«Κυριακή Αργία»: Εν αρχή ην... το Αργος
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΠΑΝΗΛΘΕ στην επικαιρότητα ένα κοινωνικό και εργατικό ζήτημα που πρωτοεμφανίστηκε με έντονο τρόπο στα χρόνια των μνημονίων.
Εμποροϋπάλληλοι, εργατικά σωματεία, συλλογικότητες εργαζομένων και ανέργων, μικρομεσαίοι έμποροι από συνοικίες και γειτονιές αντέδρασαν έντονα και με ποικίλους τρόπους (απεργία, πορείες, αποκλεισμοί καταστημάτων κ.λπ.) στην απόφαση εφαρμογής σχετικού νόμου για την κατάργηση της αργίας της Κυριακής.
Πρόκειται ουσιαστικά για τον κίνδυνο απώλειας ενός βασικού εργατικού κεκτημένου, το οποίο αποτελεί ίσως και το πρώτο ευεργετικό μέτρο της εργατικής νομοθεσίας στη νεότερη Ελλάδα.
Μια αναδρομή στο ιστορικό της καθιέρωσης της αργίας της Κυριακής είναι απαραίτητη για την κατανόηση της αξίας του θεσμού, ακόμη και σε εποχές που οι εργαζόμενοι αγνοούσαν πλήρως την έννοια «κεκτημένο».
ΣΗΜΕΡΑ συμπληρώνονται 106 χρόνια από την ψήφιση του σχετικού νόμου, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από την πρώτη Κυριακή του 1910.
Πώς όμως προέκυψε αυτό; Ηταν «μάννα εξ ουρανού» για τους θιασώτες και «κεραυνός εν αιθρία» για τους πολέμιους; Τίποτε από τα δύο.
Αντίθετα, ήταν το αποτέλεσμα πολύχρονων διεργασιών, συζητήσεων, συλλογικών κοινωνικών αγώνων, αντιδράσεων, αντιθέσεων και συγκλίσεων.
Δυστυχώς, τις εφημερίδες της εποχής δεν απασχόλησε ιδιαίτερα η αποτύπωση του γεγονότος ούτε τα πριν και τα μετά τη νομοθέτηση της κυριακάτικης αργίας.
Ισως, γιατί η τήρησή της παρέμενε ζωντανή εθιμικά -κατά τις χριστιανικές κυρίως επιταγές- σε ορισμένους βιοτεχνικούς κλάδους και μεγάλες παραγωγικές μονάδες, αν και σε σημαντική υποχώρηση τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Είναι αλήθεια ότι η απουσία πρωτογενούς πληροφοριακού υλικού από τον Τύπο στέρησε από τη σύγχρονη έρευνα τη δυνατότητα ανάδειξης αυτού του κορυφαίου γεγονότος που αποτέλεσε τομή στην εργατική νομοθεσία του νεοελληνικού κράτους.
Το κενό του αθηναϊκού Τύπου και της ιστορικής αλληλουχίας των γεγονότων ήρθε να καλύψει η πρόσφατη αναστατική έκδοση του «Αργολικού Ημερολογίου» του εν Αθήναις Συλλόγου των Αργείων του 1910, από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Στα Περιεχόμενα αυτού του σημαντικού ιστορικού τεκμηρίου, εντόπισα ένα κείμενο με τον τίτλο «Το Αργος και η Κυριακή Αργία», το οποίο υπογράφει «Εις Αργείος».
Πρόκειται, πιθανότατα, για τον Αργείο Παναγιώτη Τημελή, σχολάρχη της Βαρβακείου, πρωτοπόρο και πρωτεργάτη του πανελλαδικού κινήματος διεκδίκησης της κυριακάτικης αργίας, ο οποίος για λόγους σεμνότητας, προφανώς, απέφυγε να το υπογράψει.
Η συγγραφή του συμπίπτει απολύτως με την ολοκλήρωση αυτού του παλλαϊκού αιτήματος, καθώς ο συγγραφέας του σημειώνει στο τέλος του κειμένου «έγραφον εν Αθήναις τη 21 Νοεμβρίου 1909», δέκα δηλαδή μέρες μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου.
EΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ για την κυριακάτικη αργία είχαν εκδηλωθεί στην Αθήνα μεμονωμένα, ανά συντεχνία, με κινητοποιήσεις από το 1879 έως το 1910.
