Ποιό μέλλον για το Άργος;
- Λεπτομέρειες
- Δημοσιεύτηκε στις 04 Ιουνίου 2015
Τα δύο κείμενα του Βασίλη Δωροβίνη που ακολουθούν, πρωτοδημοσιεύθηκαν στα «Νέα της Αργολίδας» το 2006, ωστόσο παραμένουν επίκαιρα...
του Βασίλη Κ. Δωροβίνη
1. Πού καταλήξαμε; (28-2-2006)
Εδώ και αρκετό καιρό κοινή και γενικευμένη διαπίστωση, τόσο από άτομα όσο και σε κύκλους πολιτών, είναι ότι το Άργος έχει περιέλθει σε πλήρες αδιέξοδο. Ένα αδιέξοδο που ορατά είναι οικονομικό και λογικά πολιτιστικό και κοινωνικό. Το Άργος έπαψε εδώ και χρόνια να είναι το οικονομικό κέντρο της Αργολίδας. Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1970 το Ναύπλιο άρχισε να αναπτύσσεται σταδιακά σε εμπορικό κέντρο συναγωνιστικό, με τον τουρισμό (απλό, διερχόμενο, συνεδριακό) να αποτελεί τον βασικό κινητήρα της ανάπτυξής του. Τα προβλήματα που αυτού του είδους η ανάπτυξη, όπως εξελίχθηκε, άρχισε να παράγει, μόλις τώρα αρχίζουν να γίνονται ευρύτερα κατανοητά. Εκτός από το Ναύπλιο, όμως, και άλλες πόλεις και κωμοπόλεις του νομού μας άρχισαν να αναπτύσσονται κι αυτές οικονομικά, τουλάχιστο σε επίπεδο στοιχειώδους αυτάρκειας, ενώ ο τουριστικός παράγοντας έδωσε άλλη ώθηση σε πολλές από αυτές, μετατρέποντάς τες σε ισάριθμους κυρίως τουριστικούς πόλους.
Πριν 29 χρόνια, το 1977, άνθρωποι μέσα από το Άργος άρχισαν να αντιλαμβάνονται την αξία της αρχαιολογικής κληρονομιάς της πόλης, που μέχρι σήμερα, με ελάχιστεςαναστηλώσεις, έχει παραμείνει στο επίπεδο των μετά τις ανασκαφές ερειπίων ή σκαμμάτων, με τους χώρους που την περιβάλλει σε άθλια κατάσταση. Από την πλευρά μας, συμβάλαμε να αναδειχθεί το ζήτημα της ιστορικής συνέχειας της πόλης ιδίως κατά τη νεότερη περίοδο της ιστορίας μας, δηλαδή κατά τα προεπαναστατικά χρόνια και από την επανάσταση του 1821 και μετά. Από την βυζαντινή περίοδο δεν απομένουν παρά τμήματα του Κάστρου και ορισμένοι ναοί, οι τελευταίοι συχνά με άκαιρες σύγχρονες προσθήκες και κακή συντήρηση.
Παράλληλα, όμως, συνεχίστηκε και συνεχίζεται η τσιμεντοποίηση σε κάθε γωνιά της πόλης, ενώ σήμερα κάποιοι έφτασαν θρασύτατα να προτείνουν για τμήματά της και αύξηση των συντελεστών δομήσεως! Ωμή κερδοσκοπία και πλήρης ασυνειδησία. Ταυτόχρονα, όλο και πολλαπλασιάζονται φωνές και εμπεδώνεται η γνώμη ότι στο Άργος δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο προς «πώληση» από τη διαχρονική ιστορία του, που τα υλικά υπολείμματά της βρίσκονται και αυτά σε άθλια κατάσταση. Τα μοναδικά δύο αναστηλωμένα σπίτια της εποχής γύρω στα 1821-1830, δηλαδή του Καλλέργη και του Γκόρντον, οφείλουν την αναστήλωση τους στο Γαλλικό κράτος και στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.
