Σάββατο βράδυ στο Άργος, κάθομαι στο γνωστό γυράδικο, τρώω τα σχετικά κι αποφασίζω να κάνω μια βόλτα στην πόλη, να συνέρθω λίγο από το κρεμμύδι και να χωνέψω. Ανύποπτος και βυθισμένος στις σκέψεις μου περπατώ, όταν ακούω ξαφνικά μες στο σκοτάδι μια φωνή γεμάτη αγωνία και ένταση: «Πρόσεχε δεξιά σου»! Γυρίζω έντρομος δεξιά, δε βλέπω τίποτα. Προσπαθώ να βρω από πού προήλθε η φωνή, ποιος είναι ο φύλακας άγγελος που με προστατεύει, τίποτα. Κάνω δυο βήματα κι ακούω πάλι φωνή: «Shoot him, kill the bastard. Μπροστά δεξιά, σκότωσέ τον»! Αυτό ήταν. Σκύβω και καλύπτομαι έντρομος πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, κοιτάζω δεξιά-αριστερά κι ετοιμάζομαι. Να σκοτώσω ποιον και γιατί; Δε βλέπω κανέναν. Μήπως, όμως κάποιοι κακόβουλοι θέλουν να ξεπαστρέψουν εμένα; Μήπως με έχουν μπερδέψει με κάποιον εχθρό κι ετοιμάζονται μες στο σκοτάδι να μου σβουρίξουν δυο τρεις σφαίρες; Σκύβω περισσότερο και παραφυλάω. Δεν ξέρω τι παιχνίδι παίζεται, εδώ όμως αφορά τη ζωή μου, δεν είναι παίξε γέλασε. Κάθομαι λίγη ώρα στην άβολη αυτή στάση με σφιγμένη καρδιά, με πιάνει κι ο πόνος στο πόδι, αλλά πρέπει να μελετήσω με προσοχή τις επόμενες κινήσεις μου. Πριν καταλήξω σε οποιαδήποτε απόφαση, ακούω απανωτούς πυροβολισμούς και τη φωνή να επιδοκιμάζει: «Μπράβο ρε, τον έφαγες! Σήκω τώρα από κει που είσαι κι ετοιμάσου για τον επόμενο, έρχεται από τα αριστερά. Μην τον αφήσεις, όχι ρε, όχι ρε, γρήγορα, γαμώτο μου! Πάει, τον έχασες, τον άλλον τώρα». Ακούω και μια πόρτα να ανοίγει και δυο νέοι, σχεδόν παιδιά, βγαίνουν απ’ το σκοτεινό άνοιγμα σιωπηλοί και απομακρύνονται. Σηκώνομαι αποφασισμένος να λύσω το μυστήριο. Πηγαίνω κοντά στην πόρτα απ’ όπου βγήκαν, την ανοίγω με προφύλαξη, μπαίνω μέσα και, επιτέλους, καταλαβαίνω. Οι νέοι διασκεδάζουν ψηφιακά. Καθισμένοι μπροστά σε κομπιούτερς, με τζόι στικ στα χέρια, προσηλωμένοι στην οθόνη, στα βίντεο γκέιμς, έτοιμοι να σκοτώσουν τον εχθρό που βγαίνει άλλοτε από δεξιά κι άλλοτε απ’ αριστερά παίζοντας κορώνα γράμματα την εφήμερη ψηφιακή ζωή τους. Πλήρης ησυχία, ατμόσφαιρα κατανυκτική. Μπράβο, σκέφτομαι, τέτοια προσήλωση δεν έχουν αυτά τα παιδιά ποτέ μέσα στην τάξη στην ώρα του μαθήματος, τέτοια ετοιμότητα δε δείχνουν όταν πρόκειται να γράψουν την άσκησή τους στο σπίτι, όταν απαντούν στις ερωτήσεις του διαγωνίσματος.
Και τους ζηλεύω. Τόσο μετρημένοι, σκέφτομαι, τόσο ήσυχοι δεν ήμασταν ποτέ εμείς, όταν παίζαμε έξω, στις αλάνες. Εκεί να άκουγες φωνές, βρισίδι και τσακωμούς. Σηκώναμε τη γειτονιά στο πόδι. Βγαίναν οι γείτονες και μας παίρναν στο κυνήγι, μας άρπαζαν την μπάλα όταν έπεφτε στο οικόπεδό τους και την έσκιζαν, μας εκδικούνταν για τον χαμένο μεσημεριανό τους ύπνο. Δημιουργούσαμε εχθρούς πραγματικούς, παίζαμε ξύλο και πετροπόλεμο, ματώναμε κεφάλια, γυρίζαμε στο σπίτι με σκισμένο παντελόνι, ιδρωμένοι και βρώμικοι. Τέτοια αλλαγή σήμερα! Πολιτισμένα πράγματα, με ένταση βέβαια, αλλά άψογοι κι ατσαλάκωτοι, κύριοι του εαυτού τους. Φτου τους να μην τους ματιάσω!
Έφυγα να μη βλέπω άλλο. Με είχε πάρει το παράπονο. Ξέχνα το, φίλε, το ξυλίκι και την παραλλαγή του, το ξυλίκι τσομάκα. Ξέχνα το κυνηγητό, τον πετροπόλεμο και την αμπάριζα, τους κλέφτες κι αστυνόμους, τις αμάδες, τα γκαζάκια, τα χαρτάκια, τα αυτοσχέδια θεατρικά σκετς με Καραγκιόζη κι εισιτήριο μια δεκάρα. Τώρα τα πράγματα δεν είναι αυτοσχέδια, υπάρχει οργάνωση και πολιτισμός.
Τώρα είναι Call of Duty, τώρα είναι Medal of Honor, Unreal Tournament και Counter Strike...