- Λεπτομέρειες
- Δημοσιεύτηκε στις 09 Σεπτεμβρίου 2014http://argolika.gr/
του Γιώργου Νικολόπουλου Χρονογραφικά στοιχεία για τον Νίκο Καζαντζάκη έχουν συγκεντρωθεί
κυρίως από τον πολύ καλό του φίλο, τον συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη αλλά και τη δεύτερη σύζυγό του, Ελένη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο μεγάλος Κρητικός επισκέφθηκε την Αργολίδα, κυρίως το Άργος και τις Μυκήνες, ενώ προκαλεί απορία γιατί αγνόησε στο«Ταξιδεύοντας στο Μοριά» το Ναύπλιο.
Ας δούμε καταρχήν 5 από τις επισκέψεις του:
- Το 1915, ο 32χρονος Νίκος Καζαντζάκης μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό περιηγούνται συστηματικά την Ελλάδα αναζητώντας τη «συνείδηση της γης και της φυλής τους». Το Μάρτιο θα βρεθούν στο Άργος και τις Μυκήνες.
- Επτά χρόνια αργότερα, στα τέλη Ιανουαρίου του 1922, οι δυο τους κάνουν νέα εκδρομή σε Άργος και Μυκήνες αλλά και στην Επίδαυρο και την Τίρυνθα (σ.σ. ο Σικελιανός το 1945 πάντρεψε τον Καζαντζάκη με την Ελένη Σαμίου).
- Στις 24 και 25 Ιουλίου του 1927, κάνει νέα εκδρομή στην Πελοπόννησο με τη συνοδεία δύο φίλων του. Αν και δεν γνωρίζουμε λεπτομερώς τους τόπους που επισκέφθηκε, το πιθανότερο είναι να πέρασε από το Άργος. Η φωτογραφία που παρουσιάζουμε, από το αρχείο της Ελένης Καζαντζάκη, πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο «7 ημέρες» της«Καθημερινής», την Κυριακή 2 Νοεμβρίου 1997. Απεικονίζεται ανάμεσα στον κόσμο ο Ν. Καζαντζάκης και επισημαίνεται ότι βρίσκεται στο Άργος, το 1927.
- Μία ακόμη επίσκεψη στην Αργολίδα κάνει στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1933, οπότε ξεναγεί στις Μυκήνες το ζεύγος Renaud de Jounevel, φίλους του από το Παρίσι.
- Το 1937, με παρότρυνση του Διευθυντή της «Καθημερινής» Άγγελου Βλάχου, ταξιδεύει στην Πελοπόννησο (4-19 Σεπτεμβρίου). Τις εντυπώσεις του τις καταγράφει και τις δημοσιεύει καθημερινά στην εφημερίδα, από τον Οκτώβριο μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου. Την ίδια περίοδο, η εφημερίδα φιλοξενεί σε συνέχειες και την «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ», το ιστορικό μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη που διαδραματίζεται στο μεσαιωνικό Ναύπλιο. Οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Καζαντζάκη από το Μοριά αργότερα εκδόθηκαν και σε βιβλίο. Η Πελοπόννησος είναι η μοναδική περιοχή στον ελλαδικό χώρο που ασχολήθηκαν τα ταξιδιωτικά αφηγήματά του.
Τελευταίοι σταθμοί της περιοδείας του στο Μοριά ήταν το Άργος και οι Μυκήνες. Μάλιστα, στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, περιμένοντας κάτω από τις λεύκες την άφιξη του τρένου για την Αθήνα, γράφει ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του σχετικά με την ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος Καζαντζάκης δεν αναφέρει επίσκεψη στο Ναύπλιο, την πρωτεύουσα του νομού Αργολιδοκορινθίας αλλά και μια πόλη που σίγουρα λόγω της ιστορίας της μπορούσε να αποτελέσει τόπο με άφθονο υλικό.