Όλα τα άλλα (Τσώκρη, Τρικούπη, Μακρυγιάννη, Περρούκα, Βλάσση και πολλά άλλα ανώνυμα) μας αντικρύζουν σαν θλιβερά κατάλοιπα μιας εποχής άνθισης του Άργους. Από διαφόρους δημάρχους του Άργους, μετά τη θεομηνία των «κατεδαφιστών», ακούστηκαν ηχηρές δηλώσεις για ανάδειξη της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης. Στην πράξη δεν προώθησαν απολύτως τίποτα, ούτε την πλήρη αναστήλωση των Στρατώνων Καποδίστρια. Και όπου επιχειρήθηκαν αναστηλώσεις, όπως στη νεοκλασική αγορά και στο συγκρότημα κτιρίων του Δημαρχείου, υπήρξαν προχειρότατες και δίχως συνέχεια.
Σήμερα, αν επιχειρήσουμε να ξεναγήσουμε επισκέπτες στην πόλη, το μετανοιώνουμε οικτρά. Ξεκινάνε με τη διαπίστωση ότι το Άργος διαθέτει πολλαπλούς πόλους έλξης, αλλά καταλήγουν με το ότι το απίστευτο χάλι τους δεν συναντιέται πουθενά αλλού στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όπως πάμε, σε λίγο θα ντρεπόμαστε να λέμε ότι καταγόμαστε από το Άργος. Διάφοροι ξενόφερτοι και όψιμοι «Ηρακλείς του Άργους» διοχέτευσαν κατά καιρούς στην κοινή γνώμη παρανοϊκές θεωρίες περί δήθεν συνωμοσίας (ποτέ δεν προσδιόρισαν ποιών ακριβώς και γιατί), που αυτή οδήγησε την πόλη εκεί όπου έχει καταλήξει. Γνώριμη ελλαδική «μέθοδος» για μετακύληση ευθυνών!
Παράλληλα διαπιστώνεται και κάτι άλλο, και η δική μου πείρα το επιβεβαιώνει απολύτως: κανένας πολιτικά υπεύθυνος, που δεν βρίσκεται στο ύψος και το βάθος των καιρών και των αναγκών, δεν είναι δυνατό να μεταβάλει τις όποιες καθυστερημένες αντιλήψεις του με σπρώξιμο ή με τράβηγμα. Διότι στην κατάσταση που βρίσκεται, κι αν ακόμα δηλώσει ότι «ζητάει γνώμες και συμβουλές», έρχεται πολύ γρήγορα η ώρα που, αισθανόμενος τα κενά του, θεωρεί τους όποιους εκφέρουν γνώμες και συμβουλές άχρηστους ή επικίνδυνους για την όποια εξουσία του.
Όλα αυτά επιβεβαιώνονται, πλήρως και με στοιχεία, και στο Άργος. Από κοντά διαπιστώνονται και άλλα αδιέξοδα. Ας τα απαριθμήσουμε.
Ο σχεδιασμός της πόλης βολοδέρνει δεκαετίες, μέσα από αντιφατικά μικροσυμφέροντα, με δημάρχους και δημοτικές πλειοψηφίες που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να προωθήσουν ορθολογικότερες λύσεις, για τις οποίες προϋποτίθεται ότι έχουν ήδη σχεδιαστεί στόχοι ανάπτυξης (πού δεν σχεδιάστηκαν ποτέ).
Η κυκλοφορία οχημάτων έχει φτάσει στον πλήρη παραλογισμό, όπου διάφορες εκτός εποχής και εκτός πραγμάτων προτάσεις βλέπουν κατά καιρούς το φως της ημέρας, με τη μοιρολατρία να ανακυκλώνεται συνεχώς. Και μόνον ότι τα ΚΤΕΛ, παρά τις ηχηρές διαβεβαιώσεις νεοκαθήμενων στο θώκο τους δημάρχων, εξακολουθούν να σταθμεύουν σταθερά όχι στην ορθολογική θέση τους αλλά στο κέντρο της πόλης, λέει πολλά. Η μελέτη Σταθόπουλου στάλθηκε στο συρτάρι, όχι μόνον από την απροθυμία και την έλλειψη θέλησης και ικανότητας της δημοτικής πλειοψηφίας, αλλά και από την αβουλία και την έλλειψη στόχων της προηγουμένης.
Το Άργος παραμένει μία βρώμικη πόλη, όχι μόνο γιατί ασυνείδητοι πολίτες ή διερχόμενοι πετάνε ο,τιδήποτε και οπουδήποτε, αλλά και γιατί υπάρχουν άθλιοι κάδοι απορριμμάτων, δεν σκουπίζονται τακτικά πλατείες και δρόμοι, ενώ το όλο ζήτημα της ανακύκλωσης των απορριμμάτων και των μπάζων δεν έχει απασχολήσει σοβαρά καμία δημοτική πλειοψηφία.
Η δομή της πόλης εξακολουθεί να παραμένει αποκλειστικά μονοκεντρική, όπως του οποιουδήποτε μικρού χωριού, ενώ ταυτόχρονα, μετά το κλείσιμο των καταστημάτων, το Άργος νεκρώνεται από κάθε ζωντάνια. Μόνο κάποια «στέκια» στην κεντρική πλατεία λειτουργούν, με τάση να καλύψουν και ό,τι απομένει από πεζοδρόμους, ενώ σε αυτούς τους ελάχιστους πεζοδρόμους αφήνονται να ανεβαίνουν ασύδοτα IX αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες και μηχανάκια, σε κάθε ευκαιρία.
Όσο για τον λεγόμενο «πολιτισμό», δυστυχώς τα κάθε είδους θεάματα υποκατέστησαν εν πολλοίς την πολιτισμική δημιουργία. Πολύς θόρυβος κατά καιρούς, πολλές διαλέξεις (με το ίδιο πάντα ακροατήριο), περιοδεύοντες θίασοι, νέοι εορτασμοί επετείων, αλλά καμιά υποδομή. Πόλη που αγνοεί, δεν σέβεται και πάντως δεν τιμά τα υλικά δείγματα της ιστορίας της είναι καταδικασμένη να αναμασά ξενόφερτα (και μόνο) προϊόντα ή υποπροϊόντα. Βεβαίως -και ευτυχώς- δεν βρισκόμαστε στο απόλυτο μηδέν: υπάρχουν το Θέατρο και το Ωδείο του Άργους και ορισμένοι σύλλογοι που παράγουν έργο. Αλλά αυτό δεν αρκεί για ν' αλλάξει η γενική εικόνα, που είναι αυτή της πολεοδομικά και χωροταξικά εντελώς υποβαθμισμένης πόλης, που απωθεί.
Αλλά κοινωνικά που βρισκόμαστε; Πολλοί και άξιοι άνθρωποι κλεισμένοι στο καβούκι τους, δίκην στρουθοκαμήλου, μικροί ομόκεντροι κύκλοι που αυτοκαταναλώνονται (κάποτε μέσα σε κλίμα μίσους, φθόνου και εμπάθειας για άλλους) και κάποιες γιορταζόμενες επέτειοι που συγκεντρώνουν πάλι τα ίδια άτομα. Δίχως επαύριο και δίχως να δημιουργούν παραπέρα δραστηριότητες. Και όλα αυτά μέσα σε περίεργα αντιφατικό κλίμα, όπου συνυπάρχει η ελεεινολόγηση για το κατάντημά μας μαζί με μία αυτοϊκανοποίηση για τη «μοναδικότητά» μας. Δείγμα της οποίας λαμπρό δίνεται ευθύς στη βόρεια είσοδο του Άργους, όπου η ταμπέλα για την «αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης» και το μνημείο για τον Αντώνη Οικονόμου συνυπάρχουν με ξεχειλισμένους κάδους σκουπιδιών και με παρκαρισμένα όπου λάχει αυτοκίνητα. Καταλήξαμε στον παράγοντα άνθρωπο. Με αυτόν θα ασχοληθούμε στο επόμενο άρθρο μας.
2. Οι γενικότερες συνθήκες και ο ανθρώπινος παράγοντας(7,8-3-2006)
Στο προηγούμενο άρθρο, αναγκαστικά σε αδρές γραμμές, είδαμε που έφτασε το Άργος στις μέρες μας, με την αδιαφορία πολιτικά υπευθύνων και πολλών κατοίκων του και με τον παραμερισμό του από τους άλλους. Ας δούμε σήμερα από πιο κοντά το πώς καταλήξαμε στο σημείο αυτό, αλλά και σε ποιες νοοτροπίες και αντιλήψεις στηρίχθηκε η εξέλιξη αυτή. Μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, οι καλλιέργειες στο Αργολικό Κάμπο προχωρούν προς την μονοκαλλιέργεια εσπεριδοειδών (με ψηλότερο, τότε, εισόδημα και με μικρότερη επένδυση εργασιών), ενώ η βιομηχανία, κατά κύριο λόγο εριουργία-υφαντουργία, βρίσκεται σε κρίσιμο μεταίχμιο το οποίο, τελικά, θα αποδειχθεί ανυπέρβλητο εμπόδιο.
Οι καταστροφές και η σημαντική αναστολή διακίνησης των προϊόντων λόγω της Κατοχής και των πολεμικών γεγονότων συνδυάζονται με την εισροή έτοιμων και αυξανόμενης ποικιλίας υφασμάτων και ενδυμάτων, ενώ αλλάζουν και οι ενδυματολογικές συνήθειες. Τα εργοστάσια κλείνουν το ένα μετά το άλλο και μέσα σε ένα τέταρτο του αιώνα αυτή η βιομηχανία εκλείπει τελειωτικά. Οι βιομηχανίες χυμών, που αρχίζουν να εμφανίζονται αργότερα, και διάφοροι μικροκατασκευαστικοί - βιοτεχνικοί, περισσότερο, κλάδοι αναπτύσσονται πια από ξένους, ενώ είναι διάσπαρτοι σε όλο τον νομό, συχνότατα εκτός Άργους.
Το Άργος δέχεται, έτσι, την εισβολή της παρασιτικής «παραγωγής», αφού στον τομέα των υπηρεσιών το Ναύπλιο ανέκαθεν απορροφούσε τις κυριότερες δραστηριότητες του τομέα αυτού, ως πρωτεύουσα του Νομού. Και αυτή η παρασιτική παραγωγή εκδηλώνεται κυριότατα στην οικοδομική δραστηριότητα. Όταν στην αρχή της δεκαετίας του 1950 ο Γ. Βαλάτας εκπονεί νέο σχέδιο πόλης, η αντίδραση των διοικούντων την πόλη είναι παντελώς αρνητική απέναντί του (μέχρι το σημείο που δεν διατηρείται πουθενά ούτε καν αντίγραφο αυτού του σχεδίου!). Η αντίδραση αυτή δεν οφείλεται, βέβαια, στο ότι (θέλησαν να προστατεύσουν την αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης, όπως τα ίδια χρόνια στο Ναύπλιο ο Δήμαρχος Σαγιάς έπραξε, σε συνεργασία με την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Η αντίδραση προς τον πολεοδομικό σχεδιασμό στο Άργος οφείλεται ιδίως στη διάχυτη νοοτροπία χωρικών (που ήδη πολλές δεκαετίες πριν επισημαινόταν από οξυδερκείς όπως ο Κ. Ολύμπιος), με στενούς και αδιέξοδους, τελικά ορίζοντες. Πολλά από τα αστικά στοιχεία της πόλης μετακομίζουν στην Αθήνα, όπως και πολλά στοιχεία από τα εργατικά στρώματα, επίσης. Τους ακολουθούν πολλοί, εξάλλου, από την επόμενη γενιά, που φεύγει ιδιαίτερα στην Αθήνα για σπουδές. Ταυτόχρονα στο Άργος σημειώνεται κάθοδος χωρικών από την ορεινή Αργολίδα, τη νότια Αρκαδία, ακόμα και άνοδος από την Κρήτη. Όλοι αυτοί δεν βλέπουν το Άργος παρά σαν χώρο αγοράς οικοπέδων. Τίποτε άλλο δεν τους συνδέει με την πόλη.
