Πανηγυρικά εορτάστηκε η θεομητορική εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου στο ομώνυμο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμένης στο Άργος, κάτω από το κάστρο Λάρισα. Στον πανηγυρικό εσπερινό που έγινε το απόγευμα της Τρίτης χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Ιάκωβος, ενώ το πρωί στην θεία λειτουργία ο θεοφιλέστατος επίσκοπος Επιδαύρου κ. Καλλίνικος. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της εορτής το πλήθος κόσμου που έρχεται από την παραμονή να προσκυνήσει την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Είναι ένα από τα ομορφότερα μοναστήρια της περιοχής του Άργους αλλά και ολόκληρης της Αργολίδας. Ανήμερα της εορτής το απόγευμα, μετά από τον εσπερινό γίνεται η λιτάνευση της ιερής εικόνας, καθώς και των ιερών λειψάνων πέριξ του μοναστηριού και κατόπιν ακολουθεί το μνημόσυνο των κεκοιμημένων κτητόρων και μοναχών της μονής. Τόσο τον εσπερινό όσο και την ακολουθία του μνημόσυνου τέλεσε ο ιεροκήρυκας της μητροπόλεως Αργολίδος Χρυσόστομος Παπουλέσης, παρουσία κι άλλων ιερέων από Ναύπλιο και Αργος.
Αποτελεί, οπωσδήποτε, βασική παράλειψη για τον κάθε επισκέπτη του Άργους, αν δεν ανέβει να προσκυνήσει στο ιερό προσκύνημα της Παναγίας της Κατακεκρυμένης. Η μονή εφάπτεται στην ανατολική πλευρά του κάστρου Λάρισας και βρίσκεται σχεδόν στη μέση απ’ όπου ξεκινάει και απλώνεται η όμορφη πολιτεία του Άργους. Γύρω-γύρω το μοναστήρι είναι περιτοιχισμένο με τείχος γερό και καλοδουλεμένο, που το ασφαλίζει γερά. Το ύψος σε ορισμένα απότομα σημεία φτάνει τα 7 με 8 μέτρα, και το μέσο πάχος του είναι γύρω στο ενάμισι μέτρο. Στο κέντρο του συγκροτήματος είναι χτισμένη η εκκλησία – προς τιμή των εισοδίων της Παναγίας, που αποτελεί το Καθολικό της Μονής. Εκτός από την κεντρική εκκλησία υπάρχουν και τα παρεκκλήσια του Ευαγγελισμού και του Αγίου Θεοδοσίου.
Το μοναστήρι της Κατακεκρυμένης, ήταν πολύ παλαιό και βρισκόταν σε μεγάλη πνευματική και οικονομική άνθηση. Δεν άντεξε όμως κάτω από την καταστρεπτική μανία του χρόνου, των αλλεπάλληλων σεισμών και άλλων. Μέσα σ’ αυτά το χειρότερο ήταν, ότι βρισκόταν κοντά στην πόλη και γι΄ αυτό οι βάρβαροι κατακτητές που πάτησαν τα άγια χώματα μας στην διαδρομή των αιώνων, άλλοτε λεηλάτησαν, άλλοτε το λήστεψαν και άλλοτε χρησιμοποίησαν το όμορφο αυτό μοναστήρι της Παναγίας σαν στρατιωτική βάση και παρατηρητήριο… Οπότε έδιωχναν τους μοναχούς αλώνιζαν τους θησαυρούς του (υλικούς κα πνευματικούς) και βεβήλωναν τους Αγίους Ναούς του και τα Ιερά του κειμήλια. Πρώτοι πέρασαν από εκεί και το βεβήλωσαν οι Φράγκοι. Ήρθαν κατόπιν οι Τούρκοι και τελευταία το βεβήλωσαν τα στρατεύματα της Κατοχής.
Οι Γερμανοί αφήσαν επάνω στο ιστορικό μοναστήρι – όπως και σε πολλά άλλα – μελανά σημάδια της βάρβαρης μανίας τους. Ήταν Κυριακή του Θωμά του 1941. Κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, έφθασαν τα Γερμανικά αεροπλάνα και άρχισαν τον φοβερό βομβαρδισμό, αδιάκριτα σε πόλεις και χωριά, και κυρίως στα Ιερά προσκυνήματα, που υπολόγιζαν την ώρα της Θείας Λειτουργίας και το εκεί συγκεντρωμένο πλήθος για να το χτυπήσουν. Έτσι λοιπόν ο στόχος τους εκείνη την ημέρα έγινε κυρίως η Κατακεκρυμένη, που επεσήμαναν από ψηλά. Υπάρχει και μια δεύτερη γραπτή μαρτυρία, παλαιότερη βέβαια, του 1715. Αναφέρεται σε κάποιο χρονικό ενός Ελληνορουμάνου Κων/νου, που ακολούθησε τότε σαν απεσταλμένος της Βλαχίας, τον Τούρκο πασά Ναζίτ Νταμάτ Αλή, στην εκστρατεία του εναντίον των Φραγκοενετών του Μωρία. Ο Κων/νος λοιπόν αυτός, κρατούσε ημερολόγιο σε όλο το διάστημα της εκστρατείας και βάσει αυτού έγραψε κατόπιν το χρονικό του. Μέσα α’ αυτό γράφει με απλότητα τις εντυπώσεις του για όλα τα μέρη που είδε. Ιδιαίτερη εντύπωση του έκανε η πόλη του Άργους. Θαύμασε την ομορφιά της γενικά και κυρίως τις πολλές και ωραίες εκκλησίες της και τα ιστορικά μοναστήρια της, που υπήρχαν στη γύρω περιοχή. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο μιλάει και για το μοναστήρι και βρισκόταν σε πνευματική και οικονομική άνθηση. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, στην Ιστορία του (της Ελληνικής επαναστάσεως), αναφέρει το παρακάτω σημαντικό περιστατικό το οποίον και σας το μεταφέρω αυτολεξεί: «Οι Αργείτες κατά τον ξεσηκωμόν του 1821 οχυρώθηκαν εις την θέσιν Ξεριά και επολέμησαν κατά των Τούρκων. Ανοργάνωτοι όμως όπως ήταν και σχεδόν άοπλοι, δεν κατόρθωσαν να κρατήσουν την Τουρκική πίεση, δια τούτο και διελύθησαν. Μετά την αποτυχίαν αυτή, πολλαί οικογένειες και τινές οπλοφόροι εκλείθησαν εν τη υπό την Ακρόπολιν μονή της Κατακεκρυμένης. Οι δε Τούρκοι εισελθόντες εις την πόλιν του Άργους την 25ην Απριλίου, επολιόρκησαν τους εν τη μονή, προσπαθούντες να τους πείσουν, να παραδωθώσι εν πλήρει και τελεία αμνηστεία. Αλλά εκείνοι εμψηχούμενοι παρά των εν αυτή ολίγων οπλοφόρων απέρριψαν τας πρώτας προτάσεις και αντεστάθησαν επιτυχώς τρεις ημέρας. Η έλλεοψις όμως νερού τους ηνάγκασε να προσκυνήσωσι. Εις των εγκλείστων ήσαν ο Κρανιδιώτης Παπα – Αρσένιος, ανήρ πλήρης ζήλου και τόλμης, όστις παρευρεθείς εν τη προλαβούση, μάχη, κατά το τείχος, τόσον διέπρεψεν, ώστε ο Κεχαγιάς επαναλαβών τας προτάσεις του , επέμενε να εξαιρεθή μόνος αυτός της γενικής αμνηστείας. Ο Αρσένιος ιδών ότι εξ’ αιτίας τις δίψης αδύνατον ήτο να αναθέξωσιν οι εγκλειστοι, τοις είπεν να δεχθώσιν αυτάς (τας προτάσεις του Κεχαγιά), και να ανοίξωσι τας πύλας την επαύριον. Αυτός δε θα φρόντιζε περί της ιδίας ασφαλείας του. Τω οντι την νύκτα εξήλθε της Μονής ξιφήρης, διέσχισε τους πέριξ εχθρούς και διεσώθη αβλαβής εις τους Μηλους».
Αξίζει όμως να σημειωθεί και κάτι ακόμα σχετικό με την ιστορία του μοναστηριού. Πολλοί υποστηρίζουν, ότι η Κατακεκρυμένη ήταν η Μονή μετανοίας του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Το βέβαιο όμως είναι, ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός χειροτονήθηκε διάκονος στο μοναστήρι της Κατακεκρυμένης και μάλιστα από τον επίσκοπο Αργοναυπλίας Ιάκωβο, που ήταν και θείος του.
Μετά από την απελευθέρωση του έθνους, το μοναστήρι της Κατακεκρυμένης άρχισε να καταρρέει. Το ιστορικό αυτό ασκητήριο που άντεξε επί τόσους αιώνες σε τρομερούς καταλυτικούς παράγοντες, έπεσε σε μαρασμό κυρίως από έλλειψη μοναχών. Επειδή όμως ήταν κοντά στην πόλη του Αργους, μερίμνησε η Ιερά Μητρόπολις να λειτουργεί κάθε Κυριακή σαν παρεκκλήσι του ναού Τιμίου Προδρόμου, ώστε και από την ερήμωση να σωθεί και να εξυπηρετεί εκκλησιαστικώς το άνω μέρος της πόλεως που γειτόνευε με το μοναστήρι. Τα παλιά χρόνια, συνήθιζαν να εκκλησιάζονται στο πανηγύρι της Κατακεκρυμένης, οι νιόπαντροι και οι αρραβωνιασμένοι με τους οικείους και με τους συγγενείς τους. Στο τέλος της λειτουργίας πετούσαν σ’ αυτούς πορτοκάλια - από τα πλούσια και εκλεκτά του Αργείτικου κάμπου -, για να είναι η ζωή τους ρόδινη. Από το έθιμο αυτό, που ξεχάστηκε βέβαια σιγά-σιγά και δεν γίνεται σήμερα, η Παναγία η Κατακεκρυμένη, λέγεται και «Παναγία Πορτοκαλούσα» και έτσι την ξέρει ο πολύς κόσμος και μάλιστα οι παλαιότεροι.
Το μοναστήρι εδώ και τέσσερα χρόνια λειτουργεί και πάλι ως ανδρική μονή με συνοδεία δυο μοναχών των αυταδέλφων πατέρων Μακαρίου και Ιωσήφ. Οι δύο ιερομόναχοι έχουν ανακαινίσει την μονή, δίνοντας της και πάλι την παλιά της αίγλη και σίγουρα τους αξίζει η Παναγία να τους φυλάει και να τους φωτίζει πάντα.