράδειγμα» απέτυχε. Ίσως να απέτυχε σε κοινωνίες που αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται στο δικό τους ιδιαίτερο πολιτισμικό πλαίσιο. Η επιστημονική συζήτηση για το θέμα αυτό είναι συνεχής και πλούσια σε επιχειρήματα και αποδείξεις, χωρίς ωστόσο να έχει καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα. Για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες όμως, επομένως και για την Ελλάδα, τα «δυτικό παράδειγμα» εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση της κοινωνικής και πολιτικής μας οργάνωσης και γι’αυτό πρέπει να την προστατέψουμε και να την ενισχύσουμε.
Στο δυτικό κόσμο γεννήθηκαν όλα τα μεγάλα κινήματα αλληλεγγύης, αντίστασης και πολιτικής αμφισβήτησης. Στη δυτική πολιτική κουλτούρα μεγάλωσαν τα ιδεολογικά ρεύματα που άλλαξαν την ροή των πραγμάτων στον Κόσμο και όσα δεν γεννήθηκαν σ’αυτήν, ήταν άμεσα συνδεδεμένα ή επηρεασμένα από αυτήν. Θυμηθήκαμε εξάλλου ανάμεσα σε πολλά άλλα αυτές τις μέρες και τις θέσεις μεγάλων διανοητών όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Δεν θέλω να πω με κανέναν τρόπο ότι όλα αυτά απαλείφουν τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Δυτικοί. Λέω μόνον ότι η ιδιαιτερότητα του δυτικού πολιτισμού έγκειται ακριβώς στην ικανότητά του της αυτοαμφισβήτησης και της αυτοκριτικής. Στην ιστορία της Δύσης, όπως και σε όλες τις άλλες ιστορίες, υπάρχουν θηριωδίες και φρικαλεότητες. Aλλά όμως μόνον η Δύση δημιούργησε την ικανότητα για εσωτερική αμφισβήτηση. ¬ Αμφισβήτηση των ίδιων των θεσμών και των ιδεών της εν ονόματι της λογικής συζήτησης μεταξύ των ανθρώπων, η οποία παραμένει ανοιχτή στο διηνεκές και δεν αναγνωρίζει έσχατο δόγμα» (Η άνοδος της ασημαντότητας, 1993).
Η πολυπλοκότητα των φαινομένων και η κατανόησή τους είναι αδύνατη όταν υπάρχει από τη μια άγνοια βασικών παραμέτρων ενός ζητήματος και άρνηση πληροφόρησης, ενώ από την άλλη η εμμονή σε ιδεολογικούς δογματισμούς ενισχύει τις ανιστόρητες και ανερμάτιστες προσηλώσεις σε πολιτικά στερεότυπα. Σήμερα που υψώνονται νέοι «συνοριακοί φράχτες» και η χώρα μας κινδυνεύει να γίνει χώρος «συνωστισμού» προσφύγων, ποιος μπορεί να επενδύσει αλόγιστα σε πολιτικά στερεότυπα που έχουν φέρει τη χώρα σε απόγνωση και απομόνωση δεκάδες φορές στην ιστορική της διαδρομή; Ποιος μπορεί σήμερα να διαγνώσει σωστά τις συνέπειες της ενεργοποίησης από τη Γαλλία του άρθρου 42 (ρήτρα αμοιβαίας άμυνας Ε.Ε) και αν θα μπορούσε να ωφελήσει τα συμφέροντα της Ελλάδας απέναντι σε μια σουνιτική Τουρκία που αναζητά κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή;
Πάντως όχι ο ιδεολογικός πρωτογονισμός που μπορεί κάποτε να οδηγήσει την Ελλάδα σε νέα ολέθρια σφάλματα.