Οι Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί του 1955, του 1973 και του 1985 κάνουν την εμφάνισή τους, σε αντικατάσταση της πρωτοποριακής νομοθεσίας της εποχής των Βενιζέλου-Παπαναστασίου (νομοθετήματα του 1923 και του 1929), που μόλις από το 2003 «ανακαλύπτεται» επιστημονικά και αξιολογείται, όπως πρέπει. Μόλις πριν λίγες μέρες, στις 22 Φεβρουαρίου, σε ημερίδα στην Παλαιά Βουλή στην Αθήνα, με πολύ γόνιμες εισηγήσεις, γίνονταν ευρύτερα γνωστές πλευρές αυτής της νομοθεσίας, η οποία αντικαταστάθηκε με πολύπλοκες, πονηρές και προς δόξα του συντεχνιασμού και του πελατειακού συστήματος διατάξεις.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1970, μετά την πτώση της Χούντας, δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι προοδευτικοί άνθρωποι κάθε παράταξης στο Άργος, δίνουν τα χέρια και συνεργάζονται μέσα και από τον Π.Ο.Α., με στόχους ανανεωτικούς, που κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν φτάσει και μέχρι τη διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Και δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των στόχων αυτών, που άλλοι τους αφομοίωσαν και πάλεψαν γι' αυτούς και για άλλους πέρασαν ξέσκουρα, βασικός που διαμορφώθηκε ήταν της διατήρησης και ανάδειξης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης, ένας στόχος πανελλήνιος πια από το 1975, γι' αυτό και πέρασε στο άρθρο 24 του Συντάγματος,πρωτοποριακό τότε σε όλη την Ευρώπη.
Ιδιαίτερα η μάχη για τους Στρατώνες Καποδίστρια, ενός τοπόσημου της πόλης πανελλήνια, σήμερα, αναγνωριζόμενου, υπήρξε αποκαλυπτική, ακόμα και για τις νοοτροπίες των προσώπων που ενεπλάκησαν σε αυτήν. Κύριοι αντιδρώντες ήταν ανυποψίαστα άτομα, αυτοπροβαλλόμενα σαν τοπικοί άρχοντες, όπως και υπομηχανικοί και πολιτικοί μηχανικοί, που σε αυτούς οφειλόταν το μέχρι τότε ραγδαίο τσιμέντωμα του Άργους, άναρχο, με συχνές πολεοδομικές παραβάσεις – «διευκολύνσεις» και με πλήρη αδιαφορία για την παράδοση της πόλης.
Θα πρέπει σήμερα να γίνει ένας απολογισμός των κτιρίων μεταξύ 1950-1980, τουλάχιστο, και να ληφθεί υπόψη ότι επί τριάντα χρόνια το παν κτιζόταν με την ολοκληρωτική, σχεδόν, απουσία αρχιτεκτόνων και, μάλιστα, κάποιου επιπέδου. Ακόμα και μέχρι σήμερα, στην πράξη είναι άγνωστη η τέχνη και η τεχνική της αναστήλωσης (η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα). Ως προς τον σχεδιασμό, τώρα, η κακοδαιμονία συνεχίζεται και η Ε.Π.Α. του 1982 και μετά μετατρέπεται σε Μ.Π.Α. (μπίζνες «πολεοδομική ανασυγκρότηση»), ενώ ταυτόχρονα τοπικοί «παράγοντες» και «ταγοί» αναδεικνύονται σε σημαιοφόρους της αντίδρασης ανθρώπων με νοοτροπία χωρικών και όχι κατοίκων πόλης. Ο κ. Αν. Παπαδάκης είναι χαρακτηριστικό ότι στη βασική μελέτη του ούτε καν αγγίζει το θέμα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αν και ήταν μέσα στις συμβατικές υποχρεώσεις της ομάδας του. Μελέτες που εκπονούνται σημειακά (και όχι συνθετικά και το τονίζω) μετά το 1998, με την αδιαφορία των δημοτικών αρχών δεν φτάνουν σε ολοκληρωμένο στάδιο και δεν εφαρμόζονται (ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων, Κάστρο και περιβάλλοντες χώροι, Αγ. Κωνσταντίνος).
Το πολιτικό προσωπικό
Αποτελεί κακή συνήθεια στην πόλη μας «δίκαιοι» και κατάλληλοι να ανακατεύονται στο ίδιο τσουκάλι μετ' «αδίκων» και ακαταλλήλων, σε κλίμα ξεπεσμού και νοσταλγικής θολούρας. Έτσι έχουν αναγορευθεί σε προσωπικότητες (με αόριστες, κατά τα λοιπά, αναφορές στη συγκεκριμένη δράση τους) ο μακαρίτης Στ. Μαρίνος (12 χρόνια δήμαρχος, στην κρίσιμη μεταπολεμική περίοδο), που μεταξύ άλλων φύτεψε τη δεξαμενή της πόλης ακριβώς πάνω από το αρχαίο θέατρο και έκοψε τη δεντροστοιχία της οδού Δαναού, ενώ ο Γ. Θωμόπουλος θεωρήθηκε από κάποιους «προοδευτικός», ίσως διότι ο Δήμος νοίκιασε διαμέρισμα για διαλέξεις και το ονόμασε «Πνευματικόν Κέντρον» ή οργάνωσε την «επικοινωνιακή», θα λέγαμε σήμερα, γιορτή του πορτοκαλιού, όταν το πορτοκάλι πληρωνόταν αδρά κι όχι βέβαια με δικές του ενέργειες. Κάποιοι θέλουν να ξεχνούν τον διαλυτικό και καταστροφικό ρόλο του για την εξαφάνιση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, με εμπρηστικά δικά του άρθρα και του κολλητού του Θ. Μαραγκού (τύπου «Μπούγιουρουμ» κλπ.).
Ο μακαρίτης Γ. Πειρούνης, καλός άνθρωπος κατά τα άλλα, ήταν κι αυτός πλήρως ανυποψίαστος και υποκείμενος στις συμβουλές - διαβουλές κάποιων εξίσου ανυποψίαστων κοντινών του. Έφτασε να διακηρύσσει από το μπαλκόνι ότι τα «κόκαλα των πεθαμένων δεν μπορεί να κανονίζουν τη ζωή των ζωντανών» - αυτή ήταν η συνοπτική αντίληψή του για την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά. Ο ευφυής Δημ. Παπανικολάου έφτασε το ρεκόρ πολυετίας του Στ. Μαρίνου, πήρε στην αρχή καινοτόμα μέτρα και πολλοί επενδύσαμε στα χρόνια εκείνα για ένα πραγματικό εκσυγχρονισμό της πόλης. Δυστυχώς, μετά τα έξι χρόνια επανήλθαμε στα τετριμμένα, για να έρθει ο επόμενος δήμαρχος, που αποδείχθηκε ανεπαρκής εμπρός στα συσσωρευμένα, πια, προβλήματα της πόλης, και να δώσει τη θέση του σε άλλη περίοδο ακινησίας. Γύρω από αυτά και ο περιφερόμενος κομήτης και μανιακός της εξουσίας για την εξουσία. Φτάσαμε στο σημείο ακινησίας και απάθειας, που δεν αλλάζουν ούτε με κορτιζόνη ούτε με σιλικόνη.
Ποιά προοπτική;
Μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, όπως λέει κι ο ποιητής, έφτασαν να είναι πολλοί διοικούντες αλλά και πολλοί πολίτες. Η τακτική της στρουθοκαμήλου είναι στην ημερήσια διάταξη. Ο ποιοτικός πήχυς πέφτει συνεχώς, με αποτέλεσμα ακόμα και απίθανοι τύποι, αδαείς και φανατικοί, να επιδιώκουν (γιατί όχι ακόμα κι αυτοί;) ν' ανέβουν στο δημαρχιακό αξίωμα. Ομάδες συμφερόντων μετασχηματίζονται για τις ανάγκες τους σε κομματικές ομάδες και στο όνομα δεν ξέρω ποιας «δημοκρατίας» αξιώνουν το «χρίσμα» από τους «επάνω». Ιδέες δεν έχουν και, φυσικά, δεν προβάλλουν. Ψαρεύουν κι αυτοί μέσα στα θολά. Εγγυώνται, λοιπόν, ότι θα συνεχίσουν αδιατάρακτα την ίδια κατάσταση. Ταυτόχρονα τα τελευταία χρόνια δημιουργούνται συσπειρώσεις πολιτών «για κάτι διαφορετικό». Δυστυχώς σε δύο περιπτώσεις που εγώ γνωρίζω είτε αποσυντέθηκαν εκ των έσω, είτε βρέθηκαν έρμαια των προσωπικών φιλοδοξιών τουλάχιστον μιας δεκάδας διεκδικητών του δημαρχιακού θώκου (είπαμε, ο πήχυς κατέβηκε....).
Αν αυτή η πόλη έχει μέλλον, αυτό σήμερα εξαρτάται από το πόσο «πλάτη βάζουν» οι ποιοτικά διακρινόμενοι πολίτες της, ανεξάρτητα από το τι ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές. Πολίτες που ανησυχούν για το δικό τους μέλλον και το μέλλον των παιδιών τους, που έχουν καταλάβει τι σημαίνει να ζεις σε ιστορική πόλη. Και όχι βέβαια γραφικοί δήθεν «απόγονοι» των Δαναών (Ο Βαγιαζήτ πήρε και σήκωσε και τους 30.000 κατοίκους τους Άργους), με αυτιστικά σύνδρομα.
Αντικειμενικά έχει έρθει η ώρα για τη Μεγάλη Συνεννόηση. Για την κινητοποίηση των ζωντανών δυνάμεων του Άργους, που να οργανωθούν έχοντας επιτέλους, και μετά τόσα χρόνια ασημαντότητας, κύρος ως ίσοι προς ίσους προς τα έξω, αλλά και με διαύγεια, γνώση και τόλμη προς τα μέσα. Λύση για τα αδιέξοδα δεν αποτελούν δον - κιχώτες, φτηνοί διεκδικητές «χρισμάτων» για ιδιαίτερους σκοπούς ατομικών συσπειρώσεων. Η πόλη είναι μη συναγωνιστική και γνωσιολογικά ανύπαρκτη, πρώτα σε πολλούς από τους κατοίκους της. Με το σημερινό χάλι, δεν εμπνέει. Ζει σε διάχυτη μιζέρια. Θέλουμε ή δεν θέλουμε να τελειώσουμε με αυτά; Την απάντηση δεν θα τη δώσουν παρά υπεύθυνα άτομα, συνεννοούμενα και δρώντας.
http://argolika.gr/