Τρέχοντας πρωί-πρωί να προλάβω το κουδούνι της πρώτης ώρας, τον συναντούσα στην ίδια θέση, εκεί στο στενό του Αγίου Σπυρίδωνα, απέναντι από την είσοδο της εκκλησίας του φόνου, με την ίδια φράση στο στόμα. «Ανάθεμα τους Βενετσιάνους, τις φυλακές τους και τα κάστρα τους».
Σχεδόν όλα τα χρόνια του γυμνασίου.
Δεν ρώτησα ποτέ τι εννοεί και γιατί το επαναλαμβάνει αυτό κάθε μέρα σαν προσευχή, σαν ξόρκι, σαν χρησμό και σαν κατάρα, δεν είχα μάθει να ρωτάω ακόμα. Μου πήρε πολλά χρόνια, έπρεπε να ανέβω σε αυτήν την ευλογημένη, τη μεγάλη πόλη, κι εγώ όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, για να σηκώσω τα μάτια από το χώμα, να αρχίσω να ρωτάω και να ψάχνω την ψυχή μου.
Όταν λοιπόν μετά από χρόνια κατέβηκα στο Ναύπλιον δεν ήταν πια εκεί, έλειπε από τη γωνιά του, από το πόστο του. Τώρα όμως ήθελα να μάθω. Όχι μόνο αυτό, αλλά και χίλια άλλα πόσα.
- Μας άφησε χρόνους πια, Θεός σχωρέστον, τον πήρε ο Αργίτης ο Μπεκιάρης και ησύχασε.
- Και αυτό που έλεγε και επαναλάμβανε «Ανάθεμα τους Βενετσιάνους, τις φυλακές τους και τα κάστρα τους» τι εννοούσε και τι ήθελε να πει;
- Άκουσε. Το Παλαμήδι εννοούσε, τους Βενετσιάνους που το χτίσανε, τους Φράγκους, τους Βαυαρούς, τον βράχο, τα σκαλιά, το κάστρο, τις ντάπιες, τα μπουντρούμια, το Αλωνάκι, τους θανατοποινίτες, τις φωνές και τα τραγούδια απ' τους εκτελεσμένους της Ακροναυπλίας, τον ήλιο που του κρύβανε ως τις δώδεκα το μεσημέρι και του σακατέψανε πόδια και στήθος η υγρασία και η μούχλα του Ψαρομαχαλά και της παλιάς της πόλης. Να το γκρεμίσει ήθελε, να το ανατινάξει.
Το Ναύπλιον χωρίς φυλακές ονειρευότανε ο δύστυχος, με ήλιο χειμώνα καλοκαίρι να ζεστάνει το κορμάκι του. «Μια φυλακή μέσα στις φυλακές» έλεγε και ξανάλεγε «αυτό είναι το Ναύπλιον» και βάφτιζε τον Χάρο πότε Αμοιραδάκη, πότε Σοφρά και άλλοτε Μπεκιάρη και Αρναούτ Χασάν με τα ονόματα των φοβερών Δημίων που έβγαιναν, όλο έβγαιναν με τη βάρκα του Μπικάκη από το Μπούρτζι να τον πάρουνε και να τον κόψουνε στην Καρμανιόλα.
Γι' αυτό όταν έρχεστε παρακαλώ στο Ναύπλιον Παρασκευοσαββατοκύριακα, όμορφα και ωραία να περάσετε και να χαρείτε τη χαρά σας, έχετε μια μικρούλα έννοια, μια τόση δα σκέψη για όλους αυτούς που φυλακίστηκαν και κόπηκαν σ' αυτόν τον τόπο. Είναι το πένθος του μεγάλο. Και όταν τα βράδια ανάβει τα κεριά του και τα φώτα του το κάστρο, είναι ο επιτάφιος που βγάζουν οι φυλακισμένοι. Σταθείτε για λίγο σιωπηλοί και μνημονεύστε τους. Και ύστερα τρέξτε στους χορούς σας.
http://www.protagon.gr/