Η Ακροναυπλία απέκτησε την τελική οχύρωσή της με τα σκεπαστά περάσματα, τις υπόγειες διαβάσεις και τις πυλίδες, εν έτει 1714.
Παρά όμως τις προσπάθειες των Βενετών μηχανικών ώστε το τείχος της πόλης να είναι ισχυρό, οι Τούρκοι κατέλαβαν το Ναύπλιο την επόμενη χρονιά και μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες. Λέγεται πως ήταν ημέρα Παρασκευή. Μια τοπική παράδοση αναφέρει πως πάνω από την πύλη της ανατολικής πλευράς, ο γενίτσαρος που πρώτος πάτησε το κάστρο στερέωσε το γιαταγάνι του, κι από τότε κάθε Παρασκευή αυτό έσταζε αίμα.
Η Ακροναυπλία είναι μια βραχώδης χερσόνησος που ενώνεται με τη στεριά στο ανατολικό της άκρο, στο στενό της Αρβανιτιάς. Σε αυτή την άκρη της χερσονήσου οι Βενετοί κατασκεύασαν το 1706 ένα μικρό φρούριο, που πήρε την ονομασία «Προμαχώνας Grimani» από τον Προβλεπτή του Μοριά, Francesco Grimani. Στην όψη του σώζεται εντοιχισμένο το ανάγλυφο με το βενετσιάνικο λιοντάρι. Ο προμαχώνας αυτός κατασκευάστηκε για την προστασία της πόλης και κυρίως της Πύλης της Ξηράς, η οποία αναστηλώθηκε κατά τη σημερινή εποχή. Διέθετε σήραγγα περιμετρικά μέσα στη βάση του εξωτερικού τείχους του για μυστικές και ασφαλείς κινήσεις του προσωπικού, η οποία χρησιμοποιήθηκε και ως καταφύγιο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και διατηρείται μέχρι σήμερα, εγκαταλελειμμένη. Επίσης, ένα μικρό τοπικό υδραγωγείο με υπόγεια σήραγγα παρόμοιας τεχνοτροπίας με την προηγούμενη.
Στην παρακάτω φωτογραφία εικονίζεται ο προμαχώνας Grimani, και πιο πάνω το κάστρο των Τόρων, ένα από τρία μεγάλα κάστρα της Ακροναυπλίας. Ακόμα ψηλότερα, διακρίνεται το εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο Ξενία, χτισμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέσα και πάνω στις μεσαιωνικές οχυρώσεις.
Η Ακροναυπλία
Από τον 4ο αι. π.Χ. η Ακροναυπλία διέθετε ισχυρό πολυγωνικό τείχος, που αργότερα ενίσχυσαν οι Βυζαντινοί, και μετέπειτα και οι Φράγκοι (1212). Κατά την πρώτη Βενετοκρατία (1389 – 1540), τα τείχη επισκευάστηκαν και επεκτάθηκαν (1470). Τότε οι Βενετοί οχύρωσαν το κάστρο των Τόρων (Castello di Toro) στη βορειοδυτική πλευρά της, λίγο χαμηλότερα από τα άλλα δύο, το Φράγκικο (Castel di Franchi) και το Ρωμέικο (Castel Greci) στη θέση του οποίου βρισκόταν η προϊστορική ακρόπολη. Στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου δημιουργήθηκε τάφρος, πάνω από την οποία υπήρχε κινητή γέφυρα που συνέδεε την κύρια σιδερόφρακτη πύλη του φρουρίου με την έξω των τειχών περιοχή. Σε διάφορα σημεία τα τείχη ήταν διακοσμημένα με ανάγλυφα λιοντάρια, τα περισσότερα από τα οποία δημιουργήθηκαν στην πρώτη αυτή περίοδο της κυριαρχίας των Βενετών στο Ναύπλιο.
Το 1540, μετά από πολιορκία 3 χρόνων, το Ναύπλιο έπεσε στους Τούρκους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μέσα στο φρούριο και το ονόμασαν «Ίτς Καλέ». Όταν το 1686 οι Βενετοί ξαναπήραν το Ναύπλιο, η πόλη είχε χάσει την αναγεννησιακή μορφή της, τα κάστρα όμως, παρά τις τουρκικές επισκευές, διατηρούσαν την αρχική μορφή τους και το Ναύπλιο εξακολουθούσε να είναι η «πρωτεύουσα του Μοριά». Τότε αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν το λόφο του Παλαμηδίου και να τον οχυρώσουν για την αποτελεσματικότερη προστασία της πόλης. Την εποχή αυτή, εξάλλου, η δύναμη των τηλεβόλων είχε αναπτυχθεί σημαντικά και η ύπαρξη του ψηλού Παλαμηδιού ακριβώς δίπλα στην Ακροναυπλία, ουσιαστικά εκμηδένισε τη σημασία του παλαιότερου οχυρού.
Όμως οι Βενετοί ενίσχυσαν και τους πύργους και τα τείχη του κάστρου των Τόρων και ολοκλήρωσαν την εξωτερική οχύρωσή του. Ήταν η εποχή που κατασκευάστηκε και ο προμαχώνας Grimani.
