Επιμέλεια: Γ. Νικολόπουλος
Μπορεί η Άλωση του Παλαμηδίου τα ξημερώματα της 30ης Νοεμβρίου 1822 να αποδίδεται στον Στάικο Σταϊκόπουλο, αφού εκείνος ήταν ο επικεφαλής του ελληνικού στρατεύματος, όμως ο αφανής ήρωας, ο πραγματικός πορθητής του κάστρου, ήταν ένα παλικάρι από το Αϊβαλί, ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης. Όχι μόνο κατέστρωσε το σχέδιο για να μπουν στο άπαρτο φρούριο, αλλά με κίνδυνο τη ζωή του σκαρφάλωνε πρώτος και μόνος στους προμαχώνες…
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 29ης Νοεβμβρίου, δύο Αλβανοί μαζί με μια γυναίκα, είχαν βγει από το κάστρο, δήθεν για να μαζέψουν χόρτα. Ο Μοσχονησιώτης, που εκείνη την ώρα περιπολούσε στην περιοχή τους συνέλαβε και τους οδήγησε στην Άρια, όπου είχε στρατοπεδεύσει τα ασκέρι του Σταϊκόπουλου.
Πληροφόρησαν τον Στάικο ότι το Παλαμήδι είχε εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν κατέβει λόγω φόβου στην οχυρωμένη πόλη. Σε κάθε προμαχώνα είχαν μείνει ελάχιστοι φρουροί, ενώ στον προμαχώνα του Μιλτιάδη (Μπεζιράν Τάμπια) είχαν παραμείνει εβδομήντα άνδρες και οι οικογένειες αξιωματικών για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Στη σύσκεψη του Στάικου με τους αξιωματικούς αποφασίστηκε να γίνει τη βροχερή εκείνη νύχτα, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, επιχείρηση για την εκπόρθηση του φρουρίου με σκάλες.
Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, για να διαλύσει κάθε υποψία του Σταϊκόπουλου και των άλλων οπλαρχηγών για αναληθείς πληροφορίες των αιχμαλώτων, προσφέρθηκε πρώτος αυτός να ανέβη τα τείχη. Όπως τους είπε, αν οι υπόλοιποι Έλληνες στρατιώτες που θα ήταν κοντά στα τείχη ακούσουν πυροβολισμούς να συμπεράνουν ότι φονεύθηκε, ενώ αν ακούσουν κραυγές ότι συνελήφθη. Έτσι, να γυρίσουν πίσω στην Άρια και να τιμωρήσουν αυστηρά τους Αλβανούς κρατούμενους.
Διαφορετικά, αν δεν έβρισκε αντίσταση θα τους ειδοποιούσε αμέσως να ανέβουν τη σκάλα.
Η ανάβαση θα γινόταν από την Γιουρούς Τάμπια, τον προμαχώνα του Αχιλλέα, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του Παλαμηδίου, εκεί που οδηγεί ο σημερινός δρόμος. Σε αυτό το σημείο τα τείχη έχουν το χαμηλότερο ύψος…
H ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ
Ο Σταϊκόπουλος αφού έβγαλε λόγο προς τους στρατιώτες «του Χριστού και της Πατρίδος» πήρε 350 από αυτούς και ξεκίνησαν για το Παλαμήδι. Δίπλα του είχε τον αδερφό του Αθανάσιο, τον Γκουβενράκη αλλά και τον πατέρα τού Μοσχονισιώτη, Νικόλαο. Την ξύλινη σκάλα, ύψους πέντε μέτρων περίπου, κουβαλούσαν ο μοναχός από το Άγιον Όρος Πανφούτιος και ο Αργείος βιολιτζής Πορτοκάλης.
Αφού τοποθέτησε τη σκάλα στο χαμηλότερο μέρος τους τείχους και έκανε το σταυρό του, ο Μοσχονησιώτης σκαρφάλωσε στο τείχος μέσα στο πυκνό σκοτάδι και είδε αμυδρό φως στο βάθος ενός μικρού φυλακείου. Έβγαλε το σπαθί του, ξανάκανε το σταυρό του και αθόρυβα πλησίασε.
Από το μισόκλειστο παράθυρο διέκρινε έναν Τούρκο να τρώει φύλλο φραγκοσυκιάς. Ανοίγει τα φύλλα του παραθύρου και ορμά κρατώντας στο ένα χέρι το σπαθί και στο άλλο το πιστόλι του, κάνοντας νόημα στον έκπληκτο Τούρκο να μην κινηθεί. Ο αποκαμωμένος από την πείνα Τούρκος πέφτει στα πόδια του και ζητά έλεος.
Ο Μοσχονησιώτης, τον δένει, τον φιμώνει και παίρνοντας όλα τα όπλα που υπήρχαν στο φυλάκιο πλησίασε στη σκάλα. Κάλεσε τους Έλληνες να ανέβουν άφοβα, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο Στάικος και πενήντα στρατιώτες μπήκαν στο φρούριο. Ανάμεσά τους και ένας γέροντας κτίστης από το Κρανίδι, ο Μανώλης Σκρεπετός, ο οποίος πολλές φορές είχε εργαστεί στο Παλαμήδι και γνώριζε καλά το εσωτερικό του φρουρίου.
Οι στρατιώτες που εισέβαλαν στο κάστρο, έσπευσαν με μοχλούς να ανοίξουν τη σιδερένια εξωτερική πύλη του προμαχώνα για να μπουν και οι υπόλοιποι τρακόσιοι.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΜΑΧΩΝΩΝ
Αφού αμαχητί κατελήφθη η Γιουρούς Τάμπια ο Μοσχονισιώτης τοποθέτησε τη σκάλα στην αμέσως συνεχόμενη, την Ταβίλ Τάμπια (προμαχώνας Φωκίωνος). Επειδή το ύψος του τείχους αυτού ήταν ψηλότερο από τη σκάλα βγήκε και την τοποθέτησε στο εξωτερικό τείχος στο εξωτερικό τείχος, το οποίο ήταν πιο χαμηλό. Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο ανέβηκε και κατέλαβε και αυτή την Τάμπια.
Στον προμαχώνα του Θεμιστοκλή (Καρά Τάμπια) τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα… Το τείχος ήταν ψηλότερο από τη σκάλα και εσωτερικά και εξωτερικά. Κάποιοι κρατούσαν τη σκάλα με τα χέρια τους και οι υπόλοιποι σκαρφάλωσαν. Σε αυτή την ανάβαση, ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Βυζάντιος γλίστρησε και έπεσε από την κεφαλή της σκάλαςσπάζοντας το ένα του πόδι.
Ο Μοσχονισιώτης ανέβηκε και στον προμαχώνα του φρουραρχείου (Διζδάρ Τάμπια) και ακολούθησαν και οι υπόλοιποι Έλληνες έχοντας βρει και άλλες δύο σκάλες στο κάστρο. Ένας – ένας οι προμαχώνες έπεφταν στα χέρια των Ελλήνων και οι Τούρκοι το έβαζαν στα πόδια κατεβαίνοντας από τα σκαλιά στην πόλη. Μόνο η Μπαζιριάν Τάμπια (Μιλτιάδη) έμενε στην κατοχή των Τούρκων.
Η ΦΥΓΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ
Από τον θόρυβο αυτών που κατέβαιναν το Παλαμήδι, ξύπνησαν οι Τούρκοι που είχαν πολιορκηθεί στο Ναύπλιο. Γυναίκες και παιδιά βγήκαν στους δρόμους με θρήνους και περίμεναν την εκδίκηση των Ελλήνων για την αθέτηση της Συνθήκης του περασμένου Ιουνίου.
Το ξημέρωμα ο Σταϊκόπουλος έπεισε και τους εναπομείναντες στον προμαχώνα Μιλτιάδηνα κατέβουν στην πόλη, ενώ ακολούθησε συνθήκη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων για ειρηνική απομάκρυνση από το Ναύπλιο, παρουσία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που είχε επιστρέψει από τα Δερβενάκια.
Με πλοία, περίπου 3.650 Τούρκοι οδηγήθηκαν στη Μικρά Ασία (έχοντας μαζί τους δυό αλλαξιές ρούχα). Πολλοί από αυτούς, λόγω των ασθενειών που προέρχονταν από την ασιτία κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, πέθαναν στο ταξίδι.
• Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από το βιβλίο «Ναυπλία» του Μιχαήλ Λαμπρινίδη».
H «ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ» ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Στις 3 Δεκεμβρίου ο χιλίαρχος Στάικος Σταϊκόπουλος με απόφαση του Βουλευτικού προήχθη στο βαθμό του στρατηγού. Λίγους μήνες αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου του 1823, αναγνωρίσθηκαν (μόνο) εγγράφως οι υπηρεσίες του Κυδωνιάτη Δημητρίου Ν. Μοσχονησιώτη, του μεγάλου ήρωα της Άλωσης. Ο Στάικος, ο αδερφός του Αθανάσιος και ο Σπυρίδων Βαρσαμάκης του έδωσαν το παρακάτω βεβαιωτικό έγγραφο:
«Ο το παρόν επιφέρων Δημήτιριος Νικολάου Μοσχονισιώτης εις την έφοδον του Παλαμηδίου επήδησε πρώτος αυτός με μεγάλην και ηρωικήν ανδρείαν τα τείχη, και πρώτος αυτός εις τα τάμπιας. Και εις παντοτινής ένδειξιν της αρετής του τού εδώκαμεν το παρόν ενυπόγραφον, όπου παρουσιάζοντας εις την πατρίδα να λάβη τους καρπούς αναλόγως των αγώνων του και υποσημειούμεθα».
Τα επόμενα χρόνια, προς τιμήν του οι Ναυπλιώτες ονόμασαν παραλιακό προμαχώνα «Ντάπια του Μόσχου». Σήμερα, το μόνο που τον θυμίζει είναι ένας δρόμος στην Πρόνοια (η πρώτη παράλληλη της 25ης Μαρτίου).