Με τη μορφή, ωστόσο, του πάνδημου αιτήματος και της μαζικής κοινωνικής διεκδίκησης, εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στην πόλη του Αργους, την 8η Αυγούστου του 1889.
«Εν τη πλατεία του Αγίου Πέτρου συνελθών ο λαός του Αργους ήκουσεν επί δίωρον την υπέρ του Θεσμού της Κυριακής Αργίας αγόρευσιν του Αργείου κ. Π. Τημελή και εξέδοτο πάνδημον ψήφισμα, δι’ ού απεδέχθη ολοψύχως την καθιέρωσιν του Νόμου».
Το ψήφισμα υπέγραψαν, ως εκπρόσωποι του λαού της πόλης, όλοι οι πρόεδροι των πνευματικών, οικονομικών και επαγγελματικών φορέων, οι οποίοι εξουσιοδότησαν τον Τημελή «ως εντολοδόχον των Αργείων» να εισαγάγει το ζήτημα «και εις την Βουλήν και εις το Συνέδριο της Κυριακής Αργίας».
Ο Τημελής υπέβαλε το ψήφισμα στο προαναφερθέν συνέδριο και παράλληλα το προώθησε στη Βουλή, μέσω του τότε βουλευτή Κ. Παπαμιχαλόπουλου, ο οποίος το εισήγαγε πράγματι στη Βουλή, ύστερα από 11 περίπου έτη, το 1900.
Η ΠΑΝΔΗΜΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ του 1889 στο Αργος αποτέλεσε την απαρχή των αγώνων για την κυριακάτικη αργία, αγώνες οι οποίοι, πάντοτε με «πρόμαχον» τον Τημελή, επεκτάθηκαν στην Αθήνα, τον Πειραιά, σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου και σε νησιά.
Στη μακρά πορεία της αγωνιστικής διεκδίκησης του ως άνω κοινωνικού αγαθού, αξιοσημείωτοι είναι οι παρακάτω σταθμοί:
α) η έκδοση από το 1900 του περιοδικού «Κυριακή Αργία», υπό τη διεύθυνση του Π. Τημελή, στο οποίο «εγράφησαν άρθρα άφθονα, εδημοσιεύθησαν γνώμαι και δημοψηφίσματα Συλλόγων, Συντεχνιών, Σωματείων, Πόλεων και Επαρχιών»·
β) η γενική συνέλευση «των εν Αθήναις και εν Πειραιεί Προέδρων Συντεχνιών Αθηνών και Πειραιώς», κατά την οποία εξέλεξαν εξαμελή επιτροπή, με την εξουσιοδότηση να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες ενώπιον της Βουλής, της κυβέρνησης, των Ανακτόρων και της Μητρόπολης, ώστε το ζήτημα να τεθεί «επί τάπητος υπό αυτού του Λαού πρωτοστατούντος»·
γ) οι περιοδείες του Τημελή, ως εντολοδόχου της συνέλευσης των Συντεχνιών, σε διάφορες πόλεις ανά την Ελλάδα προκειμένου να ενημερώσει τον λαό τους και να αποσπάσει διά δημοψηφισμάτων τη συγκατάθεσή τους υπέρ του θεσμού·
δ) η επίδοση σχετικού υπομνήματος και των δημοψηφισμάτων στη βασίλισσα Ολγα και η ένθερμη υποστήριξή της στο αίτημα, μέσω επιστολής προς τον Τημελή, το 1902.
Οι παραπάνω εντατικοί αγώνες καρποφόρησαν και στέφθηκαν με επιτυχία την 11η Νοεμβρίου του 1909, με πιλοτική ωστόσο εφαρμογή του νόμου σε Αθήνα, Πειραιά και Βόλο, αλλά και το δικαίωμα των δημοτικών συμβουλίων των άλλων πόλεων να ψηφίσουν για την εφαρμογή του ή μη.
Στα επόμενα χρόνια δημοσιεύτηκε μεγάλος αριθμός διαταγμάτων που αφορούσε την ισχύ της κυριακάτικης αργίας σε διάφορες πόλεις της επικράτειας.
Αυτά τότε· γιατί τώρα και αυτό το ιστορικό κεκτημένο κινδυνεύει να ξεριζωθεί από τον μνημονιακό ανεμοστρόβιλο που παρασέρνει στο πέρασμά του τα πάντα.
*διευθύντρια Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών