«Θα απελευθερώσουμε τον αγρότη και τον παραγωγό, από τα δεσμά μιας άδικης φορολογίας. Η “κυβέρνηση ανόρθωσης και ανασυγκρότησης” του ΣΥΡΙΖΑ θα στηρίξει τους αγρότες και την πρωτογενή παραγωγή με μείωση του κόστους παραγωγής. Ενώ αποτελεί δέσμευση η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ γιατί φορολογεί το μέσο παραγωγής του αγρότη. Θα ορίσει αφορολόγητο στους αγρότες τα 12.000 ευρώ και θα ρυθμίσει τα κόκκινα δάνεια, ώστε να πάψουν οι αγρότες να κινδυνεύουν να χάσουν τα χωράφια και τα σπίτια τους. Οι φοβέρες του Α. Σαμαρά δεν πιάνουν, γιατί ο λαός γνωρίζει πως αν συνεχιστεί η πολιτική των μνημονίων, η Ελλάδα θα γίνει χώρα αποικία, χωρίς παραγωγή, χωρίς αγρότες και χωρίς μέλλον».
Α. Τσίπρας, 11/1/2015 από περιοδεία στην Αργολίδα
Νέα χαρακτηριστικά και νέες δυνατότητες προβάλλουν από τις μαζικές κινητοποιήσεις
Του Δημήτρη Κοδέλα
Ο εορτασμός του πρώτου χρόνου διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, βρήκε τον αγροτικό κόσμο στους δρόμους, στη μεγαλύτερη κινητοποίηση των πολλών τελευταίων ετών, εν μέσω ενός σφυροκοπήματος μέτρων που προβλέπει το τρίτο μνημόνιο.
Το κλίμα καθορίζεται τόσο από τη σφοδρότητα των μέτρων που δίνουν την χαριστική βολή στην πλειοψηφία των φτωχών και μικρομεσαίων αγροτών όσο και από την πλήρη αθέτηση των προεκλογικών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ και τη διάψευση προσδοκιών για μια άλλη μεταχείριση του αγροτικού κόσμου και της παραγωγής. Αυτός είναι και ο λόγος της μεγάλης μαζικότητας, αγωνιστικότητας και ορμητικότητας του αγώνα των αγροτών.
Δεν ζητούν οι αγρότες ένα νέο πακέτο Χατζηγάκη. «Ζητούν να τους αφήσουν να παράγουν». Είναι αγώνας αμυντικός, αγώνας επιβίωσης, συνέχισης και ύπαρξης στο χωράφι. Οι 350.000 οφειλέτες του ΟΓΑ, οι χιλιάδες οφειλέτες σε τράπεζες και εφορία, οι δεκάδες χιλιάδες μικροί αγρότες που οριακά ζουν την οικογένειά τους και καλλιεργούν, οι μικρομεσαίοι που τους αφαιρείται το διαθέσιμο εισόδημα για καλλιέργεια και επένδυση στη δουλειά τους, γνωρίζουν ότι αν περάσουν αυτά τα μέτρα, όλα θα είναι διαφορετικά και ανυπέρβλητα δύσκολα.
Στις κινητοποιήσεις αυτές είναι ευδιάκριτη η συμμετοχή και ανάδειξη νέων ανθρώπων και πιο υποβαθμισμένος ο ρόλος των παραδοσιακών αγροτοσυνδικαλιστών. Φαινόμενα παραγοντισμού, μικροομάδων, ειδικών σχέσεων με πολιτικά κέντρα, σε μια κατάσταση που συχνά διαφοροποιείται από μπλόκο σε μπλόκο είναι υπαρκτά, με πιο δύσκολη όμως την κηδεμονία και τη χειραγώγηση του αγώνα τόσο από κομματικούς μηχανισμούς (με εξαίρεση την «παραδοσιακή» ομαδοποίηση μπλόκων που πρόσκεινται στο ΚΚΕ) όσο και από όσους συνδιαχειρίστηκαν την κρίση του χώρου τα προηγούμενα χρόνια.
Άλλα αιτήματα, άλλη γλώσσα
Τα χαρακτηριστικά αυτού του αγώνα δείχνουν διαφορετικά και σε επίπεδο αιτημάτων σε σχέση με εκείνα του 2013. Τότε, ξεκινούσε η συζήτηση από το φορολογικό και πήγαινε γενικότερα στην απουσία αγροτικής πολιτικής, στα κόστη παραγωγής, στη στήριξη της παραγωγής, στην ασυδοσία της αγοράς. Τώρα, τα αιτήματα κυριαρχούνται από το άμεσο που είναι το ασφαλιστικό και το φορολογικό. Έχουν πάψει οι αγρότες να προσδοκούν ότι η πολιτεία θα τους σταθεί και θα οργανώσει μαζί τους την ανασυγκρότηση της παραγωγής της χώρας. Το μόνο που τους έχει απομείνει να ζητούν, είναι να μην καταστραφούν και εκδιωχθούν από το επάγγελμά τους.
Ενώ σε κοινωνικό επίπεδο φαίνεται να υπάρχει μια ανοχή και στήριξη του αγώνα των αγροτών, σε πολιτικό επίπεδο οι αγρότες νιώθουν και είναι μόνοι τους. Πρώτη φορά, καμία από τις βασικές πολιτικές δυνάμεις δεν φαίνεται να έχει μια πολιτική, που να χτίζει μια οργανική συμμαχία μαζί τους. Οι τοποθετήσεις στη Βουλή τόσο του πρωθυπουργού όσο και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδειξαν πως το πολιτικό σύστημα είναι τελείως ξένο έως και εχθρικό στην πρωτογενή παραγωγή. Η κοινή υποταγή στις απαιτήσεις της τρόικα, η αγοραία και νεοφιλελεύθερη μετατόπιση όλου του πολιτικού συστήματος, δεν αφήνουν περιθώρια πραγματικών ή ψευδεπίγραφων προσδοκιών. Η επικράτηση από το καλοκαίρι του δόγματος «δεν υπάρχει εναλλακτική», κάνει πασιφανές το μπλοκάρισμα στην αναζήτηση μιας συνολικής πολιτικής διεξόδου και το πατριωτικό αίσθημα, όπως εκφράζεται από τις ελληνικές σημαίες στα τρακτέρ, φανερώνει την αναζήτηση κάποιων σταθερών σημείων άμυνας και αναφοράς απέναντι στο βίαιο κοινωνικό μετασχηματισμό που επιχειρείται και στο μνημονιακό ισοπεδωτισμό.
Δυνατότητες και όρια
Το ερώτημα που υπάρχει είναι το μέχρι πού μπορούν να φτάσουν και τι μπορούν να κερδίσουν οι κινητοποιήσεις και η απάντηση δεν μπορεί να προβλεφθεί εύκολα. Από τη μια υπάρχει μια κυβέρνηση που είναι υπο τροϊκανή επιτροπεία, αδιαφορεί για την ουσία των προβλημάτων και κοιτάει μόνο πώς θα διαιρέσει και θα διαχειριστεί το πολιτικό κόστος.
Από την άλλη, στο κίνημα που αναπτύσσεται υπάρχουν περιορισμοί και αντιφάσεις που οφείλονται στον κατακερματισμό, στην έλλειψη ενός κοινού αγωνιστικού στρατηγικού σχεδιασμού, σε πολιτικά κέντρα που παρά τις μεγαλοστομίες δεν επενδύουν στον ίδιο τον αγώνα αλλά στην μετέπειτα κεφαλαιοποίησή του. Όπως, επίσης, είναι αλήθεια ότι η μαζικότητα, η αποφασιστικότητα και η οργή της βάσης των αγροτών που ήδη έχει περάσει πολλά βράδια με παγετό στο δρόμο δεν είναι εύκολο να καθοδηγηθεί ούτε να γυρίσει άπραγη στα αδιέξοδα της καθημερινότητας. Το τελευταίο είναι και το μοναδικό εχέγγυο ότι θα δυσκολευθούν οι «αγωνιστικές» και προσχηματικές διαιρέσεις και αποχωρήσεις.
Πάντως, αυτός ο αγώνας είναι καταρχήν αγώνας αντοχής. Ακόμα δεν έχει κατατεθεί νομοσχέδιο, συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις με την τρόικα και στόχος της κυβέρνησης είναι η διάλυση των μπλόκων πριν από την εισαγωγή το νομοσχεδίου στη Βουλή. Στην κρίσιμη αυτή καμπή έχει σημασία τα περιεχόμενα και οι μορφές να είναι τέτοια ώστε: α) να δημιουργούν ενότητα στους αγωνιζόμενους αγρότες και στα διαφορετικά μπλόκα, β) να καλλιεργούν την ενότητα με τις υπόλοιπες πληττόμενες κοινωνικές τάξεις περιορίζοντας τους κοινωνικούς αυτοματισμούς που επιδιώκει η κυβέρνηση, γ) να διατηρούν /αυξάνουν τη μαζική συμμετοχή και την πραγματική συμμετοχή και δημοκρατία, δ) να εμβαθύνουν την συζήτηση γύρω από το παραγωγικό ζήτημα και τη διέξοδο της χώρας.
Αιτήματα όπως αυτό του αφορολόγητου στις 30.000 ευρώ ή μορφές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απομόνωση του αγώνα και την καλλιέργεια κοινωνικών αυτοματισμών δεν φαίνεται να βοηθούν τις παραπάνω κατευθύνσεις.
Επίσης, όσο κι αν είναι το κρίσιμο ετούτη τη στιγμή το φορολογικό και το ασφαλιστικό, δε μπορεί να μην αξιοποιείται η συγκυρία για τη δυνατότητα συγκρότησης «νέου τύπου» εγχειρημάτων (συνδικαλιστικών, συνεργατικών, παραγωγικών) στον αγροτικό χώρο που θα είναι εργαλεία για τους αγρότες και για την επόμενη μέρα.
Δεν αρκεί ούτε το αράδιασμα επιμέρους αιτημάτων, ούτε απλά η ανάδειξη των ευθυνών της ΚΑΠ και της Ε.Ε. Χρειάζεται να αναδειχθούν στοιχεία που συνδέουν την παραγωγή με την διατροφική αυτοδυναμία και τους καταναλωτές, με ένα άλλο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο σε αντίθεση με αυτό που προωθείται, με την υπόσταση και την κυριαρχία της χώρας.
Στοιχεία μιας αναγκαίας πολιτικής παραγωγικής ανασυγκρότησης που σε συνάρτηση με άλλες αλλαγές θα μπορούσαν να υποστηλώσουν ένα πολιτικό κίνημα για μια άλλη πορεία της χώρας. Οι συνθήκες είναι δύσκολες και βρισκόμαστε ύστερα από μια ήττα και διάψευση προσδοκιών. Η χώρα βρίσκεται εν μέσω μιας μεγάλης καταστροφής και το πολιτικό σύστημα είναι παραδομένο στους δανειστές. Αναγκαστικά οι λύσεις και οι απαντήσεις θα προκύψουν μέσα από την ίδια την κοινωνία. Η κινητοποίηση των αγροτών έσπασε τη μνημονιακή ομερτά και δείχνει ανάγκες, περιορισμούς και δυνατότητες.
Η κυβέρνηση πλέον δεν πείθει
Η κυβέρνηση βλέποντας τις αδύναμες και σποραδικές αντιδράσεις των αγροτών, τους πρώτους μήνες μετά τη συμφωνία, εκτιμούσε ότι δεν θα είχε μεγάλα προβλήματα. Η Όλγα Γεροβασίλη ακόμα και στις 12/1 δήλωνε ότι «δεν βλέπει μεγάλες κινητοποιήσεις στους αγρότες». Στη συνέχεια πήγαμε στο «πικρό ποτήρι» που πρέπει «να πιούμε», ενώ όταν έγινε αντιληπτό το μέγεθος της κινητοποίησης ξεκίνησε ο καταιγισμός δηλώσεων υπουργών που στόχευαν στην παραπληροφόρηση, στη σύγχυση και στον κοινωνικό αυτοματισμό.
Οι κινητοποίησες των αγροτών και των επιστημόνων ελεύθερων επαγγελματιών αποτελεί την πρώτη μαζική και αποφασιστική αντίδραση σε διατάξεις του 3ου Μνημονίου, αλλά και στη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στρώματα που στο παρελθόν στήριξαν εκλογικά την κυβέρνηση, είναι τα πρώτα που ξεσηκώνονται καταγγέλλοντας τα ασφαλιστικά μέτρα και την κυβερνητική υποκρισία. Οι κινητοποιήσεις αυτές στριμώχνουν αντικειμενικά την κυβέρνηση, υποδείχνουν την τύχη και τις συνέπειες όσων επέλεξαν τη μνημονικά προσαρμογή. Υποδείχνουν ακόμα τα όρια της κυβερνητικής υποκρισίας. Το «εμείς δεν φταίμε» δεν πείθει κανέναν πια. Ούτε το «υποστηρίζουμε τις κινητοποιήσεις γιατί μας βοηθά στην διαπραγμάτευση» πείθει. Όλοι γνωρίζουν ότι οι απαιτήσεις των δανειστών, τελικά, θα καθορίσουν τα πράγματα και θα είναι το ίδιο επώδυνες με τα κυβερνητικά μέτρα. Όχι τυχαία, μπροστά στο αδιέξοδο, ο υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης επανέφερε ξαναζεσταμένους εκβιασμούς περί «κινδύνου για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας» με αφορμή τις αγροτικές κινητοποιήσεις.
Παράλληλα, ο κυβερνητικός σχεδιασμός ποντάρει στην κόπωση των αγροτών και στην όξυνση των διαιρέσεων εντός τους. Το κάλεσμα του πρωθυπουργού σε διάλογο μόνο προσχηματικό μπορεί να χαρακτηριστεί, από τη στιγμή που οι αρμόδιοι υπουργοί βγαίνουν καθημερινά και υποστηρίζουν τις αλλαγές, ενώ και ο ίδιος στη Βουλή υποστήριξε το κυβερνητικό σχέδιο. Το plan B του Μεγάρου Μαξίμου περιλαμβάνει κάποιες οριακές βελτιώσεις για να δώσει το πρόσχημα σε όσους είναι πρόθυμοι να βάλουν «τίτλους τέλους», όμως και αυτά είναι στον αέρα από τη στιγμή που στην αποικία Ελλάδα οι κυβερνητικές αποφάσεις τελούν υπό την έγκριση των τροϊκανών επιτρόπων, οι οποίοι θα αποφασίσουν τελικά τι θα γίνει.
Κι αν όλα αυτά έχουν το ειδικό ενδιαφέρον τους, παραμένει ως βασική πτυχή η έλλειψη οποιασδήποτε σοβαρής πολιτικής που να μπορεί να αντιστρέψει την αρνητική πορεία του αγροτικού χώρου.