Η μόνη αναφορά του γίνεται όταν από το Αρχαίο Θέατρο του Άργους αντικρύζει το Παλαμήδι: «...ο βράχος του Ναυπλίου σηκώνεται ψηλά, απειλητικά στον αέρα». Ήταν τόσο δύσκολο για τον άνθρωπο που έκανε ταξιδιωτικές περιγραφές στην Κίνα και την Ιαπωνία να διανύσει επιπλέον 12 χιλιόμετρα; Ή απλά θεωρούσε τόσο αδιάφορο το Ναύπλιο;
Κατά την προσωπική μας άποψη, δεν είναι απίθανο ο Νίκος Καζαντζάκης εσκεμμένα να αγνόησε το Ναύπλιο. Βρισκόμαστε εν μέσω της μεταξικής δικτατορίας, και μερικούς μήνες νωρίτερα (Φεβρουάριο 1937) το καθεστώς είχε επαναλειτουργήσει τις φυλακές της Ακροναυπλίας με πολιτικούς κρατούμενους κυρίως κομμουνιστές αλλά και κάποιους βενιζελικούς. Ο απεσταλμένος της συντηρητικής εφημερίδας, γράφοντας για το Ναύπλιο δεν θα μπορούσε, σεβόμενος τους αναγνώστες του, να αγνοήσει την Ακροναυπλία και βέβαια δεν θα μπορούσε να μην τη σχολιάσει. Έτσι, ή θα κινδύνευε με λογοκρισία από την εφημερίδα του και το καθεστώς, ή θα αυτολογοκρινόταν. Τελικά αποφάσισε να απέχει (αν βέβαια δεν λογοκρίθηκε)...
Ακολουθεί η σύντομη περιγραφή (όχι και τόσο κολακευτική) του Νίκου Καζαντζάκη για το Άργος και τους κατοίκους του όπως τους είδε γύρω από την πλατεία Αγίου Πέτρου:
Άργος. Η πολιτεία, η εκκλησία, οι καρέκλες, οι καφενέδες, τα ποτήρια τα νερά ... Οι Νεοέλληνες. Σκυθρωπά μούτρα, βουλιαγμένα μάγουλα, μάτια γαρίδα. Σε κοιτάζουν σα να είσαι κριάρι και θέλουν να σε αγοράσουν. Σε ψάχνουν με το μάτι, ερευνούν τα παπούτσια σου, τα ρούχα, τα καπέλα. Ζυγιάζουν ... Τους τρώει το σαράκι – ποιος είσαι; Τι καπνό φουμάρεις; Τι ήρθες στον τόπο τους, να πουλήσεις ή ν' αγοράσεις ... Γουρούνια κυκλοφορούν στους δρόμους, νεαροί επαρχιακοί νταήδες κάθουνται στα καφενεία, μα γυναίκα δεν υπάρχει.
Όλη η πλατεία γεμάτη μουστάκια. Πλήθος καλοαναθρεμμένοι παπάδες. Η εκκλησιά, τριγυρισμένη από καφενέδες, λάμπει γλυκά με το κίτρινό της χρώμα, με το λιγνό σβέλτο καμπαναριό της. Καταφεύγω στην άκρα της πλατείας, στο αρχαίο θέατρο. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια, η θάλασσα γυαλίζει μαυλίστρα, ο βράχος του Ναυπλίου σηκώνεται ψηλά, απειλητικά στον αέρα. Πιο πάνω από το αμφιθέατρο, το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, στη θέση όπου μια φορά ήταν ο ναός της Αφροδίτης. Πιο πέρα, τοΚριτήριον, όπου ο Δαναός καταδίκασε τη θυγατέρα του Υπερμνήστρα, γιατί μόνη αυτή από τις πενήντα αδερφάδες αρνήθηκε να σκοτώσει τον άντρα της. Είχαν έρθει πρόσφυγες από τη χώρα του Νείλου, με τον πατέρα τους έμαθαν τουςΑργείτες ν' αρδεύουν τα χωράφια τους, έκαμαν τη χέρσα γης, περβόλι. Έγιναν νεράιδες, τις πήρε η ποίηση, μπήκαν στην αθανασία.
Μαζί με το σούρουπο κατέβηκαν και τα ελληνικά παραμύθια και γέμισαν τα σκαλοπάτια του αμφιθεάτρου ίσκιους. Πήρε ξαφνικά ευγένεια το χώμα τούτο, κι οι νταήδες, οι παπάδες, οι μουστακαλήδες που κάθουνταν πέρα στην πλατεία έλαμψαν. Αγε δη, λέξωμεν επ' Αργείοις ευχάς αγαθάς, αγαθών ποινάς ... Κι έτσι συμφιλιωμένος πήρα το δρόμο της ζωντανής πολιτείας, κάθισα κι εγώ στο καφενείο, στον ίσκιο της Μητρόπολης, και διέταξα μαζί με τους Νεοέλληνες καφέ και δυο νερά και τέσσερις καρέκλες. Μα έκαιγαν τα χείλια μου οι στίχοι του Αισχύλου.
Νίκος Καζαντζάκης, «Ταξιδεύοντας», Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη