Τα παιδιά που έβγαιναν για τα κάλαντα δεν περίμεναν το χαρτονόμισμα. Ούτε καν κέρμα. Ένα μελομακάρονο ήταν όχι μόνο αρκετό αλλά και πολύτιμο για τα πεινασμένα χωριατόπαιδα…
Το δέντρο αλλά και το καράβι ήταν στους περισσότερους άγνωστα. Στο Ναύπλιο και το Άργος, ίσως κάποιες μεγαλοαστικές οικογένειες να έκαναν στολισμό, στα χωριά όμως αγνοούσαν οι περισσότεροι την ύπαρξή τους. Όσο για τον Άη – Βασίλη; Τον γνώριζαν μόνο από κάποιες βυζαντινές εικόνες. Καμία σχέση με τον στρουμπουλό γέροντα που έρχεται, όχι από την Καισαρεία, αλλά από τη Φινλανδία.
Στα χωριά της Αργολίδας πριν από μερικές δεκαετίες τα Χριστούγεννα ήταν εντελώς διαφορετικά. Πιο αυθεντικά, λιγότερο φανταχτερά, ίσως πιο ουσιώδη. Χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν και οι δεισιδαιμονίες…
Η γαλοπούλα δεν έπαιρνε τη θέση που σήμερα της αρμόζει στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Άλλωστε υπήρχε το γουρούνι του σπιτιού, το οποίο στα περισσότερα χωριά της Αργολίδας φυλασσόταν για τα Χριστούγεννα.
Στην Ασίνη το σφάξιμο ήταν ιεροτελεστία. Όλοι οι γείτονες μαζεύονταν για τη «θυσία». Καθένας είχε και από ένα ρόλο. Άλλοι κρατούσαν τα πόδια, άλλοι του περνούσαν μια σακούλα στο κεφάλι. Ο σφαγέας με ένα μαυρομάνικο μαχαίρι σταύρωνε πρώτα το λαιμό του ζώου κι ύστερα του έκοβε τον λάρυγγα και τον πετούσε στα κάρβουνα που έκαιγαν δίπλα. Ο νοικοκύρης κερνούσε κρασί και άρχιζε το γλέντι…
Σε αρκετά χωριά, όπως οι Μυκήνες, η Στέρνα, οι Λίμνες, την παραμονή έβαζαν στο τζάκι ένα πολύ μεγάλο κούτσουρο να καίει όλη τη νύχτα για να ζεσταθεί η Παναγιά και το Βρέφος.
Στις Λίμνες, στα Χριστόψωμα που έφτιαχναν, σχεδίαζαν το σπίτι, τα μέλη της οικογένειας, τα ζώα του σπιτιού, τα εργαλεία της δουλειάς. Για τα βαφτιστήρια έφτιαχναν πίτες και τους τις πήγαιναν σπίτι. Αργά το απόγευμα της εορτής, στην πλατεία του χωριού, είχε γλέντι.
ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΟΙ
Το μεγάλο πρόβλημα άκουγε στο όνομα: «καλικάτζαροι». Ο φόβος και ο τρόμος των χωρικών. Και τι δεν έκαναν για να διώξουν τα κακά πνεύματα…
Στο Λάλουκα, στις πόρτες έκαναν σταυρούς με μπογιά ή αίμα αρνιού ή κότας μήπως και τα κυνηγήσουν.
Στο Λυγουριό, από το φόβο μήπως τα «γκατζόνια» (έτσι τα έλεγαν) κατουρήσουν στο τζάκι έβαζαν πάνω στο φουγάρο κλαδιά αγριοσπαραγγιάς (άραγε, από πού θα έμπαινε ο Άη -Βασίλης;). Κάθε πρωί πετούσαν τη στάχτη για να μην πιάσουν δαιμονόψειρες. Στο τζάκι δεν ζέσταιναν νερό για μπουγάδα ή για λούσιμο. Θα έσκαζε το πρόσωπο και τα χέρια τους…
Τα σπαράγγια ήταν το ντεκόρ και στα κεραμίδια της Στέρνας και τηςΦρουσιούνας. Όταν τα δαιμόνια πλησίαζαν το χωριό θα έλεγαν: «Σπαράγγια μυρίζει εδώ; Δεν είναι καλό χωριό». Στις Μυκήνες σκέπαζαν τα δοχεία να μην τα μαγαρίσουν.