Το μεσαιωνικό υδραγωγείο του πρoμαχώνα Grimani
Κατασκευάστηκε στη βόρεια πλευρά του προμαχώνα μαζί με τα τείχη, και ενσωματώθηκε στο εσωτερικό τους σε μικρό βάθος από την επιφάνεια, περιμετρικά και στο επάνω μέρος (στέψη). Διαθέτει μια σήραγγα μήκους 70 περίπου μέτρων, η οποία είναι και ο κύριος άξονάς του. Αποτελείται από δύο τμήματα των 35 μέτρων, που σχηματίζουν σχεδόν ορθή γωνία μεταξύ τους ακολουθώντας το περίγραμμα του τείχους, ενώ υπάρχουν επίσης μία ενδιάμεση μικρού μήκους (6-7 μέτρων) στοά επισκέψεως, και άλλη μία ίδιου μήκους καταληκτική προς το σημείο τροφοδοσίας (έξοδος).
Στη συνέχεια η σήραγγα είναι κατασκευασμένη με διαφορετικό και ιδιόμορφο τρόπο. Η μισή διατομή είναι λαξευμένη (σκαμμένη) στο άνω εσωτερικό μέρος του τείχους, το οποίο χτίστηκε αρχικά, ενώ η άλλη μισή (εσωτερική πλευρά των τειχών κάτω από την επιφάνεια του εδάφους) είναι κατασκευασμένη εκ των υστέρων (χτιστή). Φαίνεται μάλιστα εντελώς ευθύγραμμα το «τελείωμα» του τείχους στην οροφή κατά μήκος του άξονα της στοάς. Πιθανότατα, βάσει των παραπάνω παρατηρήσεων, η κατασκευή του υδραγωγείου αποφασίστηκε μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του συγκεκριμένου τμήματος του τείχους.
Επάνω και αριστερά μας έχουμε έδαφος, ενώ δεξιά μας βρίσκεται η στέψη του τείχους (ψηλότερα από το επίπεδο του εδάφους της βάσης του προμαχώνα).
Στην επόμενη φωτογραφία φαίνεται χαρακτηριστικά το αυλάκι κίνησης του νερού, το λάξευμα και το «κόψιμο» του εξωτερικού τείχους στα δεξιά, το χτίσιμο του τοιχώματος στα αριστερά και η επαφή τους στην οροφή. Συναντάμε ελάχιστο σταλακτιτικό υλικό, ως επιβεβαίωση της υπόγειας θέσης μας.
Η σήραγγα της εξόδου είναι εξολοκλήρου λαξευτή στο σώμα του τείχους που είχαμε στα δεξιά κατά την προηγούμενη πορεία μας. Διακρίνεται χαρακτηριστικά το κανάλι στη βάση, και σε μικρή έκταση παρουσία ενεργών σταλακτιτών και σταλαγμιτών, στην οροφή και στο δάπεδο αντίστοιχα. Το σημείο έχει δυστυχώς φανερά ίχνη χρήσιμοποίησης από χρήστες τοξικών ουσιών και πολλά σκουπίδια, παρ’ όλο που είναι δυσπρόσιτο εξωτερικά.
Το υδραγωγείο, μικρό αλλά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του, μοιάζει να συνέλεγε τοπικά πιθανώς βρόχινο νερό, το οποίο μετέφερε στην κρήνη που διατηρείται μέχρι σήμερα στο σημείο όπου καταλήγει η σήραγγα.
Οι φυλακές της Ακροναυπλίας
Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό στην Ακροναυπλία λειτούργησαν στρατιωτικά κτίρια (νοσοκομείο, αποθήκες ιματισμού), ενώ το 1884 ιδρύθηκαν στρατιωτικές φυλακές για τις ανάγκες έκτισης των ποινών των στρατιωτικών. Το 1937 ιδρύθηκαν οι «Κουμμουνιστικαί Φυλακαί Ακροναυπλίας» που, έπειτα από διαμαρτυρίες των πολιτικών κρατουμένων ότι δεν είναι φυλακισμένοι αλλά εξόριστοι, μετονομάστηκαν σε «Στρατόπεδον συγκεντρώσεως κομμουνιστών Ακροναυπλίας». Κατά τη διάρκεια της κατοχής ο χώρος του Στρατιωτικού νοσοκομείου μετατράπηκε σε φυλακή από τους Ιταλούς, ενώ το 1946 επαναλειτούργησαν οι φυλακές της Ακροναυπλίας, φιλοξενώντας αντάρτες από τον Δημοκρατικό στρατό και ποινικούς κρατούμενους, μέχρι το 1966, οπότε και έκλεισαν οριστικά.
Εν τω μεταξύ, στις 18 Ιουνίου 1961, έγιναν τα εγκαίνια της ξενοδοχειακής μονάδας ΞΕΝΙΑ, ενώ ο χώρος είχε ήδη από την προηγούμενη χρονιά (1960) χαρακτηριστεί με ΦΕΚ ως τουριστικό δημόσιο κτήμα, παρά τις αντιρρήσεις από την πλευρά της αρχαιολογικής υπηρεσίας…
Κείμενο, φωτογραφίες: Παναγιώτης Δευτεραίος
Συμμετείχαν: Γεωργία Μπουρμπούλη, Γιάννης Αθάνατος, Παναγιώτης Δευτεραίος
Πληροφορίες κειμένου: